Σκηνοθεσία: Ζαν-Πιερ και Λυκ Νταρντέν
Διάρκεια: 104’
Ελληνικός τίτλος: «Νεαρές Μητέρες»
Σε ένα ίδρυμα για ευάλωτες νεαρές μητέρες, τρία κορίτσια που έφεραν προσφάτως στον κόσμο τα παιδιά τους και μια έφηβη έγκυος αναζητούν υλική και ψυχική υποστήριξη, αλλά και απαντήσεις σε ερωτήματα που φλέγονται μέσα στις ψυχές τους. Η κάθε μία έχει τα δικά της αβάσταχτα φορτία: Η Περλά αναζητά μάταια ένα κοινό μέλλον με τον πατέρα του παιδιού της, η Ζιλί παλεύει να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά, η δεκαπεντάχρονη Αριάν, έχοντας υποστεί κακοποίηση στο παρελθόν, επιθυμεί να δώσει το παιδί της για τεκνοθεσία, ενώ η εγκυμονούσα Τζέσικα αναζητά το φάντασμα της δικής της μητέρας, η οποία την έδωσε για τεκνοθεσία λίγο αφότου γεννήθηκε.
Οι Νταρντέν παραμένουν προσηλωμένοι στο σινεμά που υπηρετούν αταλάντευτα εδώ και δεκαετίες, σε μια εποχή που δεν ευνοεί την καλλιτεχνική αφοσίωση στο όραμα που δεν ταυτίζεται με την πραγματική συνθήκη του δημιουργού. Κοινώς, γίνεται ολοένα και πιο συζητήσιμο το να δημιουργεί κανείς τέχνη εκτός των συνόρων της δικής του ταυτότητας. Αυτή τη φορά, δημιουργούν ένα δυναμικό μωσαϊκό από χαρακτήρες, με τους προβληματισμούς των επιμέρους ιστοριών να αλληλοσυμπληρώνονται και να συνθέτουν από κοινού τον πυρήνα της νταρντενικής ευαισθησίας. Η οργανική ένωση των ιστοριών δεν εντοπίζεται στην πλοκή τους, η κάθε μία θα μπορούσε να σταθεί και με απόλυτη αυτοτέλεια, αλλά στη συνεισφορά τους στην ενιαία πνοή του έργου, που μαρτυρά την αγωνία και την κατανόηση με την οποία οι δημιουργοί αντιμετωπίζουν τους χαρακτήρες. Όπως και στην ελπίδα που βρίσκει τον τρόπο να τρυπώσει μέσα από μικρές χαραμάδες και να διαρρήξει το πέπλο της απελπισίας.
Στρατευμένοι στο σινεμά μιας ευθείας γραμμής που λέει τα πράγματα με το όνομά τους, οι Βέλγοι δημιουργοί αποσπούν μια ακόμα φορά σπουδαίες νατουραλιστικές ερμηνείες από τις νεαρές ηθοποιούς και αντιπαρέρχονται τους κινδύνους ενός πιθανού συναισθηματικού εκβιασμού του κοινού. Τα κορίτσια συχνά κλαίνε, εκδηλώνουν την απόγνωσή τους και δεν κρύβουν την οργή τους. Είναι προφανώς αναξιοπαθούσες, θύματα μίας κατάστασης για την οποία δε φέρουν την παραμικρή ευθύνη. Όμως, κανένας άνθρωπος δεν είναι μόνο αυτό˙ οι Νεαρές Μητέρες αφορούν χαρακτήρες με εμφανή τρωτά σημεία και πληγωμένους εγωισμούς, χαμένους μέσα σε πελάγη αβεβαιότητας, που καλούνται να πάρουν δυσβάσταχτες αποφάσεις σε τραγικά πρόωρη στιγμή, ενώ είναι συνεχώς έτοιμες να ξεστρατίσουν από την τροχιά στην οποία εισήλθαν με πολύ κόπο και φροντίδα.
