What's On Train Dreams (2025)

2 Δεκεμβρίου 2025 |

Train Dreams (2025)

Σκηνοθεσία: Κλιντ Μπέντλεϊ

Πρωταγωνιστούν: Τζόελ Έτζερτον, Φελίσιτι Τζόουνς, Κλίφτον Κόλινς Τζούνιορ, Γουίλιαμ Μέισι, Κέρι Κόντον

Διάρκεια: 102′

Η καθημερινότητα ενός υλοτόμου που ζει και εργάζεται κόβοντας δέντρα και ανοίγοντας διόδους για να περάσουν οι γραμμές του τρένου μέσα από δασώδεις εκτάσεις της Βόρειας Αμερικής, πλημμυρίζει από σκληρό και ατελείωτο μόχθο. Εκείνος κοντοστέκεται στις μικρές και μεγάλες χαρές της ζωής, γεμίζει απογοητεύσεις και όνειρα, αναπνέει μέσα από ελάχιστους θριάμβους και αφόρητες δοκιμασίες που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί. Απλώνοντας την ιστορία του σαν πέπλο πάνω από τον ίδιο, τον κόσμο μας, αλλά και τη ματιά του θεατή, το Τrain Dreams (υποψήφιου για Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου με το ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα Sing Sing) Κλιντ Μπέντλεϊ, βασισμένο στην ομότιτλη νουβέλα του Ντένις Τζόνσον, καταφέρνει να αφηγηθεί –με αισθαντικότητα, σθένος και καλλιτεχνική πείρα που θα ταίριαζαν σε έναν πολύ πιο καταξιωμένο και μπαρουτοκαπνισμένο δημιουργό– τη μεγάλη ιστορία της Αμερικής των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Όχι όμως μόνο αυτή.  

Μαζί της συνυφαίνεται και μια άλλη, η «μικρή», προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου που δεν θα έπρεπε να βιώνει τα βάσανα, τις κακουχίες και τα προβλήματα που περνά, κι όμως αντιστέκεται και προχωρά, λυγισμένος αλλά ποτέ τσακισμένος, στωικός και αγέρωχος, με τις εποχές να περνούν, βαρύνοντας την ψυχή, το μυαλό και την καρδιά, αλλά συνδέοντάς τον όλο και περισσότερο με το δέος της ύπαρξης, το βαθύτερο νόημα της ζωής, την παντοδύναμη φύση της ανθρώπινης ευθραυστότητας. Στο επίκεντρο μιας βαθιάς και ελεγειακής ποιητικότητας –πρόκειται για μια ταινία που δεν βλέπεις, αλλά στην ουσία «αναπνέεις»– συναντά κανείς τη μαεστρική σκηνοθεσία του Μπέντλεϊ, ο οποίος επιλέγει να περιορίσει οπτικά τις ευρυγώνιες διαστάσεις του φακού, καδράροντας τα εκπληκτικά φυσικά τοπία σχεδόν σε τετράγωνο. Μέσα από αυτό το τέχνασμα τονίζει την αδυσώπητη καθετότητα των ατελείωτων δέντρων, καθρεφτίζοντας τον θαρρείς πλάγιο εγκλωβισμό του ήρωα, που μοιάζει να έχει μόνη διέξοδο της φυγή προς τον ουρανό.  

Στο ίδιο τόνο κινείται και η σπλαχνική, βουβή σχεδόν, αλλά ουσιωδώς εκφραστική ερμηνεία του Τζόελ Έτζερτον (ίσως ο πιο υποτιμημένος ηθοποιός της γενιάς του). Βαδίζοντας στα χνάρια του απόκληρου ερημίτη Τζερεμάια Τζόνσον του σπουδαίου Ρόμπερτ Ρέντφορντ, σωματοποιεί έναν ολόκληρο (κυριολεκτικό και μεταφορικό) τόπο, αποτυπώνοντας στο βλέμμα του τη φυσική διάσταση όχι μόνο του χώρου αλλά και εκείνη του χρόνου. Σαν τα παλιά παπούτσια των ξυλοκόπων που έχουν ξεχαστεί κρεμασμένα σε ένα δέντρο και έχουν βυθιστεί με τα χρόνια στον κορμό του, μοιάζει σχεδόν αφομοιωμένος με το αγέρωχο του αδάμαστου τοπίου, το οποίο παραμένει μεγαλόπρεπο αλλά συνάμα αδιάφορο στα μικρά και μεγάλα βάσανα των ανθρώπων.

Πέρα όμως από το φιλοσοφικό υπόστρωμα του τοπίου, το στοιχείο που κόβει κυριολεκτικά την ανάσα δεν είναι άλλο από τη βαθμιαία συνειδητοποίηση του διχασμού της ψυχής ανάμεσα στα κοινωνικά πρέπει, στις επιταγές του συνόλου και της καθημερινότητας και τη βαθιά επιθυμία να βρίσκεσαι κάπου αλλού, με κάποιον άλλο (η Φελίσιτι Τζόουνς σε έναν ρόλο στιβαρό και αιθέριο ταυτόχρονα), κάνοντας κάτι άλλο. Το γκρέμισμα του κόσμου όπως τον γνωρίζει ο ήρωας της ταινίας έρχεται βίαια, σαρώνοντας μαζί του τις κατεκτημένες με κόπο σταθερές του και αφήνοντάς τον έκθετο στα αρχέγονα στοιχεία που συνιστούν την ίδια την ύπαρξη. Κι όμως, εκείνος θα βρει τον τρόπο να προχωρήσει, καταγράφοντας το πέρασμα των εποχών, τα σημάδια και τις ουλές του χρόνου, ενόσω το «ποτάμι συνεχίζει κυλά ανάμεσά του», οι ανθρώπινες παρουσίες χάνονται μέσα σε ένα κατάφυτο «κρεβάτι» απέραντης ομορφιάς, οι χωμάτινοι υγροί δρόμοι του δάσους οδηγούν σε γυμνά ξέφωτα και το φως της ημέρας παραδίδεται σε έναν ήλιο που δύει. 

Χαρίζοντάς μας ένα από τα πιο αφοπλιστικά κινηματογραφικά περάσματα του χρόνου, σε ένα στιγμιότυπο που διαρκεί κυριολεκτικά όσο ένας ανεπαίσθητος βλεφαρισμός, ο Μπέντλεϊ φέρνει δίπλα δίπλα τoν Βιμ Βέντερς και τις Υπέροχες μέρες του με τον εσωτερικό διάλογο του Τέρενς Μάλικ, περιδιαβαίνοντας τις απάτητες χιονισμένες κορυφές και τα χαμένα μονοπάτια που περπάτησε κάποτε ο Σίντνεϊ Πόλακ. «Δεν μπορώ ούτε καν να προσπαθήσω να σου πω πώς αισθάνομαι» απαγγέλει με τη λυρική, αισθαντική του φωνή ο Νικ Κέιβ στο υπέροχο τραγούδι της ταινίας. Το Train Dreams, όμως, αποτολμά να το προσπαθήσει, κινηματογραφώντας το μεγαλείο και τον χαμό, την κορύφωση και την καταβαράθρωση της ανθρώπινης συνθήκης. Και το καταφέρνει με γενναία ευαισθησία και κρυφό σπαραγμό.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