Σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Παίζουν: Λιβ Ούλμαν, Μπίμπι Άντερσον
Διάρκεια: 84′
H Ελίζαμπεθ Βόγκλερ είναι μία επιτυχημένη ηθοποιός η οποία, μεσούσης μίας παράστασης στην οποία είχε τον ρόλο της Ηλέκτρας, βουβαίνεται. Η πάθηση μοιάζει αδιευκρίνιστη τόσο νευρολογικά όσο και ψυχικά, ωστόσο η ηθοποιός δεν ξεστομίζει λέξη για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Η θεράπουσα ιατρός αναθέτει την ιδιαίτερη φροντίδα της στη νεαρή νοσοκόμο Άλμα και αφού διαπιστωθεί ότι σωματικά η Ελίζαμπεθ χαίρει άκρας υγείας, οι δύο γυναίκες μετακομίζουν σε ένα παραθαλάσσιο εξοχικό, προκειμένου να επιταχυνθεί η θεραπεία της μυστηριώδους ασθένειας. Σταδιακά, όμως, αναπτύσσουν μεταξύ τους έναν μικρόκοσμο, μέσα στον οποίο οι προσωπικότητές τους γίνονται ολοένα και πιο ρευστές.
Ελίζαμπεθ και Άλμα συναποτελούν ένα δίπολο εννοιών που τίθενται αρχικά σε αντιπαραβολή. Η ηθοποιός είναι η «περσόνα», το προσωπείο, το σύνολο των στοιχείων που προβάλλει ένας άνθρωπος για να δημιουργήσει το τείχος της προστασίας του, δημιουργώντας μία όψη του που καταλήγει να εσωτερικεύει, κατά τις διδαχές του Γιουνγκ. Η νοσοκόμος Άλμα, που στα λατινικά σημαίνει «ψυχή», στέκει ακριβώς στον αντίποδα. Εμφορείται φαινομενικά από την αφέλεια της ευτυχίας, της προδιαγεγραμμένης αδιατάρακτης πορείας προς τη γαλήνη.
Αυτό είναι το τερέν που στήνει ο Μπέργκμαν, τοποθετώντας ακριβώς στο κέντρο μια αβάστακτη, αληθινά ανυπόφορη αλήθεια: ο άνθρωπος, αν αφεθεί ελεύθερος να κοιτάξει μέσα του, κρύβει μία άβυσσο που κατασπαράζει με μανία κάθε πιθανότητα γαλήνης. Η Άλμα είναι σε μία τρισκατάρατη θέση, επιφορτισμένη με το χρέος ενός αδιάκοπου μονολόγου, το οποίο όμως δεν επιβάλλεται από την Ελίζαμπεθ, ούτε από τη διαδικασία της θεραπείας, αλλά από την ίδια την ψυχή της. Υπό τις αναγκαίες προϋποθέσεις, κάθε ευτυχία είναι όχι απλώς αμφισβητήσιμη, αλλά εκκωφαντικά ανατρέψιμη.
Και οι προϋποθέσεις εδώ αφθονούν: η Άλμα έχει απέναντι της μία σιωπηλή ακροάτρια η οποία λειτουργεί σαν καθρέφτης του μέλλοντος. Δεδομένης της αλαλίας που τη βασανίζει, θεωρητικά η Ελίζαμπεθ βρίσκεται σε μειονεκτική θέση σε αυτή τη διελκυστίνδα ∙ τουναντίον, λέει ο Μπέργκμαν, δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη καταστροφής από τη σιωπή. Είναι η ίδια ανίκητη δύναμη που κουβαλά η θεϊκή σιωπή που ταλάνισε όλη την προηγούμενη φιλμογραφία του, απλώς εξορισμένη στους ατελείς ανθρώπους και τις μικρότητές τους.
Είναι τόσο μυστηριώδης ταινία η Περσόνα που κάθε απόπειρα να εξηγηθεί σε όρους πλοκής είναι όχι απλώς δυσχερής, αλλά τελείως ατελέσφορη και ακατάλληλη. Το αν οι δύο γυναίκες είναι ουσιαστικά διττή όψη του ίδιου ανθρώπου ή δύο ψυχές που συγχέονται ανατρέποντας τους όρους της επαφής τους, μικρή σημασία έχει. Ουσιαστικά, το πεδίο φιλοσοφικής δόξας της ταινίας βρίσκεται στη σχέση του, είτε αυτή είναι εξωτερική είτε εσωτερική ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες (επ’ αυτού αξίζει κανείς να αναζητήσει την εκτενή ανάλυση της Σούζαν Σόνταγκ για την ταινία, που υπογραμμίζει ότι είναι συνειδητή η αμφισημία που επιτρέπει εδώ ο Σουηδός δημιουργός).
