Απόντες (1996)

Σκηνοθεσία: Νίκος Γραμματικός

Παίζουν: Κωνσταντίνος Σταρίδας, Αιμίλιος Χειλακης, Νίκος Γεωργάκης, Τάσος Νούσιας, Άρτο Απαρτιάν, Βαγγέλης Μουρίκης, Μηνάς Χατζησάββας, Αντώνης Αντωνίου, Γιώργος Ευγενικός

Διάρκεια: 115′

Ιούνιος του 1987, ένα επαρχιακό καφενείο, η καλοκαιρινή ανεμελιά που δροσίζει το μυαλό και αλαφραίνει την καρδιά. Στην τηλεόραση, ο θρίαμβος της εθνικής μπάσκετ στο Ευρωμπάσκετ του ’87, ιαχές, φωνές, καρδιοχτύπι, τσουγκρίσματα, γέλια. Μια αγαπημένη παρέα που υποδέχεται το πιο εκλεκτό της μέλος, το οποίο επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο. Την αγάπη την αντιλαμβάνεσαι από τα μικρά και αδιόρατα, δεν χρειάζονται εκρήξεις και καμώματα: τα δοτικά αγγίγματα, η γλυκιά αμηχανία, τα θερμά βλέμματα σού λένε ό,τι χρειάζεται να γνωρίζεις. Έξι φίλοι, σε μια βραδιά ατελείωτης χαράς, απολαμβάνουν την κορυφή της φιλίας τους. Αγναντεύουν τα όνειρά τους από ψηλά, χωρίς να διανοούνται τη φθορά και τη συνθηκολόγηση, τους είναι πέρα για πέρα αδύνατον να αντιληφθούν πως το μόνο που ξανοίγεται μπροστά τους είναι η άγρια κατηφόρα. Από εδώ και πέρα, όλα θα μοιάζουν λίγο πιο θολά, λίγο πιο ξεθωριασμένα, η γυαλάδα της νιότης, της δίψας και της αφέλειας δεν θα είναι ποτέ ξανά τόσο λαμπερή.

Ο Νίκος Γραμματικός φτιάχνει μια ταινία που συλλαμβάνει τον νεκρό χρόνο ανάμεσα στην παρουσία και στην απουσία. Οι έξι ήρωές του αποτραβιούνται σιγά σιγά όχι ακριβώς από τα όνειρα που δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα, αλλά από την εποχή που επιτρεπόταν ακόμη η ονειροπόληση. Ο καθένας δέσμιος μιας διαφορετικής παγίδας, όλοι τους όμως καταδικασμένοι να πληρώσουν ένα σκληρό αντίτιμο: της αλαζονικής φιλοδοξίας, του ασφυκτικού συμβιβασμού, της νερόβραστης ατολμίας, του υπέρμετρου ρομαντισμού, των λανθασμένων επιλογών, της ματαιόδοξης επαναστατικότητας. Οι έξι φίλοι ιδιωτεύουν και εξανδραποδίζονται, μπλέκουν στις Συμπληγάδες εκείνες όπου η φιλία γίνεται τροχοπέδη παρά ευλογία και το παρόν βιώνεται μονάχα ως ματαιωμένο παρελθόν. Και καταλήγουν φιλοξενούμενοι και επισκέπτες στην ίδια τους τη ζωή, μικροκακοποιοί της ευτυχίας αντί για δολοφόνοι της μιζέριας.

