Σκηνοθεσία: Τάσος Μπούλμετης
Παίζουν: Γιάννης Νιάρρος, Μελισσάνθη Μάχουτ, Xαρά Μάτα Γιαννάτου, Μαρία Καλλιμάνη, Ταξιάρχης Χάνος, Αργύρης Ξάφης, Ομηρος Πουλάκης, Θέμης Πάνου, Ερρίκος Λίτσης, Ζωζώ Σαπουντζάκη
Διάρκεια: 99′
Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης ανήκει από καιρό στη σφαίρα του μύθου. Πολύ πριν η σημερινή Ελλάδα αρχίσει να καταφέρνει τις γνωστές πληγές στο σώμα του λαού της, η ορμή της αλλαγής είχε αφεθεί στο χρονοντούλαπο και είχε αντικατασταθεί από μια ψευδαίσθηση απόλυτης ασυλίας του καταστροφικού ατομισμού, κυριάρχου στοιχείου της ιδιότυπης πασοκικής αναρχίας που πήρε τη σκυτάλη και αντί να εγκαταστήσει τη φαντασία στην εξουσία, επέβαλε την εξουσία της στη φαντασία. Ο Τάσος Μπουλμέτης όμως δε μιλάει γι’ αυτά με το «Νοτιά». Μιλάει για τη σημασία εκείνης της στάσης στην ιστορία του ελληνισμού, εκείνης της εποχής που έκανε τα πάντα να μοιάζουν δυνατά και που έκρυβε μια πυρηνική αλήθεια, η οποία ακόμα και αν προδόθηκε, είναι σημαντικό να μην εξαφανιστεί.
Ο μικρός Σταύρος μπερδεύει τους καλούς με τους κακούς της μυθολογίας και παραλλάσσει την ιστορία κατά το δοκούν κάθε φορά που πληγώνεται, σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία, βυθισμένη στο σκοτάδι της δικτατορίας, φαντάζει έτοιμη να ξορκίσει τα δικά της φαντάσματα. Όσο περνούν τα χρόνια, ο νεαρός πια πρωταγωνιστής με τη ζωηρή φαντασία δεν εγκαταλείπει ποτέ το καταφύγιο του. Κάθε του απογοήτευση υφίσταται την επεξεργασία της νοητικής του ελευθερίας και μετατρέπεται σε μια σωτήρια παραλλαγή της πραγματικότητας. Στα χρόνια που η χούντα αποτελεί πια θλιβερή σελίδα του παρελθόντος, ο Σταύρος εισάγεται στο Πανεπιστήμιο και γνωρίζει ανθρώπους που μπορούν να κοινωνήσουν και να αναπτύξουν την αλήθεια του, αφήνοντας τους γονείς του να στέκουν απελπισμένοι, θεωρώντας πως ο γιος του πάσχει από μεταδοτική μυθοπάθεια και ίσως έχει κολλήσει και την ασθένεια κομμουνισμού.
Μέσα από την αυτοβιογραφικής χροιάς ιστορία του Σταύρου, ο Μπουλμέτης καταφέρνει να θέσει τον θεατή με γλυκό τρόπο στο ορμητικό κλίμα της εποχής. Η Ελλάδα της πρώιμης μεταπολίτευσης βίωνε τη δική της πολιτιστική επανάσταση ή τον δικό της γαλλικό Μάη και ο Νοτιάς φέρει το άρωμα της αναγέννησης. Η σύγκρουση με τις προϊσχύσασες αρχές δεν γίνεται κατ’ ανάγκη βίαια, αφού ο νέος κόσμος που προβάλλει μοιάζει αδύνατο να αναχαιτιστεί. Θα φέρει τα δικά του ερωτήματα, θα γνωρίσει τα δικά του αδιέξοδα και θα υποστεί το δικό του σμίλεμα από το χρόνο, ενώ παράλληλα θα αποτίσει και φόρο τιμής στον προηγούμενο. Ακούγεται σε κάποιο σημείο ένας από τους διανοούμενους συνομηλίκους του Σταύρου να λέει «οι παλιοί είχαν κότσια», μια ατάκα που μοιάζει ειρωνική για τον αντίστοιχης ηλικίας Έλληνα του 21ου αιώνα, που βλέπει τα χρόνια της Αλλαγής σαν την παραδείσια ελευθερία που ο ίδιος δεν πρόκειται να γνωρίσει. Σε γενικές γραμμές, η συνολική πολιτικοποίηση της εποχής παρουσιάζεται άδολη, μακριά από τη σημερινή εικόνα του παιχνιδιού εξουσίας, αλλά δεν αποτελεί αυτή καθ’ αυτή κινητήριο μοχλό εξέλιξης του φιλμ.
Δεύτερος άξονας κίνησης του έργου είναι ο έρωτας. Σε καμία περίπτωση όμως ο «Νοτιάς» δεν είναι love story. Ο έρωτας στα μάτια του πρωταγωνιστή είναι το τρυφερό και αλαφροπάτητο όχημα της ελευθερίας, είναι αυτός που κουβαλά μαζί του την ορμή της επανάστασης. Η σεξουαλική απελευθέρωση δεν παρουσιάζεται με αγοραίο τρόπο αλλά ως η φυσική απόληξη της επικράτησης της αλήθειας που έκρυβαν οι καρδιές εκείνης της γενιάς. Ο Σταύρος δεν ερωτεύεται τη Μπέτυ ή την οποιαδήποτε κοπέλα στέγασε τα συναισθήματα του. Βλέπει τον έρωτα σαν τη δύναμη εκείνη που θα σβήσει με δύο κινήσεις τα σύννεφα και θα αφήσει το καλοκαίρι του να ανατείλει, σαν ένα ταξίδι στα πέρατα της γης με πραγματικό προορισμό την εξερεύνηση της ψυχής του, απογυμνωμένης από άμυνες και περιττές ασφάλειες. Παραδίνεται λοιπόν στην έκστασή του, ξεχνώντας ότι καιροφυλακτεί ο πόνος της απογοήτευσης, ίσως γιατί ξέρει μέσα του ότι η φαντασία του είναι πάντα εκεί να τον θεραπεύσει όταν το χρειαστεί. Τελικά, ο Σταύρος ερωτεύεται την ελευθερία του έρωτα.
