Reviews Fanny and Alexander (Fanny och Alexander, 1982)

26 Δεκεμβρίου 2022 |

0

Fanny and Alexander (Fanny och Alexander, 1982)

Σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Παίζουν: Εύα Φρόλινγκ, Γκουν Βάλγκρεν, Γιαν Μάλμσο

Διάρκεια: 186′

Σουηδία, 1907. Η Φάνι και ο Αλέξανδρος, νεαρά μέλη μίας πολυμελούς ευρύτερης οικογένειας βρίσκονται με τους γονείς τους, Έμιλι και Όσκαρ, στο σπίτι της γιαγιάς τους, μητριαρχικής φιγούρας και διάσημης ηθοποιού, για το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν. Τα νεότερα αδέρφια του πατέρα τους, ο αποτυχημένος καθηγητής Καρλ με την όχι ιδιαίτερα δημοφιλή στην οικογένεια Γερμανίδα σύζυγό του και ο γραφικός και προδήλως άπιστος Γκούσταβ, με την απείρως ψύχραιμη σύντροφό του, βρίσκονται επίσης εκεί. Όλο το συγγενολόι μαζί με το προσωπικό του δίνουν την αίσθηση ενός δυσλειτουργικού πλην ελεύθερου συνόλου, προκαλώντας ένα πηγαίο χαμόγελο στα χείλη των δύο παιδιών.

Όταν όμως ο Όσκαρ, κληρονόμος του θεατρικού γονιδίου της οικογένειας, καταρρέει μπροστά στους εμβρόντητους συγγενείς του στη διάρκεια μίας πρόβας στο οικογενειακό θέατρο όπου υποδυόταν τον Άμλετ, οι τύχες των δύο παιδιών αρχίζουν να παίρνουν άσχημη τροπή. Λίγο αργότερα, ο πατέρας τους πεθαίνει και η Έμιλι αποφασίζει να δεχτεί την πρόταση γάμου του ιερωμένου Έντβαρντ Βεγκέρους, θεωρώντας πως αυτό θα ήταν προς όφελος τόσο της ίδιας όσο και των ανήλικων παιδιών. Η παρουσία του ιερέα, όμως, στη ζωή της οικογένειας αποδεικνύεται προβληματική. Η καταπιεστική, θρησκόληπτη φύση του τον ωθεί σε τυραννικές επιλογές και η Φάνι με τον Αλέξανδρο βιώνουν για πρώτη φορά τον βασανιστικό εκφοβισμό και τη βία ως μέθοδο διαπαιδαγώγησης. Μόνη τους αντίσταση η δύναμη της αθώας παιδικής φαντασίας τους.

Ο κολοσσιαίος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν φιλοτεχνεί σε αυτό το φιλμ, το οποίο προοριζόταν για κύκνειο άσμα του, μία ταινία βγαλμένη από βιβλία ανθολογίας της ανθρώπινης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Βαδίζοντας προς τη δύση της καριέρας του, ανακηρύσσει θριαμβευτικά την Φαντασία –δηλαδή την Τέχνη– ως συνεκτικό κρίκο της πραγματικότητας. Βλέπει σε αυτήν το μοναδικό πεδίο στο οποίο ο άνθρωπος μπορεί να υπερβεί τα εγγενή όριά του, τη θνητότητα και τη μικρότητά του. Σ’ έναν ανθρώπινο παράδεισο που έρχεται σαν αντιστάθμισμα της θεϊκής προδοσίας, της εμβληματικής κενότητας που δημιουργεί η απουσία του Θεού και του απάνθρωπου πόνου που κουβαλά η εφαρμογή των κανόνων που εφηύραν οι αυτόκλητοι ερμηνευτές του.

Ο Μπέργκμαν τοποθετεί ένα κομμάτι από τον εαυτό του σε κάθε ανδρικό χαρακτήρα του έργου. Τα μάτια του όμως τα φυλά για τον Αλέξανδρο, που αποτελεί ίσως την ομορφότερη καταγεγραμμένη προβολή του δημιουργού σε χαρακτήρα του έργου του. Η παιδική ματιά του Αλέξανδρου χαρίζει στον ίδιο και ταυτόχρονα στον θεατή μία sui generis άφεση για αμαρτίες που δεν είναι δικές του, αλλά τον ταλαιπωρούν σαν να ήταν. Η αθωότητα ενός παιδιού είναι αυτό που διασώζει τη ζωή του ενήλικα από την εκκωφαντική έλλειψη νοήματος. Η θεραπευτική φαντασία του αντικαθιστά τον καθολικό Θεό-τιμωρό που βλέπει και κρίνει κάθε σκέψη με την ανακουφιστική ελευθερία. Ακόμα και η θνητότητα, μέσα από τα παιδικά μάτια, είναι απλώς μία μετάλλαξη και όχι ένα οριστικό τέλος.

