Στενός φίλος με τους Όρσον Γουέλς και Έρνεστ Χέμινγουεϊ, αναμφισβήτητα χαρισματικός αλλά και αθεράπευτα αυτοκαταστροφικός, ο μεγάλος «επαναστάτης» του Χόλιγουντ Τζον Χιούστον μοιάζει τελικά να γοητευόταν ακατάλυτα από το ανέφικτο των στόχων που συνεχώς έθεταν, αλλά ποτέ τους δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν, οι δυσθυμικοί και ισοπεδωμένοι ήρωές του.
«Η ζωή μου ήταν μια διαρκής σειρά από αποτυχίες και απογοητεύσεις», ανέφερε σε κάποιο σημείο της αυτοβιογραφίας του ο Χιούστον, δήλωση το λιγότερο αντιφατική, αν αναλογιστεί κανείς το ανήσυχο πνεύμα, την πολυδιάστατη προσωπικότητα, την τεράστια καλλιτεχνική επιρροή και την αξιοζήλευτη καριέρα μιας από τις πιο θρυλικές μορφές που γνώρισε ποτέ το αμερικάνικο σινεμά. Ο δημιουργός που μπορούσε να καυχιέται ότι σκηνοθέτησε τον πάτερα αλλά και την κόρη του σε ρόλους που τους χάρισαν Όσκαρ ερμηνείας (τον μεν Γουόλτερ Χιούστον για τον Θησαυρό της Σιέρα Μάντρε και την Αντζέλικα Χιούστον για την Τιμή των Πρίτζι) έμεινε στην κινηματογραφική ιστορία όχι μόνο ως ο σκηνοθέτης των κλασικών μυθιστορημάτων που θεωρούνταν από πολλούς αδύνατο να διασκευαστούν, αλλά και ως ένας από τους πιο χαρισματικούς «επαναστάτες» του Χόλιγουντ.
Ένας ασυμβίβαστος σκηνοθέτης που θεωρούσε τον Τσάρλι Τσάπλιν έναν μικρό θεό, ήταν συνεχώς άπιστος και σχεδόν ποτέ παρών για την οικογένειά του, έκανε όλες τις δουλειές του κόσμου (μποξέρ, ρεπόρτερ, ντοκιμαντερίστας, ακόμη και καβαλάρης με το ιππικό στο Μεξικό) και βίωσε τη «μεγάλη περιπέτεια της ζωής» τόσο συναρπαστικά όσο δύσκολα και επικίνδυνα την έζησαν οι καταδικασμένοι πρωταγωνιστές των ταινιών του. «Τελειομανής, απρόβλεπτα εξοργιστικός, μπερδεμένος, αλλά και πιθανώς ο γοητευτικότερος άνθρωπος στη Γη» είχε πει κάποτε η Λορίν Μπακόλ για έναν μεγάλο μαέστρο της έβδομης τέχνης, που απέφευγε συστηματικά τα κλισέ, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να θεωρείται και ο ίδιος, πιο αντισυμβατικός και από τα ίδια του τα φιλμ.
Ο χαρακτηρισμένος ως «Έρνεστ Χέμινγουεϊ του Χόλιγουντ» γεννήθηκε ως Τζον Μαρσέλους Χιούστον στις 5 Αυγούστου του 1906, στη Νεβάδα του Μιζούρι, και αποκτώντας από νωρίς μια σημαντική παρουσία ως σεναριογράφος των μεγάλων στούντιο, πραγματοποίησε ένα από τα πιο εκθαμβωτικά σκηνοθετικά ντεμπούτo στα κινηματογραφικά χρονικά με την ταινία Το Γεράκι της Μάλτας. Διασκευάζοντας το ομώνυμο αστυνομικό μυθιστόρημα του Ντάσιελ Χάμετ, σχεδιάζοντας λεπτομερέστατα, πριν ακόμη από την έναρξη των γυρισμάτων, οτιδήποτε θεωρούσε απόλυτα σημαντικό (τη θέση της κάμερας σε κάθε σκηνή, τον φωτισμό, ακόμη και τα κοντινά στα πρόσωπα των ηθοποιών) και παρότι είχε στη διάθεσή του μόλις 8 εβδομάδες γυρισμάτων με έναν προϋπολογισμό ταινίας Β΄ διαλογής (μόλις 300.000 δολάρια), ο Χιούστον κατόρθωσε το 1941 να φιλοτεχνήσει ένα από τα πιο εμβληματικά νουάρ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ και -κατά κοινή αποδοχή- μία από τις καλύτερες ταινίες της αμερικάνικης κινηματογραφικής ιστορίας.
