Σκηνοθεσία: Μικελάντζελο Αντονιόνι
Παίζουν: Μόνικα Βίτι, Γκαμπριέλε Φερτσέτι, Λέα Μασάρι
Διάρκεια: 145′
Μεταφραμένος τίτλος: “Η περιπέτεια”
Έτος παραγωγής: 1960
– Πες μου ότι μ’ αγαπάς
– Σ’ αγαπώ
-Πες μου ότι δεν μ’ αγαπάς
-Δεν σ’ αγαπώ
Οι ήρωες σε αυτή την Περιπέτεια (σε έναν από τους πιο ειρωνικούς τίτλους στην ιστορία του κινηματογράφου) δεν είναι σε θέση να διακρίνουν τις διαφορές ακόμη και σε διαμετρικά αντίθετα μεγέθη. Αντιμετωπίζουν την αγάπη, τον έρωτα, τις ενοχές, το πένθος, τη ζωή και τον θάνατο βαριεστημένα, αδιάφορα, οκνηρά και υποτιμητικά. Κάθε τους κίνηση κι απόφαση, κάθε απόπειρα αισθήματος και πάθους δεν είναι παρά ένα κακέκτυπο, ένα παιχνίδι ανιαρό κι ανούσιο. Ερωτοτροπούν ανόρεκτα, αντιμετωπίζουν την επαφή -σαρκική και πνευματική- σαν αγγαρεία. Οι χαρακτήρες αυτοί είναι βαλτωμένοι και στάσιμοι, απλές πινακίδες σε ένα ταξίδι που υποτίθεται ότι βρίσκονται στη θέση του οδηγού.
Το L’Avventura του Μικελάντζελο Αντονιόνι εισέπραξε εκκωφαντικά γιουχαΐσματα στις Κάννες, έφυγε όμως με το Μέγα Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις αποσκευές του, χτίζοντας αργά αλλά μεθοδικά τον μύθο του. Νικητής του βαρύτιμου Χρυσού Φοίνικα εκείνη τη χρονιά το Dolce Vita του Φεντερίκο Φελίνι, με τις εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ των δύο ταινιών (πέρα από την κοινή τους ιταλική προέλευση) να βγάζουν μάτι. Η πνιγηρή δυσφορία της ελίτ, ήρωες που βουλιάζουν στην κενότητα, αδυνατώντας να συνδεθούν με οτιδήποτε χειροπιαστό, ένα φινάλε αποκαρδιωτικής απαισιοδοξίας με φόντο ένα ζοφερό ξημέρωμα.
Οι ήρωες, όμως, του L’Avventura, σε αντίθεση με τους εκείνους του Φελίνι, δεν διαθέτουν καν το αποκούμπι μιας απατηλής ελπίδας. Δεν έχουν ποντάρει τις μάρκες τους στην ψεύτικη ευτυχία της μεγάλης ζωής, της χλιδής, της καλοπέρασης, δεν τους επιφυλάσσεται καν το προνόμιο της απογοήτευσης. Σε πλήρη αντιστοιχία με τους λογοτεχνικούς Αδιάφορους (1929) του Αλμπέρτο Μοράβια, τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει την αδράνειά τους, να τους ξυπνήσει από τον απόλυτο λήθαργο.
Η Περιπέτεια (που, όπως προείπαμε, δεν έχει τίποτα το περιπετειώδες με την παραδοσιακή έννοια του όρου) ξεκινά με ένα ιδιοφυές σεναριακό εύρημα, μια παραλλαγή του οποίου απολαύσαμε πρόσφατα στο εξαιρετικό Τι απέγινε η Έλι; (2009) του Ιρανού Ασγκάρ Φαραντί. Κάπου κοντά στη Σικελία, μια παρέα καλοζωισμένων προνομιούχων που πραγματοποιεί κρουαζιέρα, αποφασίζει να κατέβει από το γιοτ και να εξερευνήσει μια ακατοίκητη βραχονησίδα. Με άλλα λόγια, αποφασίζουν να βγουν από τον γυάλινο κόσμο τους, με αποτελέσματα πέρα για πέρα καταστροφικά. Η Άννα, που μόλις έχει καυγαδίσει με τον αρραβωνιαστικό της Σάντρο, ξεμακραίνει από τη φίλη της Κλαούντια (η μεθυστική Μόνικα Βίτι), αναζητώντας λίγη ιδιωτικότητα.