Στο πρώτο μέρος της ταινίας, όσο ο πρωταγωνιστής βρίσκεται στην παιδική ηλικία, κυριαρχούν οι παρεκβάσεις της φαντασίας του και η ανησυχία των γονέων και των δασκάλων του για την εξέλιξη αυτού του παιδιού που επεμβαίνει με τη σκέψη του στους μύθους του έθνους. Ενώ η σύλληψη είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, η επιμονή του σκηνοθέτη στην εικονοποιία των φαντασιώσεων του παιδιού δεν αφήνει το φιλμ να αποκτήσει να αναπτυχθεί, ενώ και τα χρησιμοποιούμενα εφέ μοιάζουν να γίνονται αισθητικός αυτοσκοπός της ταινίας. Με την ενηλικίωσή του όμως, το εγχείρημα μοιάζει να απελευθερώνεται και οι χαρακτήρες αρχίζουν να αναπτύσσονται. Οι γονείς του Σταύρου δε μπορούν μεν να επικοινωνήσουν μαζί του, τον περιβάλλουν όμως με άδολη αγάπη και γι’ αυτό και ο ίδιος δεν αισθάνεται ποτέ την ανάγκη να επαναστατήσει εναντίον τους, αλλά απλώς επιθυμεί να ανοίξει τα φτερά του.
Εξαιρετικά σύνθετος είναι ο χαρακτήρας του φωτογράφου, φίλου του πατέρα, στον οποίο ο Σταύρος πιάνει δουλειά ενώ είναι φοιτητής. Αρχικά, παρουσιάζεται και αυτός ως ένα τυπικό μέλος της προηγούμενης γενιάς, όσο όμως η ταινία βαίνει προς το τέλος της, φανερώνονται οι συνδέσεις του με τον ψυχισμό του πρωταγωνιστή που θα τον οδηγήσουν σε μια δική του, μικρής κλίμακας αλλά σπουδαίας σημασίας, επανάσταση. Ιδιαίτερα συγκινητικές είναι πάντως οι αναφορές του Μπουλμέτη στον κόσμο του σινεμά, ο οποίος θρέφει την ανίκητη φαντασία του ήρωα και του ανοίγει έναν θαυμαστό καινούριο κόσμο, του συστήνει ανθρώπους που πρόκειται να καθορίσουν τη σκέψη του και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής του. Ο κινηματογράφος άλλωστε είναι μια ψευδαίσθηση, η οποία όμως μπορεί να στρέψει το βλέμμα του θεατή στην αλήθεια, ενώ αυτό παρέμενε κολλημένο στην απτή πραγματικότητα.
Ως παραγωγή, όπως και η «Πολίτικη Κουζίνα» άλλωστε, η ταινία λάμπει και δεν κρύβει σε κανένα σημείο το προσωπικό στίγμα του δημιουργού της. Η ανάπλαση της εποχής του πουλόβερ και της διαρκούς συνέλευσης επί παντός είναι απολύτως επιτυχής, ενώ όσο το φιλμ διασχίζει τη δεκαετία του ’70 αφήνεται να φανεί κομψά και η μέλλουσα κυρίαρχη νοοτροπία του μύλου που ακούει στο όνομα ΠΑ.ΣΟ.Κ. και άλεσε τις γνήσιες επαναστατικές ροπές του λαού. Ερμηνευτικά δεν υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο θετικά ή αρνητικά από τους βασικούς ήρωες και αφήνεται ο χώρος στα σύντομα περάσματα να δώσουν στο φιλμ μια παραπάνω αίγλη, με πρώτο όλων τον Αργύρη Ξάφη και δεσπόζουσα φιγούρα την αειθαλή Ζωζώ Σαπουντζάκη. Όπως ήταν αναμενόμενο, το φλερτ με το μελό είναι έντονο και συνεχές, όμως το συνολικό αποτέλεσμα δεν εκβιάζει τη συγκίνηση, αλλά παραδίνεται στη νοσταλγία με τρυφερό και αληθινό τρόπο, μέσα από τη σπουδαία φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή.
Ακόμα και αν οι χαρακτήρες θα μπορούσαν να είναι πιο ολοκληρωμένοι και παρότι σε κάποια σημεία ο διάλογος της ταινίας μοιάζει αφύσικος, ο «Νοτιάς» δεν παύει να είναι μια κινηματογραφική πράξη εκδήλωσης αγάπης για μια εποχή που χάθηκε σ’ έναν κόσμο που την πρόδωσε. Μιλάει με τις πιο γλυκές λέξεις για το μικρό διάλειμμα ελευθερίας που βίωσε ο λαός αυτής της χώρας ανάμεσα σε πίκρες και ηθικές ήττες. Δομείται σαν ταινία ενηλικίωσης, αλλά στην ουσία είναι ακριβώς το αντίθετο. Μια ταινία αντίστασης στην ενηλικίωση που αγκαλιάζει το θεατή για να του ψιθυρίσει ότι όσο το μυαλό του μπορεί να φτιάχνει ταξίδια, η ψυχή του θα λάμπει και θα φωτίζει το δρόμο μέσα στο σκοτάδι της πραγματικότητας. Άλλωστε, η «φαντασία είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση της επιθυμίας».