Χαρακτηρισμένο ως κλασικό ακόμη και από τους κριτικούς της εποχής, το φιλμ σηματοδότησε και την αρχή μιας μεγάλης συνεργασίας (και ακόμη μεγαλύτερης φιλίας) του σκηνοθέτη με τον ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ο οποίος, ερμηνεύοντας τον κυνικό και σκληροτράχηλο ιδιωτικό ντετέκτιβ με τα αμφίσημα κίνητρα Σαμ Σπέιντ, έμελλε να καθιερωθεί ως ο πλέον αρχετυπικός ανδρικός χαρακτήρας των αστυνομικών σκοτεινών μελοδραμάτων. Η ίδια η Ίνγκριντ Μπέργκμαν εξάλλου είχε δηλώσει ότι έβλεπε και ξαναέβλεπε την ταινία για να καταλάβει πώς έπρεπε να προσεγγίσει τον Μπρόγκαρτ, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της για την Καζαμπλάνκα του Μάικλ Κέρτις, το οποίο γυρίστηκε ένα χρόνο αργότερα.
Ο Τζον Χιούστον αναχώρησε για το μέτωπο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στα τέλη του 1942 όπου υπηρέτησε ως ταγματάρχης, σκηνοθετώντας παράλληλα κάποιες από τις σημαντικότερες αντιπολεμικές (ή πολεμικές, οι απόψεις σχετικά με το χαρακτηρισμό του είδους διίστανται) ταινίες, μακριά από τους κανόνες των μεγάλων στούντιο ή τις πατριωτικές απαιτήσεις της εποχής. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί το συγκλονιστικό Let There Be Light, το οποίο αρχικά απορρίφθηκε ως υπερβολικά αντιηρωικό και προβλήθηκε τελικά στις αίθουσες το 1981, 35 χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του, κερδίζοντας την επιδοκιμασία των κριτικών.
Ηρωικές αποστολές, πυροδοτημένες από αμφίβολα κίνητρα, αποτυχημένες αναζητήσεις και καταστροφικές συμμαχίες χαρακτήρων που είναι γεννημένοι για να αποτύχουν σχεδόν σε οτιδήποτε κι αν επιχειρήσουν, ήταν κάποιες από τις θεματικές που γοήτευαν πάντοτε τον σκηνοθέτη, πολλές από τις οποίες εντυπώθηκαν περίτεχνα στον αριστουργηματικό Θησαυρό της Σιέρα Μάντρε του 1948. Ο Χιούστον μετέφερε με προσωπική πρωτοβουλία ένα ολόκληρο στούντιο στο Μεξικό, πραγματοποιώντας μεγάλο μέρος των εξωτερικών γυρισμάτων σε ένα μικρό και απομονωμένο χωριό, κάτι που θεωρήθηκε ιδιαίτερα προχωρημένο για την εποχή. Παραδίδοντας τελικά μια συνταρακτική σπουδή πάνω στην απληστία, το χρήμα και την αυτοσυντήρηση βραβεύτηκε για πρώτη φορά με Όσκαρ σκηνοθεσίας και Διασκευασμένου Σεναρίου (ο πατέρας του κέρδισε το τρίτο από τις τέσσερις συνολικά υποψηφιότητες), ενώ το Time Magazine χαρακτήρισε την ταινία ως «ένα από τα καλύτερα πράγματα που έκανε το Χόλιγουντ από τότε που έμαθε να μιλάει».