Ο Γραμματικός γραπώνει σπαρακτικά τις ανεπαίσθητες αλλαγές στην ισορροπία δυνάμεων, τις κυοφορούμενες συγκρούσεις, τις αδιάκοπες μικρές ήττες. Το πασχαλινό τελετουργικό που σβήνει και χάνεται (μονάχα οι δύο από τους τρεις «ανώριμους» αντιμετωπίζουν κατάματα τους «ώριμους», ο τρίτος, ως αθεράπευτα ρομαντικός αρνείται να αντικρίσει την αλήθεια και ρεμβάζει μακριά). Η εφήμερη συμφιλίωση στη σκηνή των γενεθλίων (με έναυσμα, παρακαλώ, το Bananas του Γούντι Άλεν). Η αλλαγή ρότας και η επικράτηση μιας νέας τάξης πραγμάτων όπως διαφαίνεται μέσα από τα παιχνίδια μπάσκετ της παρέας. Η αυθόρμητη κατάρρευση του πιο «αμοραλιστή» της παρέας στο άκουσμα της τραγικής είδησης: όσο και να μην του φαινόταν, ήταν ο μόνος που βρήκε το συναισθηματικό απόθεμα για να ξεσπάσει σε δάκρυα. Πάνω απ’ όλα, η συναισθηματική σχάση της φωτογραφίας με τα άδεια μπουκάλια και τα παραγεμισμένα τασάκια. Οι Απόντες που υπήρξαν κάποτε παρόντες, σαν σκιές που άφησαν ένα εφήμερο χνάρι: για να εξαφανιστείς, εξάλλου, πρέπει πρώτα να έχεις υπάρξει.

Ιερός τόπος και ταυτόχρονα βάλτος στασιμότητας στην πιο όμορφη ιστορία παρέας του ελληνικού σινεμά, η Σαλαμίνα. Ένα επαναλαμβανόμενο σκηνικό στις ταινίες του Γραμματικού, μονίμως παρούσα, ασάλευτη και αμετακίνητη στο πέρασμα του χρόνου, σαν άφθαρτο κειμήλιο μιας νεκρής μνήμης, την ίδια στιγμή όμως καθρέφτης των αλλαγών που βάφουν γκρίζα την ελληνική πραγματικότητα. Ένα μουσειακό ερείπιο εφηβικών ονείρων, η οριστική ταφόπλακα σχέσεων που έμοιαζαν άτρωτες και ανίκητες στη δίνη του χρόνου. Σε ένα σταθερό μοτίβο που ακούγεται αχνά στο βάθος, οι πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές που βίωσε η χώρα, οι ζυμώσεις και οι μετεξελίξεις που σφράγισαν την Ελλάδα των late 80s και early 90s. Η απώλεια συντεταγμένων, ο κανιβαλιστικός μηδενισμός, η κοσμοθεωρία της στάθμισης συμφερόντων, η αυγή μιας μπερδεμένης εποχής με ακαθόριστο ηθικό πρόσημο όπου «οι καλύτεροι δεν πιστεύουν πια σε τίποτα και οι χειρότεροι είναι διψασμένοι για νίκες».

Η παρελθοντική περιδίνηση στους Απόντες λειτουργεί ως μια υπόγεια δύναμη που δεν σαρώνει αλλά σιγοτρώει, αργά και σταθερά, καθοδόν προς την τελική λήθη και την «απουσία». Σε ένα άκρως συμβολικό φινάλε, τα κλειδιά του χαμένου παραδείσου επιστρέφουν στον κάτοχό τους, με τους νέους υποψήφιους θαμώνες να περιμένουν στον προθάλαμο αναμονής: η αρχή και το τέλος συγχωνεύονται και εξαφανίζονται, σε έναν κύκλο που θυμίζει τη διαδοχή των εποχών. Μια επταετής διαδρομή με αφετηρία τον μπασκετικό θρίαμβο στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του ’87 απέναντι στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τερματικό σταθμό την ποδοσφαιρική συντριβή από την Αργεντινή στην πρεμιέρα του Μουντιάλ του ’94 (έχοντας, μάλιστα, την τιμή να δεχτούμε το στερνό γκολ του Ντιέγκο Μαραντόνα με τη φανέλα της Αργεντινής), όπου η νοσταλγία τσακίζει τη φτιαχτή ενηλικίωση. Μια ακόμη ιστορία με γλυκιά αρχή και λυπητερό τέλος βρίσκεται στα σπάργανα, σε ένα γαϊτανάκι που θα συνεχίζεται μέχρι το τέλος του χρόνου.

Did they get you to trade? Your heroes for ghosts?

Hot ashes for trees? Hot air for a cool breeze?




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