Πρόκειται για την πιο καθοριστική ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου στο πεδίο της, αυτό δηλαδή της ρευστότητας των ρόλων σε μία βιοτική σχέση που διέπεται από όρους οριακής κατάστασης λογισμού ∙ εύκολα φαντάζεται κανείς τη γονυκλισία δημιουργών όπως ο Σίντνεϊ Λιούμετ (Equus), ο Ντείβιντ Λιντς (Mulholland Drive), ακόμα και πιο πρόσφατα ο Ρόμπερτ Έγκερς (The Lighthouse), μπροστά στον μπεργκμανικό θρόνο. Τούτο διότι η Περσόνα, παρότι πρωτοπόρος, υπερβαίνει κατά πολύ τα εσκαμμένα όρια εναλλαγής ρόλων δύο χαρακτήρων. Η Ελίζαμπεθ και η Άλμα δεν είναι ποτέ απλώς ασθενής και ιατρός, η Άλμα άλλωστε δεν είναι επιστήμονας, ο Μπέργκμαν δεν ενδιαφέρεται εδώ για μία τέτοιου ύφους αντίστιξη. Είναι η ηθοποιός και η θαυμάστρια, η βωβή και η ομιλούσα, η κατασταλαγμένη μάσκα και η βαυκαλιζόμενη ψυχή, η γυναίκα που έλκει και η γυναίκα που έλκεται, η μητέρα και η άτεκνη, και αρκετά ακόμα δίπολα τα οποία διαπερνούν ταυτόχρονα τη συνύπαρξη των δύο γυναικών.
Η προβληματική της ταυτότητας αναπτύσσεται εδώ στο προνομιακό της πεδίο, με όλες τις απατηλές εκφάνσεις της. Η Άλμα ανοίγεται, η Ελίζαμπεθ μένει βωβή, και η επαφή τους αρχίσει να μοιάζει με αρχέγονη ερωτική ιεροτελεστία. Η Άλμα έλκεται από το σκοτάδι που βλέπει στα μάτια της άλαλης εξομολογήτριας, αφήνεται σε μία εκτός ελέγχου απελευθέρωση, επιθυμεί να αποδράσει από τον εαυτό της. Όσο περισσότερο μιλάει, τόσο πιο ευκρινή γίνονται τα δεσμά της υποτιθέμενης ευτυχίας της, τόσο πιο έντονη η επιθυμία να τα ανατρέψει. Η ψυχή υποτάσσεται στο προσωπείο.
Είναι η δαιδαλώδης εξιστόρηση της απώλειας μίας ψυχικής ταυτότητας, που περίμενε να βρει αφορμή για να αλλοιωθεί. Η Άλμα -και όσα εκπροσωπεί στο έργο- ηττάται μόνη της, δεν χρειάζεται κανένας ύπουλος χειρισμός της Ελίζαμπεθ. Στη σχέση των δύο, η σιωπή είναι ασφάλεια και η έκθεση είναι διαβατήριο για τον κλονισμό της κοσμοθεωρίας. Η ευτυχία της, ο χαρούμενος επικείμενος γάμος της, η μελλοντική οικογένεια, ήταν για την Άλμα η δική της «περσόνα» και όταν αντίκρισε τη μελλοντική της εκδοχή στο πρόσωπο της Ελίζαμπεθ κλονίστηκε σε βαθμό ψυχικής παράλυσης: η ψυχή της διαχέεται και εξαφανίζεται μέσα στην άβυσσο της Ελίζαμπεθ, που γέννησε και την σιγή της. Η ερωτική έλξη που μοιράζονται οι δύο γυναίκες είναι η επιβεβαίωση της συγχώνευσης ανάμεσα στις προσωπικότητές τους.
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν αναζητά κάτι ακόμα ευρύτερο από αυτό που προκύπτει από τα εξιστορούμενα. Όπως στη σκηνή της μυσταγωγικής τελετής στην κάμαρα της Άλμα, η οποία βλέπει την Ελίζαμπεθ να πλησιάζει και αφήνεται οριστικά ανοχύρωτη απέναντι στη θελκτική σιωπή της, το αίνιγμα του Μπέργκμαν «αποπλανεί» τον ανυποψίαστο θεατή. Η Περσόνα είναι μία ταινία για τον κινηματογράφο, για τα ανεξάντλητα όρια του αφηρημένου δεσμού που αναπτύσσει ο δημιουργός με τον κάθε θεατή ξεχωριστά και εις το διηνεκές.