Αυτό που χαρακτήριζε πάντοτε τον σπουδαίο αυτόν δημιουργό, ήταν ακριβώς το γεγονός ότι δεν απέκτησε σχεδόν ποτέ αυτό που θα μπορούσε κάποιος να ορίσει ως ένα συνεπές και σταθερό σκηνοθετικό ύφος. Ο ίδιος δεν δίστασε να πειραματιστεί με πολλά κινηματογραφικά ήδη έχοντας πάντα μια ξεχωριστή αίσθηση στη σύνθεση του κινηματογραφικού κάδρου και εξερευνώντας αδιάκοπα τις οπτικές διαστάσεις του φιλμ προβληματίστηκε πρακτικά αλλά και θεωρητικά, επάνω στον αντίκτυπο της εικόνας ως μέσο έκφρασης (ας μην ξεχνάμε ότι ζωγράφιζε διαρκώς ως χόμπι μέχρι το τέλος της ζωής του).
Η δε κινηματογραφική του «συμπάθεια» προς κάθε λογής αντιήρωες συνέχισε να αποτυπώνεται και τα επόμενα χρόνια με τη Ζούγκλα της Ασφάλτου του 1950, ταινία που θεωρήθηκε σταθμός στο νουάρ και προτάθηκε για τέσσερα Όσκαρ χωρίς τελικά να κερδίσει κανένα, αφού είχε την ατυχία να πέσει επάνω σε άλλα δύο κολοσσιαία αμερικάνικα αριστουργήματα, το Όλα για την Εύα του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς και τη Λεωφόρο της Δύσης του Μπίλι Γουάιλντερ.
Ωστόσο, πριν το φιλμ προλάβει να βγει στις αίθουσες ο σκηνοθέτης του βρισκόταν ήδη σε άλλη Ήπειρο, διασκευάζοντας το μυθιστόρημα του Σ. Σ. Φόρεστερ με τίτλο Η Βασίλισσα της Αφρικής, το οποίο έμελλε να αποτελέσει και μια από τα δημοφιλέστερα κινηματογραφικά πονήματά του. Η ταινία που έμεινε στην ιστορία για τα τεράστια προβλήματα κατά τη διάρκεια των εξαντλητικών γυρισμάτων (η Κάθριν Χέπμπορν ήταν μονίμως άρρωστη με δυσεντερία), όπως και για τις ενστάσεις της επιτροπής λογοκρισίας των στούντιο πάνω στο σενάριο, αναγκάζοντας στο τέλος τον Χιούστον να ξαναγράψει το φινάλε χαρίζοντας τη ζωή στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι, αντάμειψε τελικά τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ με το μοναδικό Όσκαρ Ά Ανδρικού Ρόλου στην τεράστια καριέρα του.
Γνωστός φιλελεύθερος και δημοκράτης, ο Χιούστον μετακόμισε από την Αμερική στην Ιρλανδία το 1952 δηλώνοντας απηυδισμένος από την «ηθική σήψη» της αντικομουνιστικής προπαγάνδας και του μακαρθισμού που κορυφώθηκε με την περίφημη Μαύρη Λίστα του Χόλιγουντ, η οποία οδήγησε πολλούς καλλιτέχνες σε επαγγελματική και προσωπική εξόντωση. Τέσσερα χρόνια μετά, έμελε να ολοκληρώσει ένα πρότζεκτ που τον απασχόλησε για πάνω από δέκα χρόνια, τολμώντας κυριολεκτικά να διασκευάσει ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το θρυλικό Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ.
Παρότι πολλές φορές θεωρήθηκε υπερβολικά φιλόδοξος (ίσως και καλλιτεχνικά αλαζονικός) ο Τζον Χιούστον κατάφερνε μέσω των θαρραλέων σεναριακών του διασκευών, να αντιμετωπίζει με το δικό του, ανατρεπτικό τρόπο -εξ ου και το περίφημο «βλέμμα» του- κάτι που είχε ήδη γραφτεί, προσδίδοντάς του μια νέα διάσταση, με σεβασμό, αλλά χωρίς δουλοπρεπή προσκόλληση στο πρωτότυπο. Μπορεί τελικά η ταινία να μην κατάφερε για πολλούς να αποτυπώσει τους έντονους βιβλικούς συμβολισμούς ή την τραγικότητα της πάλης με το αδύνατο, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι θεωρείται ακόμη και σήμερα η καλύτερη μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος στη μεγάλη οθόνη και ο Γκρέγκορι Πεκ ο πιο εφιαλτικός, μεγαλειώδης και εμμονικός Καπετάν Έιχαμπ της κινηματογραφικής ιστορίας (αν και πολλοί υποστήριξαν ότι ο ίδιος ο Χιούστον θα ήταν ιδανικότερος για τον ρόλο).
