Μολονότι παρελαύνει η αφρόκρεμα των Ασιατών σούπερ σταρ και παρόλο που έχει στη διάθεσή του μια αποδοτικότατη Γιφέι Λιού στον ρόλο της ατρόμητης πολεμίστριας, η live action μεταφορά του πετυχημένου animation της Ντίσνεϊ πάσχει από όλα τα προβλήματα και τις αδυναμίες που αντιμετώπιζαν όλα τα προηγούμενα ανάλογα εγχειρήματα. Αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο ότι ο έκδηλος εμπορικός προσανατολισμός ενός κινηματογραφικού κολοσσού δεν μπορεί μονίμως να βρίσκει εύκολη ανταπόκριση, όσο λαμπερό κι αν είναι το περιτύλιγμα ή όσο πολυδιαφημισμένο κι αν είναι το περιεχόμενο.
Για όσους δεν θυμούνται την ιστορία του πρωτότυπου animation του 1998, το «Μουλάν» αφηγείται την επική διαδρομή μιας ατρόμητης νεαρής γυναίκας στην Κίνα που αψηφά τα στερεότυπα και τους σκληρούς κανόνες που την θέλουν πειθήνια κόρη και σιωπηλή νύφη. Μεταμφιεσμένη λοιπόν ως άνδρας κατατάσσεται στον Αυτοκρατορικό Στρατό για να υπερασπιστεί τη χώρα από τους βόρειους εισβολείς και να κερδίσει τελικά το δικαίωμα στην επιλογή μαζί με τον θαυμασμό ενός ολόκληρου έθνους, αλλά και της αρχικά δύσπιστης και παραδοσιακής οικογένειάς της.
Η Ντίσνεϊ δείχνει ότι δεν έχει καμία διάθεση να σταματήσει τη νέα μόδα να μετατρέπει σε αμφιβόλου ποιότητας live action τις γνωστές animated επιτυχίες της, από τη χρυσή εποχή των 90s. Μετά το αξιοπρεπές «Ωραία και το τέρας» και το μετριότατο, ως κακό, «Βασιλιά των λιονταριών» έρχεται μια ιστορία γυναικείας χειραφέτησης σε έναν φαλλοκρατικό κόσμο που θυμίζει κάτι από αρχαία Κίνα, Ιαπωνία ή Κορέα, με λιγάκι από δυτικότροπα πρότυπα (για να μπορέσει να έχει απήχηση παντού). To νέο «Μουλάν» κατέφθασε εντέλει μετά από πολλές καθυστερήσεις λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού στην πλατφόρμα Disney+ (σε μορφή PVoD) αλλά και σε κινηματογράφους ανά την υφήλιο.
Απευθυνόμενο κυρίως σε παιδιά και εφήβους (παρότι έχει απορρίψει τελείως τα τραγούδια του πρωτότυπου αλλά κρατά τη σχηματική πλοκή εισάγοντας παράλληλα νέες action σκηνές, ελαφρώς πιο σκοτεινές από αυτές του animation) το φιλμ μοιάζει άψυχο, διεκπεραιωτικά σκηνοθετημένο από τη Νίκι Κάρο, με αρκετή δόση έμμεσου whitewashing, αλλά και με ξεκάθαρη έμφαση στο θέαμα που φτάνει να υποσκελίζει οτιδήποτε βαθύτερο. Επίσης, το ιστορικό, όπως και το λαογραφικό ή πολιτισμικό, πλαίσιό του αποδεικνύεται τελείως ασαφές, αφού φτάνει να δανείζεται στοιχεία από όλες τις κυρίαρχες κουλούρες της Ασίας δίνοντας μια αίσθηση οριενταλισμού παλαιάς καλλιτεχνικής κοπής, παρόμοια με το πρόσφατο και εξίσου αδιάφορο «Αλαντίν».
Η νεαρή και πανέμορφη πρωταγωνίστρια Γιφέι Λιού μάλλον συνιστά το πιο δυνατό στοιχείο της ταινίας αφού στέκεται στο ύψος της σχεδόν σε ολόκληρη την εξέλιξή της, εκφράζοντας με στέρεο και κατάλληλο ερμηνευτικά τρόπο την αγωνία, την εσωτερική σύγκρουση αλλά και την επιμονή μιας γυναίκας που θέλει να αλλάξει το πεπρωμένο της, που θέλει να ζήσει ελεύθερη, αποδεσμευμένη από κάθε στερεότυπο, ανακαλύπτοντας τελικά τον εαυτό της και ξεδιπλώνοντας τις αρετές της.
Από την άλλη, η πολιτική διάσταση της νέας «Μουλάν» (όπως και στο «Αλαντίν») προφανώς μένει για ακόμη μια φορά στο περιθώριο, αφού η αιώνια και τυφλή πίστη στον αυτοκράτορα-δυνάστη (ο Τζετ Λι σε μια στιλιστικά απαστράπτουσα εμφάνιση) αλλά και η άρνηση οποιαδήποτε επεξεργασίας των αποφάσεών του αποτελούν κεντρικό στοιχείο σε ένα φιλμ που επιλέγει να είναι προοδευτικό μάλλον μόνο εκεί που το βολεύει.
Εντυπωσιακές σκηνές θα βρεις το δίχως άλλο, αλλά μάλλον δεν αρκεί. Αυτό που βγαίνει τελικά ως συμπέρασμα είναι ότι αν δεν αλλάξει τακτική η Ντίσνεϊ, ίσως θα αποδεχτεί αργά ή γρήγορα ότι τέτοιου είδους πονήματα θα προορίζονται από εδώ και μπρος μόνο για τις πλατφόρμες της.