Η μητρότητα, ως ένας προφανής θεματικός άξονας της ταινίας, παρατίθεται μέσα από πολλά διαφορετικά πρίσματα, με μία μέθοδο που ανταποκρίνεται στην πολυσημία της έννοιας. Μία καθηλωτική υποχρέωση απέναντι σε ένα αβοήθητο ον, μια κραυγή αγωνίας για την επιβίωση γονέα και τέκνου που τίθεται συνεχώς σε δοκιμασία, ένα οριστικό διαζύγιο με την παιδικότητα, ή μια ώθηση για ξαράχνιασμα των πιο μύχιων αναμνήσεων και φόβων, είναι μόνο μερικές από τις εκφάνσεις της μητρότητας που βρίσκουν αρμονικά τον χώρο τους στην αφήγηση. Οι δημιουργοί, όπως άλλωστε μας έχουν συνηθίσει, αρνούνται επισταμένα να κρίνουν τους χαρακτήρες τους. Αντ’ αυτού, στρέφουν το βλέμμα (με λίγο πιο διακριτική διάθεση) προς τα πολιτικά ελλείματα των κοινωνιών που δε βρίσκουν τον αναγκαίο χώρο για υπάρξεις σαν αυτές, που υποχρεούνται να εισπράξουν όποια βοήθεια συναντήσουν στον δρόμο τους, θεσμική ή μη.
Το αδιάκοπο κλάμα των βρεφών εναλλάσσεται με τους απειλητικούς ήχους της πόλης εντός της οποίας οι ηρωίδες πασχίζουν να βρουν λύση, δημιουργώντας ένα επίπονο και βασανιστικό ηχοτοπίο. Η κυριαρχία του διαταράσσεται από μικρές στιγμές απόδρασης και φευγαλέας ευτυχίας, όπως η σεκάνς όπου η Τζέσικα και ο σύντροφος της διασχίζουν την πόλη με το μηχανάκι, ένα πραγματικό βάλσαμο βγαλμένο από το κινηματογραφικό εγχειρίδιο των Νταρντέν. Το ύψιστο διακύβευμα της ταινίας παραμένει πάντοτε η ζωή της κάθε μητέρας, και αυτό από μόνο του είναι μια πολιτική επιλογή που δεν υπηρετείται από ακατάσχετη συνθηματολογία, αλλά από την ίδια την εστίαση της ταινίας. Δίχως να παραμερίζουν τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τη μητρότητα, οι Νταρντέν διατηρούν σε πρώτο πλάνο τις νεαρές γυναίκες που μοχθούν σε ένα φύσει εχθρικό περιβάλλον, απλώνοντας έναν προστατευτικό μανδύα επάνω τους απέναντι σε κάθε μορφή πίεσης και υπενθυμίζοντας, τελικά, ότι οι επιλογές τους πρέπει να παραμένουν δική τους υπόθεση.
Θιασώτες μιας αφηγηματικής απλότητας που κάθε άλλο παρά απλή υπόθεση είναι, οι αδερφοί Νταρντέν αποδεικνύονται ικανότατοι στη μίξη των πολλαπλών ιστοριών, με την αλληλουχία των σεκάνς να υπογραμμίζει τα ποικιλόμορφα αδιέξοδα των τεσσάρων κοριτσιών που συγκλίνουν στην ίδια κατεύθυνση. Οι λύσεις που επιφυλάσσουν δεν είναι ποτέ εύκολες, οι διαδρομές των χαρακτήρων παραμένουν διαρκώς επίπονες, όμως όλες τους, στο κατώφλι της μητρότητας, έρχονται αντιμέτωπες με τους δαίμονές τους. Η λύτρωση που επιζητούν δεν είναι η μετάβαση σε κάποια γη της επαγγελίας, αλλά η απελευθέρωση από τα στοιχειά που διαφεντεύουν το μέλλον της κάθε μίας.