Στη δεκαετία του 1960 η φήμη του άρχισε σταδιακά να φθίνει, καθώς οι πειραματισμοί του με τη δομή της αφήγησης έμοιασαν να αντιμετωπίζονται αρνητικά από τους κριτικούς, ίσως πάλι λόγω της αδυναμίας των τελευταίων να εντάξουν το ύφος του σε ένα στέρεο και καλά οριοθετημένο φιλμικό πλαίσιο. Όπως και να ‘χει πάντως, οι Αταίριαστοι του 1961 παραμένει διαχρονικά ένα από τα σπουδαιότερα φιλμ του (και από τα καλύτερα της δεκαετίας), απαθανατίζοντας μια συνταρακτική ωδή στο χαμό και την ισοπέδωση. Σκηνοθετώντας με μια οπτική ένταση χωρίς προηγούμενο, ο Χιούστον απότισε έναν ακόμη φόρο τιμής στους καταδικασμένους ήρωές του αλλά και στους απανταχού losers αυτού του κόσμου, εικονογραφώντας τους με μεγάλη ευαισθησία και παρουσιάζοντάς τους ίσως γοητευτικότερους από ποτέ.
Η ταινία συν τοις άλλοις απέκτησε και τον χαρακτήρα ενός πολλαπλού κύκνειου άσματος, γιατί αποτέλεσε την τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση των βασικών πρωταγωνιστών της, με τον Κλαρκ Γκέιμπλ να πεθαίνει μόλις δύο ημέρες μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, την Μέριλιν Μονρόε (στην σπουδαιότερη ίσως ερμηνεία της καριέρας της) να φεύγει από τη ζωή 18 μήνες μετά, ενώ ο τραγικός επίλογος στη γεμάτη εξαρτήσεις, σωματικό πόνο και καταπιεσμένες επιθυμίες βιογραφία του Μοντγκόμερι Κλιφτ γράφτηκε πέντε χρόνια αργότερα.
Αθεράπευτος πότης, τζογαδόρος, μανιώδης καπνιστής και γυναικάς, ο Χιούστον αντιμετώπισε ήδη από νεαρή ηλικία πολλά προβλήματα υγείας που όμως δεν περιόρισαν στο ελάχιστο τη δημιουργικότητά του και δεν στάθηκαν ποτέ εμπόδιο -ούτε έως τα βαθιά γεράματα- από το να φτιάχνει ταινίες. Χαρακτηριστικό παραμένει το γεγονός ότι η δεκαετία του 1970 σηματοδοτείται ως περίοδος δεύτερης νιότης για τον σκηνοθέτη ο οποίος, παρά τις σοβαρές καρδιαγγειακές και κυρίως αναπνευστικές δυσκολίες, περιεργάστηκε τα συντρίμμια του αμερικάνικου ονείρου με τη Βρώμικη πόλη ή στοχάστηκε με οξυδέρκεια πάνω στις έννοιες του καπιταλισμού και της αποικιοκρατίας σε μια από τις πιο «μεγάλες» αφηγήσεις του, το επικών διαστάσεων Ο Άνθρωπος που θα Γινόταν Βασιλιάς.
Την τελευταία από τις συνολικά 15 υποψηφιότητες για Όσκαρ την έλαβε για την ταινία Η Τιμή των Πρίτζι του 1985, αποτελώντας έως και σήμερα τον γηραιότερο υποψήφιο σκηνοθέτη στην ιστορία του θεσμού. Βλέποντας πάντως το φιλμ, κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι δημιουργός του είναι ένας 79χρονος, σχεδόν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Παραδίδοντας μια πανέξυπνη, υπόγεια σάτιρα και παρωδώντας το είδος των γκανγκστερικών ταινιών, ανατρέπει τους παραδοσιακούς κανόνες της αφήγησης και σαρκάζει με φρεσκάδα και χιούμορ πάνω στους απαράβατους «νόμους» της οικογένειας, τις αρχές των αδίστακτων εγκληματιών και την τόσο ευμετάβλητη και παρερμηνευμένη έννοια της τιμής.