Ταυτόχρονα, όμως, είναι και μία ταινία της εποχής της: το αίνιγμα της αναπτύσσεται στο πρελούδιο της μετανεωτερικότητας, στα μεταβαλλόμενα 60s των κοινωνικών ζυμώσεων και των κινηματογραφικών αναταράξεων. Και εδώ ο αυστηρός Μπέργκμαν γίνεται μεταμοντέρνος, με περίεργα κοψίματα και μια απρόσμενη εμπιστοσύνη στα εξωγλωσσικά στοιχεία της επικοινωνίας του με τον θεατή. Με άλλες λέξεις, εδώ η συνθήκη των χαρακτήρων δεν αναλύεται με όρους κινηματογραφικού δοκιμίου κατά τα πρότυπα της προγενέστερης φιλμογραφίας του, αλλά κυρίως μέσω της λειτουργίας ενός καθαρά κινηματογραφικού γρίφου, όπου ό,τι βλέπει ο θεατής μπορεί και να μη συμβαίνει στ’ αλήθεια. Η προσέγγιση του Μπέργκμαν μοιάζει με εμβάθυνση στις δημιουργικές σκέψεις που πρωτοεμφανίστηκαν στη Σιωπή μερικά χρόνια νωρίτερα, με την οποία η Περσόνα μοιράζεται και το μοτίβο των ανταγωνιζόμενων γυναικών που αναπτύσσουν μία ρευστή σχέση.
Παρότι για τη συγκεκριμένη ταινία ο όρος «ψυχόδραμα» φαντάζει κάτι παραπάνω από κατάλληλος, ο χαρακτήρας του έργου προσεγγίζει τα όρια του υπαρξιακού τρόμου. Έναν τρόμο στον οποίο κανείς παραδίνεται άνευ όρων, δίχως καν να το καταλάβει, μέσα από τη φωτογραφία του Σβεν Νίκβιστ. Όπως όμως υπενθυμίζει εύστοχα ο Μπέργκμαν με το απότομο μοντάζ που επιλέγει και με το οποίο διακόπτει βιαίως αρκετές ποιητικές σεκάνς, στο κέντρο της ταινίας βρίσκεται περισσότερο από όλα ο φόβος. Ο φόβος που κυριεύει με τον τρόπο του όλες τις περιστάσεις: όταν έχει κανείς τον έλεγχο, φοβάται ότι τον ασκεί ανεπιτυχώς και όταν τον χάνει, βρίσκεται έρμαιο αλλότριων επιλογών. Είναι αυτό το στοιχείο που λείπει την Ελίζαμπεθ και την καθιστά αμέσως μία φιγούρα τρομακτική: πλέον δεν φοβάται και το κενό που υπάρχει στη θέση του φόβου την καθιστά άηχο αγρίμι. Ο Μπέργκμαν απευθύνεται στον άνθρωπο που έχει πάψει μαστίζεται από τη σιωπή του Θεού και τον φέρνει αντιμέτωπο με τα πιο πνιγηρά αδιέξοδα. Υπό αυτό το πρίσμα, η σιωπή της Ελίζαμπεθ είναι και μία θεμελιώδης πράξη αντίστασης στον ρόλο που επιφυλάσσει η Δυτική κοινωνία για τις γυναίκες. Γιατί αυτή, σε αντιθέση με τη νεότερη Άλμα, είναι ήδη μητέρα και προτίθεται να διαφύγει ακόμα και από αυτόν τον ρόλο, τη θεμελιωδέστερη κατήχηση που υφίσταται μία γυναίκα.
Επιλέγοντας να δημιουργήσει ένα τόσο πυκνό έργο, ξεφεύγοντας από τη ζώνη της δημιουργικής του ασφάλειας, δηλαδή της εξαντλητικής προσήλωσης στη φιλοσοφική ευκρίνεια του λόγου, ο Μπέργκμαν κατορθώνει να επιδράσει στην ψυχή του θεατή αμεσότερα από ποτέ. Το ονειρώδες (ή και εφιαλτικό) πέπλο που σκεπάζει το φιλμικό κείμενο του έργου προσδίδει στην Περσόνα μία ρευστότητα αντίστοιχη με των κεντρικών χαρακτήρων, με αποτέλεσμα κάθε καινούργια της θέαση να αφήνει μία διαφορετική επίγευση. Ένα μπεργκμανικό πείραμα που σηματοδότησε μία ολόκληρη κινηματογραφική εποχή και παραμένει μέχρι σήμερα αφηγηματικά καινοτόμο.
One Response to Persona (1966)