Κι ως δια μαγείας, παρόλο που το νησί δεν διαθέτει κρυψώνες ή αθέατα σημεία, εξαφανίζεται ολωσδιόλου, λες και άνοιξε η Γη και την κατάπιε. Αυτή η μυστηριώδης εξαφάνιση, που εκ πρώτης όψεως μοιάζει παντελώς ανεξήγητη κι αλλοπρόσαλλη, είναι στην πραγματικότητα η μόνη λογική απόρροια του κόσμου στον οποίο κατοικούν οι ήρωες της ταινίες. Παραδομένοι σε μια ζωή τόσο υποκριτική και ξέπνοη, ακροβατούσαν ούτως ή άλλως στον γκρεμό της ανυπαρξίας, κατά βάθος πρόθυμοι να εξαϋλωθούν, να σβήσουν και να χαθούν.
Στις αμήχανες στιγμές μιας μάλλον προσχηματικής αναζήτησης, οι άνθρωποι κινηματογραφούνται θαρρείς και στριμώχνονται να χωρέσουν στο τοπίο. Παγιδευμένοι από τα απόκρημνα βράχια, απειλούμενοι από την ορμητική θάλασσα, έτοιμοι να γίνουν μια χαψιά από τον μουντό ουρανό. Είναι φιλοξενούμενοι σε αυτό το σκηνικό, το οποίο τους καταπίνει αργά αλλά σταθερά. Η φύση είναι προϋπάρχουσα κι αιώνια, αυτοδίκαια ομόρφη και σκληρή, και ουδόλως νοιάζεται για τους εφήμερους ανθρώπους και τα ευτελή τους πάθη και λάθη.
Κάποια στιγμή, ακούγεται ένα πλοίο στο βάθος, το οποίο ίσως και να βλέπουμε φευγαλέα, ίσως και όχι. Eπτά χρόνια αργότερα, στο μεγαλειώδες Blow-Up (1966), ο Αντονιόνι θα παιχνιδίσει ακόμη περισσότερο με την έννοια και τη γοητεία της φευγαλέας εντύπωσης. Αληθινή εικόνα ή μια ψευδαίσθηση; Κι αν πρόκειται για ψευδαίσθηση, τι είναι αυτό που την προκαλεί; Το μάτι ή το μυαλό; Η Άννα βρήκε κάποιον φρικτό θάνατο ή απλώς επιβιβάστηκε σε ένα άλλο πλοίο, ρίχνοντας μια για πάντα μαύρη πέτρα σε μία ζωή που δεν της προσέφερε τίποτα το αληθινό; Δεν θα μάθουμε ποτέ και πολύ σύντομα όλοι οι άμεσα εμπλεκόμενοι θα χάσουν κάθε ενδιαφέρον για την τύχη της εξαφανισμένης γυναίκας.
Ο πατέρας της αγνοούμενης σπεύδει στο νησί χωρίς καμία διάθεση να καμουφλάρει την ενόχλησή του. Έχει, εξάλλου, σημαντικότερες δουλειές από τα παιδιάστικα νάζια. Ο Σάντρο και η Κλαούντια, δίχως το παραμικρό πάθος, θα συνδεθούν σχεδόν ρομποτικά, αποστειρωμένα και μηχανικά. Στο σύμπαν του Αντονιόνι οι άνθρωποι είναι έτσι κι αλλιώς σημαδούρες, καλύπτουν τον χώρο που αδειάζει, συμπληρώνουν τα κενά.
Πότε πότε, πασχίζουν να γοητεύσουν, να επιβληθούν, να δείξουν όμορφοι, ευτυχισμένοι και αρεστοί όταν τα βλέμματα καρφώνονται πάνω τους, μόνο και μόνο για να αποσυρθούν ράθυμα όταν δεν αποτελούν πλέον θέαμα. Τούτη εδώ είναι μια Περιπέτεια χωρίς κορύφωση, χωρίς συγκρούσεις και διλήμματα, χωρίς την ανάγκη για λύτρωση και απαντήσεις. Μια μελαγχολική έρημος, γεμάτη απουσία, όπου κανείς δεν κινδυνεύει και κανείς δεν σώζεται ποτέ.