«Ο Θεός υπάρχει και ζει στις Βρυξέλλες». Το δίχως άλλο, αυτό αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κινηματογραφικά concepts των τελευταίων ετών. Η θεόπνευστη έμπνευση ήταν από την αρχή παρούσα στην 7η τέχνη και δε θα μπορούσε να λείπει σήμερα που ο δυτικός άνθρωπος αισθάνεται να εξαντλείται από την απουσία του Θεού. Αν ο Θεός ζούσε σήμερα, θα έπρεπε να έχει εγκαταλείψει προ πολλού την ανθρωπότητα στη μοίρα της. Αλλιώς, ο Θεός δεν μπορεί να είναι τόσο καλός όσο μας έμαθαν. Αυτός ο πυρηνικός προβληματισμός του ανθρώπου αποτελεί το θεμέλιο λίθο της ταινίας του Ντορμέλ.
Ο Θεός του έργου δεν έχει λοιπόν καμία σχέση με αυτόν που υπάρχει στα θρησκευτικά βιβλία. Πίνει μπύρες, είναι ατομιστής, αντλεί ικανοποίηση από τον πόνο του ανθρώπου και μισεί τον εαυτό του. Εκτός από τον Ιησού, έχει και ένα ακόμα παιδί, τη μικρή Έα, η οποία αισθάνεται βαθύτατα ενοχλημένη από το πώς ο πατέρας της προσεγγίζει το ρόλο του. Έτσι, όταν βρίσκει την ευκαιρία και σε αγαστή συνεργασία με τον αδερφό της, τρυπώνει στο γραφείο του πατέρα της και βρίσκει τον υπολογιστή του, με τον οποίο αυτός ελέγχει τα πάντα. Αποφασίζει λοιπόν να στείλει σε όλους τους ανθρώπους ένα μήνυμα με την ημερομηνία θανάτου τους, προκαλώντας αδιανόητες αντιδράσεις στον κόσμο τους. Στη συνέχεια, αποφασίζει να κατέβει στη γη και να αναζητήσει τους δικούς της αποστόλους για να γράψει αυτό που θα αποτελέσει τον νέο οδηγό και κώδικα διαβίωσης: την ολοκαίνουρια διαθήκη.
Ο Ντορμέλ παρουσιάζει τον Θεό καθ’ εικόνα και ομοίωση του σημερινού δυτικού άνδρα, χαρίζοντας ουκ ολίγες κατάμαυρες στιγμές γέλιου. Ένας τέτοιος Θεός, ανάξιος και μικρός, διαθέτει έναν μόνο τρόπο για να διατηρεί υπό τον πλήρη έλεγχό του τον άνθρωπο. Την άγνοια του τελευταίου για το τέλος του και το μεταφυσικό φόβο που την περιβάλλει. Έτσι, όταν η Έα ειδοποιεί τον άνθρωπο για την ακριβή στιγμή του τέλους του και κατεβαίνει να συνυπάρξει μαζί του, στην ουσία τον απελευθερώνει από τα δεσμά του ιλαροτραγικού του δεσπότη. Ο άνθρωπος που μαθαίνει το τέλος του επαναστατεί υποχρεωτικά απέναντι στα καθιερωμένα γιατί αντιλαμβάνεται πια το περιορισμένο του χρόνου του οπότε δε διαθέτει την πολυτέλεια να τον ξοδέψει. Ο σκηνοθέτης επισημαίνει ότι η λογική σκέψη του ανθρώπου, μολονότι αποτελεί το δυνατότερό του σημείο και την ειδοποιό του διαφορά από τα υπόλοιπα ζώα, είναι και αυτή με τη σειρά της πεπερασμένη και δε μπορεί παρά να σαστίζει στη θέα της ανυπαρξίας.
Οι 6 απόστολοι που συναντάει η Έα διαθέτουν από μια χαρακτηριστική ιστορία και στις ιστορίες αυτές χωράει και η απαραίτητη δόση στοργής της ταινίας. Η Έα, στην περιδιάβαση της έξω απ’ τον «Παράδεισο», έρχεται αντιμέτωπη με τον πόνο του ανθρώπου, που παίρνει πολλές μορφές. Παιδικά τραύματα, σεξουαλική καταπίεση, ανελευθερία είναι μόνο μερικά από τα προβλήματα που οι απόστολοι της Έα αρνούνταν να αντιμετωπίσουν, πριν ειδοποιηθούν για τον ερχομό του τέλους. Η κόρη του Θεού καλείται να ακούσει τη γλυκιά μουσική που κρύβει ο καθένας από αυτούς στην καρδιά του, να τους προσεγγίσει και να τους απελευθερώσει μέσα από τις απλές σωκρατικές της ερωτήσεις.
Το μόνο αληθινό μελανό σημείο της ταινίας του Ντορμέλ είναι ο υπερβολικός εξπρεσιονισμός, ο οποίος δίνει την αίσθηση ότι δεν είχε πάντα στο νου του το ποιος είναι ο χαρακτήρας της ταινίας του. Τα παϊθονικά σκετς με πρωταγωνιστή το φαιδρό Θεό εναλλάσσονται με στιγμές εμβάθυνσης στους περιφερειακούς ήρωες που ντύνονται από κλασική μουσική και δημιουργούν αβίαστα συγκινησιακό κλίμα. Έτσι, το έργο μοιάζει σε μερικά σημεία να παρουσιάζει κάποια μικρά προβλήματα στο ρυθμό και να μην είναι σε πλήρη επαφή με την ουσία του, η οποία πάντως παραμένει γλυκιά, πρωτότυπη και πέρα έως πέρα ανθρώπινη, μακριά από την αρχική και αναγκαία επικράτηση του κατάμαυρου χιούμορ και του κυνισμού. Η σκηνοθετική του προσέγγιση πάντως είναι εύστοχη καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, καθώς με τα πλάνα που επιλέγει πότε κάνει τον θεατή να αισθάνεται ένας από τους πρωταγωνιστές και πότε ότι τους παρακολουθεί αφ’ υψηλού, σαν άλλος Θεός.
Στην ολοκαίνουρια διαθήκη, ο άνθρωπος έπλασε τον Θεό και αυτός υπέπεσε στα δικά του προπατορικά αμαρτήματα. Μετά την ηχηρή αποτυχία του ανθρώπου να διαμορφώσει τους όρους της συνύπαρξης στον κόσμο όπως θέλει, καλείται να τα δημιουργήσει όλα απ’ την αρχή, με το βλέμμα στραμμένο στην ελευθερία. Άλλωστε, το μεγαλύτερο δημιούργημα του ανθρώπου δεν είναι άλλο από τον Θεό και ως τέτοιο δεν θα μπορούσε να λείπει από την καινούρια κοσμογονία. Έστω σαν αντιπρότυπο.