Σκηνοθεσία: Φρανκ Ντάραμποντ
Παίζουν: Τιμ Ρόμπινς, Μόργκαν Φρίμαν, Μπομπ Γκάντον, Τζέιμς Γουίτμορ
Διάρκεια: 142’
Ξεκινώντας, επιτρέψτε μας μια μικρή παρέκκλιση από το λαϊκό αίσθημα: ο ελληνικός τίτλος της ταινίας δεν συνιστά τόσο φρικτό έγκλημα όσο του έχει καταλογιστεί εδώ και δεκαετίες (με βασική κατηγορία εκείνη του spoiler). Ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πως η ταινία είναι βασισμένη στη νουβέλα που έγραψε το 1982 ο Στίβεν Κινγκ, με τίτλο Rita Hayworth and the Shawshank Redemption. Ο πρωτότυπος αμερικάνικος τίτλος «έφαγε» τη Ρίτα Χέιγουορθ και έμεινε νέτα-σκέτα The Shawshank Redemption, θέτοντας δυσεπίλυτα προβλήματα στην ελληνική διανομή, η οποία κατέληξε σε έναν υβριδικό τίτλο που αντλεί στοιχεία τόσο από την πλοκή της ταινίας όσο και από τον τίτλο του διηγήματος. Ίσως μπορούσε να είχε γίνει καλύτερη δουλειά -η ελληνική απόδοση του Shawshank Redemption είναι κάθε άλλο παρά εύκολη- αλλά σε καμία περίπτωση ο ελληνικός τίτλος δεν είναι ουρανοκατέβατος ή εξωφρενικός. Αν πάρετε μάλιστα τον χρόνο για μια γρήγορη ανασκαφή στις ελληνικές αποδόσεις ξένων ταινιών θα συναντήσετε πολύ πιο εξωφρενικά μαργαριτάρια, με κορυφαίο όλων -κατά την ταπεινή μας γνώμη- το αμίμητο και ανεκδιήγητο Οι ατσίδες με τα μπλε, ως απόδοση του The Blues Brothers (1980).
Την εποχή που βγήκε στις αίθουσες η ταινία, και παρά τις 7 οσκαρικές της υποψηφιότητες (οι οποίες βέβαια αποδείχτηκαν ατελέσφορες, με τελικό απολογισμό 0/7) και τις θερμές κριτικές, πάτωσε εισπρακτικά, διαγράφοντας αποκαρδιωτική πορεία στο αμερικάνικο box office. Έναν χρόνο αργότερα, είχε γίνει viral (για χρησιμοποιήσουμε λίγο αναχρονιστικά τον όρο) στους κύκλους της VHS κοινότητας, ενώ η αγορά των δικαιωμάτων της από το τηλεοπτικό δίκτυο TNT, το 1997, εκτόξευσε την απήχησή της. Ο σκηνοθέτης Φρανκ Ντάραμποντ, που μάλλον αγαπούσε ιδιαίτερα τις prison stories και τον Στίβεν Κινγκ, αν αναλογιστεί κανείς ότι σκηνοθέτησε και το The Green Mile πέντε χρόνια αργότερα, χτίζει την πλοκή του με υπομονετικά σκαλοπάτια σε ένα κατεξοχήν άχρονο περιβάλλον. Το The Shawshank Redemption τρυπώνει στα άδυτα μιας φυλακής υψίστης ασφαλείας και, ακριβώς όπως οι πρωταγωνιστές του, εκμεταλλεύεται όλο τον χρόνο που έχει στη διάθεσή του (“When those bars slam home, that’s when you know it’s for real. Old life blown away in the blink of an eye. Nothing left but all the time in the world to think about it.”).
Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των prison movies, η πλοκή δεν περιστρέφεται γύρω από κάποια υπονοημένη ή κυοφορούμενη έκρηξη. Η σκηνοθεσία του Ντάραμποντ, η φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκινς και η μουσική του Τόμας Νιούμαν απλώνονται στον χώρο και στον χρόνο, διεισδύουν στους χαρακτήρες, καταλαμβάνουν κάθε διαθέσιμη σπιθαμή, προχωρούν βήμα βήμα χωρίς να προετοιμάζουν-προετοιμάζονται για οποιοδήποτε άλμα. Η κάθε κουβέντα μετράει, το κάθε γκρο πλαν έχει νόημα, η παραμικρή αλλαγή στον φωτισμό ή στο υπόγειο μουσικό υπόβαθρο παίζει ρόλο, ενόσω η ταινία μοιάζει να ακολουθεί διακριτικά και από απόσταση μια αλήθεια που φανερώνεται λεπτεπίλεπτα και μεθοδικά. Η σπουδαιότερη πάντως πρωτοτυπία της ταινίας έγκειται σε μία μεγαλοφυή αντιστροφή της κλασικής φοράς: στην ουσία, ποτέ δεν υιοθετούμε το βλέμμα του πρωταγωνιστή στα δρώμενα, τις συγκρούσεις και τις εξελίξεις. Ενώ από την πρώτη στιγμή η ταινία μάς συστήνει τον Άντι Ντουφρέιν ως κύριο φορέα της δράσης, το στοιχείο που στην πραγματικότητα κινεί τα νήματα είναι η επίδραση του χαρακτήρα σε όσους τον περιβάλλουν, ο τρόπος με τον οποίο εμπνέει τον θαυμασμό, την απορία, το δέος, το μίσος και την αγάπη.
