Σκηνοθεσία: Πάμπλο Λαραΐν
Παίζουν: Αντζελίνα Τζολί, Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Άλμπα Ρορβάχερ, Κόντι Σμιτ-ΜακΦι, Βαλέρια Γκολίνο, Λυδία Κονιόρδου
Διάρκεια: 124′
Όταν ξεκινά η Maria, στα πρώτα της πλάνα, η Κάλλας κείτεται νεκρή μέσα στο πολυτελές διαμέρισμά της, στο Παρίσι. Είναι Σεπτέμβρης του 1977 κι εκείνη έχει φύγει από τη ζωή πριν κλείσει καν τα 54 της χρόνια.
Το πλάνο είναι τυπικό λαραϊνικό, με συνέπεια ως προς τις δύο προηγούμενες ταινίες της άτυπης τριλογίας του, για γυναίκες που σημάδεψαν και σημαδεύτηκαν από την εποχή τους και από τους συντρόφους τους (μάλιστα, διόλου τυχαία, οι δύο εκ των τριών αυτών γυναικών σχετίστηκαν με τον ίδιο τελευταίο μεγιστάνα, τον Έλληνα Αριστοτέλη Ωνάση). Από απόσταση, ευρυγώνια, χωρίς να πλησιάζει αρχικά καθόλου στα πρόσωπα. Και, κυρίως, χωρίς να μας δείξει ποτέ τη νεκρή “πλούσια και διάσημη”, τη “ντίβα και divina”. Γιατί οι θεές δεν πεθαίνουν ως εικόνα, μένει το πρόσωπό τους όπως το γνωρίσαμε κάποτε. Όμορφο, ακόμα κι αν… δεν ήταν τόσο όμορφο, μια που η φωνή γλύκαινε τόσο τις αισθήσεις, ώστε να κρύβει τις ατέλειες της μύτης ή τις ιδιοτροπίες των ζυγωματικών ή ακόμα – ακόμα το αποστεωμένο σώμα.
Ο Χιλιανός σκηνοθέτης επιλέγει εξαρχής να κρύψει το παγωμένο κορμί της ηρωίδας του. Ας παρακολουθούμε μια βιογραφία, ας γνωρίζουμε το τέλος, ας μην αγωνιούμε για την εξέλιξη. Συνδέει άμεσα την εισαγωγική (και καταληκτική βέβαια) σκηνή του, με ένα ιδιότυπο βιντεοκλίπ, ένα κατεργασμένο υποδειγματικά δείγμα του πλούτου του ήχου της Κάλλας, στριμώχνοντας μαεστρικά σε ένα σκάρτο τρίλεπτο – τετράλεπτο μια ζωή πολύ πέρα και πάνω από κάθε (σαπουν)όπερα. Επιλέγει μάλιστα να γυρίσει αυτό το fake βιντεοκλίπ του έτσι που να προσομοιάζει μ’ αυτό που θα μας μοστράρει επιδεικτικά, ώστε να τον αποθεώσουμε για την ικανότητά του να κάνει τη μυθοπλασία να μοιάζει με ντοκιμαντέρ, στο φινάλε του φιλμ. Είναι σαν επίκαιρα, σαν φθαρμένα πλάνα από το παρελθόν, σαν… σαν… σαν.
Ο Πάμπλο Λαραΐν είναι ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς του καιρού μας. Το ξέρει, όπως το ξέρουν… και οι πέτρες στο Χόλιγουντ. Γι’ αυτό του δίνονται αυτά τα γιγαντιαίου όγκου biopics, επειδή κατέχει τον τρόπο για να τα φέρει σε πέρας, θαμπώνοντάς μας, εμάς ως κοινό, εμάς και ως κριτικούς. Όμως, όσο κι αν κατά την έξοδο από τη σκοτεινή αίθουσα, νιώθεις ότι έχεις απολαύσει εικόνες μεγαλύτερες από τη ζωή, δεν παύεις να συνειδητοποιείς και την ύπαρξη μιας παγίδας. Στην οποία έχει πέσει πιθανά κι ο ίδιος ο μέγας μάστορας τούτου του πονήματος.
Όλα είναι τονισμένα σε υπερθετικό βαθμό, κάθε σεκάνς δεν έχει ψεγάδι, κάθε λήψη είναι τραβηγμένη ώστε να σε παρακινήσει να πεις “Τι κάνει ο…”! Αλλά αυτό περνά από τη σφαίρα του άριστου και εκτυφλωτικού σε μια άλλη σφαίρα, του υπερβολικού και ναρκισιστικού. Το πλάνο εξυπηρετεί τελικά μόνο το ίδιο πλάνο: τόσο που ξεχνάς ότι η ταινία που ήθελες να δεις, η ταινία που είδες και που βλέπεις ακόμα καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους αφορά και σε μια ιστορία, τραγική ή μη δεν έχεις κατορθώσει να καταλάβεις, γιατί το βάρος έφυγε προ πολλού από εκεί και έπεσε στο τόσο αδύνατο κι όμως τόσο ωραίο ανφάς της Τζολί. Και κάπου εκεί ίσως χάθηκε το προφίλ της πραγματικής Μαρίας Κάλλας, ανάμεσα στους Ναζί, στην άσπλαχνη μάνα, στον ζάπλουτο ασχημάντρα και στην απώλεια. Εκείνου και της φωνής της…