Η βαθιά ψυχολογική σημειολογία στη χρήση της κάμερας φανερώθηκε ατόφια σε αυτή που έμελλε να είναι και η τελευταία ταινία του σπουδαίου αυτού σκηνοθέτη. Οι Δουβλινέζοι, σε διασκευή της μικρής νουβέλας του Τζέιμς Τζόυς αναμετρήθηκαν με το έσχατο κακό μέσω μιας ανυπέρβλητης ποιητικότητας, τονίζοντας αξιοθαύμαστα συγκροτημένα, αλλά συγχρόνως και με μεγάλη εκφραστικότητα το δέος και την αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στο αναπόφευκτο, αποτελώντας συνάμα τον ιδανικό επίλογο της πολυτάραχης ζωής του Χιούστον, ο οποίος πέθανε από αναπνευστικές επιπλοκές προτού το φιλμ βγει στις αίθουσες, τον Αύγουστο του 1987.
Κοιτώντας πίσω και προσπαθώντας να ανακαλύψεις στοιχεία της προσωπικότητας και του κινηματογραφικού τρόπου σκέψης, ίσως του σημαντικότερου εκπροσώπου αυτού που ονομάζουμε ως «παλιό Χόλιγουντ», μέσα από μια πολυποίκιλη και επιδραστική φιλμογραφία σχεδόν 50 χρόνων, αντιλαμβάνεσαι γρήγορα την πρόκληση που κρύβει η οποιαδήποτε απόπειρα ανάλυσης του «φαινομένου» Τζον Χιούστον. Κάποι ισχυρίζονται ότι ο μεγάλος σκηνοθέτης υπήρξε διαχρονικά γοητευμένος από την κινηματογραφική φόρμα, δημιουργώντας τα φιλμ του με έναν μοναδικό, στιγμιαίο τρόπο (βασισμένος ελάχιστα στο μοντάζ και τη γενικότερη μεταπαραγωγική διαδικασία) προσδίδοντας στην αφήγηση μια χειροπιαστή αίσθηση του επείγοντος. Άλλοι πάλι εστιάζουν στον μοναδικό τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός έριχνε με δεξιοτεχνία και αποτελεσματικότητα φως στις ανθρώπινες δοκιμασίες στις οποίες υπόκεινται οι ήρωές του, αντιμετωπίζοντας παράλληλα κάποιες από τις θεμελιώδεις κοινωνικές σταθερές (η θρησκεία ήταν σίγουρα μια από αυτές) ως κομμάτια ενός φανταστικού κόσμου ή ακόμη και ως μέσα σύγχυσης και αντιπερισπασμού.
Οποιαδήποτε πάντως και αν είναι η προσέγγιση, όλες στο τέλος καταλήγουν σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα: Αυτός ο ψηλός και αγέρωχος άνδρας, με την ελκυστική -πολλές φορές εκκεντρική- προσωπικότητα και τη μελωδικότητα στη φωνή (ποιος μπορεί να ξεχάσει τη μικρή αλλά πληθωρική εμφάνισή του στο ρόλο πατέρα της Φέι Ντάναγουεϊ στην αριστουργηματική Τσάιναταουν του Ρόμαν Πολάνσκι) υπήρξε ένας από τους εμβληματικότερους Αμερικάνους δημιουργούς που δεν δίστασε να πειραματιστεί απορρίπτοντας τις συμβάσεις και τα στερεότυπα, παρότι καταλάβαινε πολύ καλά ότι πολλές φορές αυτό μπορούσε να τον οδηγήσει σε μεγάλες απογοητεύσεις και οδυνηρές ήττες. Ίσως τελικά να γνώριζε ότι οι «χαμένοι» που τόσο πολύ αγαπούσε, είναι αυτοί που στο τέλος τα παίρνουν όλα. . .