Ο Τιμ Ρόμπινς, σε μια από τις σπουδαιότερες ερμηνείες της καριέρας του, ενσαρκώνει έναν λακωνικό, συγκρατημένο και εσωστρεφή ήρωα που γίνεται λαλίστατος μέσα από υπόνοιες και νύξεις. Έναν φυλακισμένο που ενώ προαυλίζεται σε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα περπατά σα να μην έχει καμία σκοτούρα στον κόσμο (αρκετά ενδιαφέρον το γεγονός ότι το περπάτημα του Ρόμπινς στο Mystic River, στην ερμηνεία που του απέφερε και το Όσκαρ, είναι το ακριβώς αντίθετο: εκεί μεταμορφώνεται σε έναν άνθρωπο σκυθρωπό, που περπατά σαν να έχει ένα μικρό βουνό στην πλάτη). Το μυαλό του ταξιδεύει σε άλλες συχνότητες, σε σημείο που ο εγκλεισμός μετατρέπεται σε μια αδρή λεπτομέρεια.
Καθόλη την πορεία, κι ενώ προσπαθούμε να ταυτιστούμε με τον βασικό ήρωα, καταλήγουμε να γοητευόμαστε από μια γλυκιά περιέργεια για οτιδήποτε τον αφορά. Κι όπως συμβαίνει συνήθως, είναι εξαιρετικά πιο συναρπαστικό να μαντεύεις, να πιθανολογείς και να φαντάζεσαι από το να γνωρίζεις με πάσα βεβαιότητα. Ο Άντι βασιλεύει στη σιωπή και στην περισυλλογή, ενώ τα κίνητρά του τυλίγονται από ασάφεια, γεγονός που καθιστά τις πράξεις του ακόμη πιο βαρυσήμαντες. Καθώς δεν γνωρίζουμε ποτέ τι ακριβώς σκέφτεται, στιγμές όπως το θριαμβευτικό μειδίαμα στην ταράτσα ή η απόκοσμη βουβαμάρα σε όλο το προαύλιο όταν ο Μότσαρτ πλημμυρίζει το μουντό τοπίο της φυλακής από τα μεγάφωνα, αποπνέουν ένα απροσδιόριστο μεγαλείο.
Καθώς ο Άντι μετατρέπεται σταδιακά σε σύμβολο υπομονής και εγκαρτέρησης, σαν μια υπενθύμιση πως η προσκόλληση στις καλύτερες πτυχές του εαυτού μας και η συντροφικότητα κρύβουν μέσα τους μια αναπάντεχη ανταμοιβή, ξεπροβάλλει σταδιακά ο αληθινός οδηγός σε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας. Ο Ρεντ του Μόργκαν Φρίμαν, με τη μειλίχια φωνή και τα λιτά αποφθέγματα σοφίας, γίνεται ο βασικός φορέας της αλλαγής που προκαλεί με σχεδόν μεσσιανικό τρόπο ο Άντι. Ξάφνου, κι ενώ έχουμε ήδη αφεθεί ολόψυχα στην ιστορία του Άντι, η πορεία του Ρεντ, όπως αποτυπώνεται στις τρεις ακροάσεις από την επιτροπή αποφυλάκισης, μετατρεπεί την ταινία σε τρυφερή αλληγορία για τη ζωή που είναι πάντα αρκετά μεγάλη και αρκετά μικρή για να σου δώσει κίνητρο και φλόγα για να αρπάξεις τις (πάντα σπάνιες) δεύτερες ευκαιρίες. Μέσα σε μια 20ετία, ο Ρεντ ξεκινά από τη μηχανιστική παπαγαλία του μετανιωμένου εγκληματία που έχει αναμορφωθεί, προτού περάσει στην ειλικρινή πεποίθηση πως έχει εκπληρώσει το χρέος του απέναντι στην κοινωνία. Τελικός του προορισμός δεν είναι άλλος από την ακλόνητη ωριμότητα ενός ανθρώπου που έχει συμφιλιωθεί οριστικά με τα λάθη του, κατεδαφίζοντας κάθε τυπολατρική αντίληψη περί τιμωρίας και σωφρονισμού.
Ωστόσο, κάποιες φορές το τέλος είναι μόνο η αρχή. Ο Ρεντ δεν βλέπει πια τα κάγκελα κάθε φορά που πέφτει για ύπνο, έρχεται όμως αντιμέτωπος με την έλλειψη σκοπού και ταυτότητας κάθε πρωί που ανοίγει τα μάτια του: μια φυλακή για τους ελεύθερους, χωρίς φαντασιώσεις απόδρασης, η πιο τρανταχτή απόδειξη πως η ελευθερία είναι ζήτημα πρωτίστως εσωτερικό. Κι όμως η φιλία, για μια ακόμη φορά, θα αποδειχθεί η μόνη σωτηρία και ελπίδα. Κινηματογραφημένη από ψηλά, σαν να βγαίνει από την καρδιά του ουρανού.