Reviews …Μέχρι το πλοίο

26 Νοεμβρίου 2018 |

0

…Μέχρι το πλοίο

Πόδια που σέρνονται σε μια κακοτράχαλη πλαγιά. Ένας κουρνιαχτός σκόνης και εγκατάλειψης. Ένα σαρκίο που κατακρημνίζεται μπουλουκηδόν. Μια ανθρώπινη κοτρόνα που κατρακυλά χωρίς σταματημό σε μία άγρια κατηφόρα. Σε αυτό το σύμπαν γεμάτο ανέκφραστο σαράκι και ανείπωτο μαράζι, το άχθος είναι συνώνυμο όχι της ανηφόρας, που κυοφορεί μέσα της την ελπίδα της ανταμοιβής, αλλά ταυτισμένο με τον ξέχειλο κατήφορο του αποπροσανατολισμού. Μια πορεία αναπόδραστη και προδιαγεγραμμένη. Σαν φυσικό φαινόμενο που συντελείται με όρους νομοτελειακούς, χωρίς να λογαριάζει για τα ερείπια που αφήνει πίσω του.

Ο τερματικός σταθμός της πορείας είναι η θάλασσα, η οποία έχει πλέον απογυμνωθεί από τον συμβολικό μανδύα της φυγής και της ελευθερίας. Η θάλασσα δεν έχει ποτέ νόημα δίχως μια στεριά που να την συντροφεύει ως συμπλήρωμα, ως αντιστάθμισμα. Στον κόσμο του Αλέξη Δαμιανού, οι άνθρωποι περιφέρονται ακρωτηριασμένοι, λειψοί, αδειανοί.

Αρχετυπικά πιόνια μιας αβάσταχτης συντριβής, μιας αιώνιας αμαρτίας, μιας μονίμως ατελούς περιπλάνησης. Ναυαγοί σε ένα κατάστρωμα που μοιάζει με ερημονήσι. Ο κεντρικός ήρωας, που ενσαρκώνει ο ίδιος ο Δαμιανός, θα φτάσει μέχρι το τέλος, Μέχρι το πλοίο. θα εκπληρώσει το πεπρωμένο του, που ισοδυναμεί με την πλήρη εκμηδένιση του ατομικού και συλλογικού ριζικού.

Επεισόδιο πρώτο, στο σιδεράδικο, που ξεπροβάλλει θαρρείς σαν αυθεντική βουνίσια φύση. Ένα μάταιο και φευγαλέο ξαπόσταμα, ένα στερνό γράπωμα. Με κουβέντες σκόρπιες, σχεδόν σαν πνιγμένες κραυγές. Με σερνάμενες βυζαντινές ψαλμωδίες, μουρμουρητά ενός μουγκού θεού, φορείς και κατάλοιπα της πρόσμιξης ενός δωρικού χριστιανισμού μπολιασμένου με παγανιστικές δοξασίες.

Ένα κρυφτό μεταξύ σκιάς και φωτός, ένα ντελίριο από εσοχές, γωνίες. Μια συνθήκη μέθεξης, όπου το σώμα αποκτά διαστάσεις μυθικές και αλληγορικές, κάτω από τους ήχους ενός σφυριού που ηχεί σαν μονότονη θεϊκή τιμωρία. Η πάλη των δύο ανδρικών κορμιών συντονισμένη σε ταλαντώσεις μυσταγωγικές, ένα πρωτόγονο πάθος, μια λαχτάρα για ύβρι και αρπαγή. Ο τελετουργικός κύκλος θα επισφραγιστεί αμετάκλητα στη μυστηριακή σκηνή του δαχτυλιδιού. Η τιμή έχει δια παντός χάσει την υπόστασή της, η μάχη δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα στιβαρό μοιρολόι.

