Σκηνοθεία: Πίτερ Γουίαρ
Παίζουν: Ρόμπιν Γουίλιαμς, Ρόμπερτ Σον Λέοναρντ, Ήθαν Χοκ
Διάρκεια: 128′
Βερμόντ, 1959. Στην περίφημη Ακαδημία Αρρένων Γουέλτον καταφθάνει ένας νέος καθηγητής φιλολογίας, ο Τζον Κίτινγκ, ο οποίος υιοθετεί μία διδακτική μέθοδο ριζικά διαφορετική από τις πατροπαράδοτες του ιδρύματος. Δεν ενδιαφέρεται για τη στείρα γνώση, απορρίπτει την απομνημόνευση ολόκληρων τόμων και πασχίζει να εμφυσήσει στις ψυχές των λυκειόπαιδων την έμπνευση, σε αντίθεση με τις μέχρι τώρα σχολικές παραστάσεις τους που τους ήθελαν καθηλωμένους και παθητικούς.
Ο συνεσταλμένος νεοείσακτος Τοντ, ο δημοφιλής συγκάτοικός του Νιλ και μερικά ακόμα αγόρια μαγεύονται από τις καινοτόμες μεθόδους του Κίτινγκ και, ψάχνοντας γι’ αυτόν, ανακαλύπτουν πως όταν ήταν στην ηλικία τους και βρισκόταν στο ίδιο σχολείο συμμετείχε στην -αποκηρυγμένη από τη διεύθυνση του ιδρύματος- Λέσχη των Χαμένων Ποιητών. Δίχως χρονοτριβή, συστήνουν εκ νέου τη λέσχη και αρχίζουν να συγκεντρώνονται μέσα σε μία σπηλιά απαγγέλοντας εναλλάξ ποίηση, όπως ο καθηγητής τους.
Η ζωή τους εντός του ασφυκτικού σχολείου δεν είναι πια η ίδια∙ έχει ήδη φυτευτεί ο σπόρος της προσμονής, που με λίπασμα τη νεανική τους ορμή τρέπεται γρήγορα σε ολάνθιστο φυτό. Οι τελετουργικές συναντήσεις τους στεγάζουν αυτό που τόσο πασχίζουν οι μεγαλύτεροι να εξοβελίσουν από τις ζωές τους, το πάθος, και λαμβάνουν χώρα με τους δικούς τους όρους, όχι σαν κακέκτυπα του παρελθόντος.
Αφηγείται η μνημειώδης ταινία του Πίτερ Γουίαρ μία ιστορία επαναστατική; Κατά τα αρχικά φαινόμενα, σίγουρα έτσι μοιάζει, αφού περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία: ρήξη με την καθεστηκυία τάξη, σκιρτήματα που υπαγορεύονται από την άγουρη προσωπικότητα των ηρώων, προβληματισμούς που δεν ταιριάζουν σε ζωές βολεμένες, σχεδιασμένες στην εντέλεια, που απλώς αναμένουν το αναπόδραστο φινάλε τους.
Ωστόσο, αν κανείς αναζητήσει τον πυρήνα του φιλμ, όπως αναδεικνύεται από την τρυφερή κινηματογράφηση του Αυστραλού, θα διακρίνει ότι περισσότερο μοιάζει σαν καλωσόρισμα μίας νομοτελειακής αλλαγής, σαν πρελούδιο μίας γενιάς που έρχεται με ζέση να αλλάξει τα πάντα επειδή είναι η σειρά της. Το modus vivendi των γονέων τους απέτυχε, ή ακόμα και αν δεν χωρεί μία τέτοιου είδους αξιολογική κρίση, συνάντησε την ύστατη μέρα του. Ήρθε η ώρα για το επόμενο, το οποίο κατέφτασε φυσικά, με όχημα τον χρόνο που κυλά μόνο προς τα μπροστά.
Ο Κίτινγκ είναι απλώς ο αγγελιοφόρος της αλλαγής∙ αυτή κατοικεί -όπως πάντα- στις νεανικές καρδιές. Τα λόγια του καθηγητή απλώς την καλούν να βγει στην επιφάνεια, την ειδοποιούν ότι έφτασε η ώρα της. Και, μάλιστα, θυμίζουν ότι οι σύμμαχοί της είναι άχρονοι: είναι τα λόγια των ποιητών που έρχονται από μακριά για να αφυπνίσουν τις συνειδήσεις των μαθητών, να τις απελευθερώσουν από τα ολέθρια δεσμά του κομφορμισμού. Ο χρόνος ανήκει στους νέους, γιατί αυτοί έχουν το δικαίωμα να μην το φοβούνται, είναι στο πλευρό τους και σηματοδοτεί το άπειρο των δυνατοτήτων τους∙ ο ίδιος όμως δεν υπήρξε για κανέναν άπειρος, γι’ αυτό καλά θα κάνουν να κινήσουν για το ταξίδι τους, λέει ο Κίτινγκ.
Τα λόγια που κατακλύζουν το μυαλό των μαθητών, όσων τουλάχιστον συμμετέχουν στην λογοτεχνική αίρεση του Κύκλου, μετατρέπονται από αράδες στίχων σε Τέχνη, η οποία σημαίνει για τον καθένα τους κάτι διαφορετικό, ένα μέρος στο οποίο σίγουρα θα επιστρέψουν για να αναθεωρήσουν, να χλευάσουν ή να συγκινηθούν με τις παλαιές τους εκτιμήσεις.
Η Τέχνη, λοιπόν, χάρη στη διδασκαλία του Κίτινγκ, γίνεται από μέρος της σχολικής διδακτέας ύλης αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους, πηγή έμπνευσης για καθημερινά, μικρά ή μεγάλα, αδιέξοδα, και συνάμα μηχανισμός αντίστασης στο κατεστημένο. Τίκτει τα πάθη και οδηγεί σε αναζήτηση του εαυτού έξω από τη σάρκα και την ύλη, αυτού που αξιώνει βάσιμα μία ψευδαίσθηση αθανασίας.
Παρά τις όποιες αδυναμίες μπορεί κανείς να εντοπίσει στο φιλμ, όπως η απουσία γκρίζων αποχρώσεων στη χαρακτηρολογία, ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών έχει κατακτήσει επάξια το εμβληματικό στάτους που διαθέτει στη σύγχρονη αμερικανική κινηματογραφική ιστορία. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για μία από τις πιο quotable ταινίες στα χρονικά του σινεμά και ότι τα λόγια «O Captain! My Captain!», παρότι γράφτηκαν από τον Γουόλτ Γουίτμαν, πλέον ανήκουν στον Τζον Κίτινγκ και φέρνουν στο νου την τιτάνια ερμηνεία του Ρόμπιν Γουίλιαμς, μαζί με μία πρόσκληση που δύσκολα μπορεί κανείς να λησμονήσει, για μία ζωή ουσιαστική, γεμάτη, παθιασμένη και, τελικά, αληθινά δική του.