Αυτοβιογραφικό με την έννοια της ενδοσκόπησης, το φιλμ του Μπέργκμαν μοιράζεται σε δύο κόσμους που συγκροτούν ένα ισχυρό αντιθετικό δίπολο. Ο πρώτος, αυτός των Έκνταλ, ρομαντικός, κατακόκκινος και με μπαρόκ αισθητική, μία σκηνογραφική εξτραβαγκάντζα. Ο δεύτερος, αυτός του ιερέα Βεργκέρους, μινιμαλιστικός, σκοτεινός, σε τόνους ενός λευκού που παραπέμπει σε σωφρονιστικό ίδρυμα γοτθικής αυστηρότητας.

Τα δύο περιβάλλοντα αντανακλούν απόλυτα τις ψυχικές διακυμάνσεις των παιδιών. Από την ασφάλεια της οικογενειακής θαλπωρής με όλες τις γκρίζες ηθικές τις ζώνες στον βάναυσο κόσμο της εκδικητικής τιμωρίας του πουριτανισμού. Με την ταινία να οδηγείται σε ένα συγκλονιστικό κυκλικό σχήμα, ο κινηματογραφικός χώρος γίνεται ο ίδιος αφήγηση, μέσα από τη σπουδαία δουλειά του θρυλικού διευθυντή φωτογραφίας Σβεν Νίκβιστ και την απαράμιλλη καλλιτεχνική διεύθυνση των Άννα Ασπ και Σουζάνα Λιντχάιμ.

Στο συγκεκριμένο φιλμ, ο Μπέργκμαν βαδίζει σε ξεκάθαρα σαιξπηρικά μονοπάτια. Από τα φαντάσματα που ταλανίζουν το θυμικό του παιδιού μέχρι το δραματικό φινάλε, η αφηγηματική διάρθρωση της ταινίας παραπέμπει σε μία ιστορία που εντάσσεται στο σύμπαν του Άμλετ, με τα ηθικά διλήμματα και τον αρχετυπικό κακό πατριό. Τούτο σηματοδοτεί και την απομάκρυνσή του από τις πεπατημένες οδούς της εργογραφίας του.

Η απόφαση του Μπέργκμαν να εγκαταλείψει το σύνηθες ύφος του δίνοντας τον πρώτο λόγο στη μαγεία και τη φαντασία και εντάσσοντας δραματουργικά στοιχεία που δεν αποτελούν χαρακτηριστικά του (όπως το χιούμορ που κατέχει σημαντικό ρόλο στην ταινία, τα παιδιά σε πρωταγωνιστικούς ρόλους) φαντάζει αξιοπερίεργη. Και όμως, ο σπουδαίος Σουηδός πλησιάζοντας προς το τέλος της τεράστιας καριέρας του επιλέγει να δημιουργήσει την πιο προσιτή του ταινία.

Το Φάνι και Αλέξανδρος συνιστά τη βαθιά προσωπική υπόκλιση του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στην τέχνη που με πάθος υπηρέτησε. Ο άνθρωπος που μεγαλούργησε σε ασπρόμαυρους τόνους κρατούσε για το φινάλε ένα βαθιά κρυμμένο πολύχρωμο ευχαριστήριο γράμμα για τον κινηματογράφο, που του επέτρεψε να διαφύγει από τους προσωπικούς του δαίμονες, που δέχτηκε αβασάνιστα τη φαντασία του και φρόντισε να αποδειχθεί φιλόξενος για κάθε του σκέψη. Και για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, χρειάστηκε να επιστρατεύσει το αγνό παιδικό βλέμμα που τον οδήγησε στο σύμπαν της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που τον βοήθησε να επιβιώσει από την καταπίεση του σπιτιού του, που τον ακολουθούσε σε κάθε του μεγαλούργημα. Υπό αυτή την οπτική, πρόκειται πιθανώς για την πιο συγκλονιστική ταινία για την ίδια την τέχνη που γυρίστηκε ποτέ.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