Επεισόδιο δεύτερο, στον κάμπο. Η ατέλειωτη πεδιάδα, μια ανοιχτωσιά που καταπνίγει αντί να ανακουφίζει. Το σκληροτράχηλο ορεινό μισοσκόταδο διαδέχεται ένα καυτερό φως που εξαϋλώνει τα πάντα, σε ένα ασκεπές και απροστάτευτο ατελείωτο ισιάδι. Η κινηματογράφηση, ξάφνου, αλλάζει απότομα μοτίβο. Απομακρύνεται από τους τεμαχισμούς του χώρου, τις μετωπικές συγκρούσεις βλεμμάτων, την τρεμάμενη ακροβασία πριν το φευγιό. Πλέον, βρισκόμαστε σε ένα κόσμο ζάλης και ιλίγγου, σε μια διαρκή ξύπνια μέθη που αποπνέει την οδύνη των πρώτων στιγμών του ξεριζωμού.

Ένα διονυσιακό όργιο ανολοκλήρωτης απελευθέρωσης από τα δεσμά, με ξέφρενη και βία σεξουαλικότητα. Ο ήρωάς μας άγεται και φέρεται, δέσμιος στο άρμα ενός προκαθορισμένου, και πάλι, προορισμού. Η αγάπη που τόσο λαχταρά, προκειμένου να βρει ένα δεκανίκι στεριώματος, προσωποποιείται και πάλι στο πρόσωπο μιας γυναίκας και για μία ακόμη φορά γλιστρά μέσα από τα δάχτυλά του. Την πρώτη φορά ως αδιαπραγμάτευτη υποταγή και στατικότητα, τη δεύτερη φορά ως στροβιλιζόμενη φυγή προς μια ελεύθερη φυλακή ξεπουλήματος και εκδούλευσης. Ο κάμπος φλέγεται και ο ήρωάς μας, σαν κυνηγημένο και δαρμένο ζώο, στρέφεται προς το αστικό λιμάνι.

Επεισόδιο τρίτο, στο λιμάνι του Πειραιά. Στη γκρίζα τάφρο της μικροαστικής μιζέριας, στο οριστικό νεκροταφείο της αποκοπής από τον ομφάλιο λώρο της πρωτόγονης αξιοπρέπειας. Ο ήρωάς μας ξυρίζεται, ξεφορτώνεται με απροθυμία τα βαρίδια του πρότερου βίου, αναγνωρίζει μετά βίας τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ολοκληρωτικά ηττημένος, άνευ όρων συνθηκολογημένος. Αντικρίζει με δέος και φόβο πρωτόπλαστου το πνιγηρό θέαμα ενός νεκρού, εντούτοις απέθαντου, συζυγικού κουφαριού.

Το φως περνά από τον ανοιχτό δίαυλο της συνδιαλλαγής με το σκότος (βουνό) και την απέραντη και πυρίκαυστη διάχυσή του (κάμπος) σε ένα καθεστώς πένθιμης αντηλιάς. Η μάχη των σωμάτων εκκινεί μέσα από το αρχέτυπο μυστήριο (μονομαχία των δύο ανδρών στο βουνό), μετακυλίεται στο βακχικό παραλήρημα (φλογερό πάθος της μαινάδας γυναίκας στον κάμπο) και καταλήγει στην «ασώματο» κόλαση της πόλης: στην παγιωμένη απομάκρυνση των δύο σωμάτων, το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσά τους. Η κινηματογράφηση είναι ασφυκτική, αγχωμένη, στριμωγμένη και υποτακτική, σύμφυτη με το δηλητήριο του ευτελισμού και της απώλειας της ταυτότητας.

Οι ήρωες του Δαμιανού είναι δια βίου και εγγενώς ανέστιοι, καταδικασμένοι σε μια φυγή προς το κενό. Η δική τους «πατρίδα» παίρνει τη μορφή ενός υπερωκεάνιου που σαλπάρει προς το άγνωστο με μόνη βάρκα την απώλεια της βασανιστικής ελπίδας.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