What's On Highest 2 Lowest (2025)

10 Σεπτεμβρίου 2025 |

Highest 2 Lowest (2025)

Σκηνοθεσία: Σπάικ Λι

Παίζουν: Ντένζελ Ουάσινγκτον, Τζέφρι Ράιτ, Ιλφενές Χαντέρα, A$AP Rocky

Διάρκεια: 133′

Στο μνημειώδες High and Low του Ακίρα Κουροσάουα, που βασίζεται στο μυθιστόρημα King’s Ransom του Ίβαν Χάντερ, ο Κίνγκο Γκόντο είναι ένα υψηλόβαθμο στέλεχος μια εταιρείας παπουτσιών που εισπράττει την απαξία από τους μεγαλομετόχους. Αποφασίζει λοιπόν να επενδύσει όλη την περιουσία του αλλά και να υποθηκεύσει το πολυτελές διαμέρισμά όπου ζει με την οικογένειά του, προκειμένου να εξαγοράσει το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της εταιρείας. Λίγο πριν φέρει εις πέρας το σχέδιο του, ειδοποιείται ότι έχει απαχθεί ο γιος του και ο απαγωγέας ζητά ένα ποσό εφάμιλλο με αυτό που είχε συγκεντρώσει για την εξαγορά. Στην πραγματικότητα, όμως, το θύμα της απαγωγής είναι ο κολλητός φίλος του γιου του Γκόντο και γιος του σοφέρ της οικογένειας, και ο ήρωας πρέπει να αποφασίσει αν θα καταβάλει το υπέρογκο ποσό για να λυτρώσει τον υπάλληλό του από την οικογενειακή του συμφορά, πληρώνοντας το βαρύ τίμημα της οικονομικής εξόντωσης του ίδιου και της οικογένειάς του.

Η νέα κινηματογραφική ανάγνωση του ηθικού διλήμματος στο Highest 2 Lowest παραμένει στη βάση της παραπλήσια με αυτήν του Ιάπωνα κολοσσού, με ορισμένες ουσιώδεις τροποποιήσεις, που, τελικά, καθορίζουν τον πυρήνα της ταινίας. Ο Ντέιβιντ Κινγκ, δεν εμπορεύεται παπούτσια˙ είναι σεβάσμιο μέλος της μουσικής βιομηχανίας, ιδρυτής μίας εταιρείας παραγωγής την οποία πούλησε και σκόπευε να αγοράσει εκ νέου, ακριβώς τη στιγμή της απαγωγής του νεαρού που δεν είναι εν τέλει το παιδί του. Ακόμα, ο Πολ, ο πατέρας του απαχθέντος, δεν είναι απλώς ο σοφέρ του Κινγκ, αλλά αδελφικός του φίλος και συνοδοιπόρος, ένας άνθρωπος απόλυτης εμπιστοσύνης και ψυχικής εγγύτητας. Το δίλημμα, λοιπόν, όπως διατυπώθηκε από τον σεναριογράφο της ταινίας Άλαν Φοξ, ατονεί ως προς τις ταξικές του διαστάσεις, ενώ ο προσωπικός δεσμός των δύο ανδρών αποκτά πρωταρχική σημασία, σε βαθμό που μεταβάλει τον πυρήνα της απόφασης. Εάν ο Κινγκ αρνηθεί να πληρώσει τα λύτρα, δεν επιδεικνύει απλώς μια ανάλγητη στάση, αλλά μία προδοσία, δε θα βρεθεί υπόλογος μόνο σε ηθικό επίπεδο, αλλά και σε προσωπικό.

Η ταινία του Σπάικ Λι φαντάζει ακόμα πιο σαιξπηρικών προδιαγραφών σε σχέση με εκείνη του Κουροσάουα. Ο Ντέιβιντ Κινγκ είναι ο αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής της ιστορίας, η εστίαση δε διαχέεται ποτέ σε περισσότερους χαρακτήρες, όλα τα διακυβεύματα αρχίζουν και τελειώνουν στο δικό του πρόσωπο και τις δικές του ενέργειες. Η κινηματογραφικός αξία του Highest 2 Lowest, αντίστοιχα, δεν αναζητείται σε κάποια χαρακτηριστική γεωμετρία γενικών πλάνων που υπερτονίζουν την ταξική ανισότητα, αλλά σε νευρικά κοντινά στο πρόσωπο του Ντενζέλ Ουάσινγκτον, ο οποίος ερμηνεύει με αφοσίωση και μεγάλο βαθμό ελευθερίας έναν χαρακτήρα που μοιάζει να κινείται σε δικό του ρυθμό, εκτός της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.

Με όχημα, λοιπόν, την παρουσία ενός ερμηνευτή που δεσπόζει με αδιανόητο μαγνητισμό επί της οθόνης, ο Λι εξουδετερώνει την έντονη πολιτική χροιά της προηγούμενης διασκευής και την αντικαθιστά με μια χαρακτηρολογική σπουδή που βρίσκει τις καλύτερες στιγμές της όταν δραπετεύει ορμητικά στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Διότι όσο η πλοκή κρατά την ταινία εντός των τειχών του χλιδάτου διαμερίσματος, που είναι κραυγαλέα διακοσμημένο με αφίσες και πορτρέτα σπουδαίων μαύρων καλλιτεχνών, κυριαρχεί η αίσθηση μιας ξεκουρδισμένης αφήγησης. Η ταινία δείχνει να αγκομαχεί εξαιτίας ενός ιδιόρρυθμου μοντάζ με συχνά cuts που αποτελεί κυρίαρχη και φορτική αισθητική επιλογή και ο διάλογος, αδύναμο σημείο των πολλών τελευταίων ταινιών του Σπάικ Λι, συνεχώς ξενίζει, μαζί με την ασυντόνιστη παρουσία του υποστηρικτικού καστ. Ακόμα και η σαρωτική εμφάνιση του Ντενζέλ υπόκειται σε μια διαρκή υπενθύμιση των ηλικιακών ορίων του ρόλου˙ η αύρα του συχνά μας κάνει να το λησμονούμε, αλλά είναι ένας χαρακτήρας που θα ταίριαζε καλύτερα σε κάποιον περίπου δύο δεκαετίες νεότερο, κάτι που υπερτονίζει και τη μηδενική χημεία με την Ιλφενές Χαντέρα, τριάντα εννέα ετών σήμερα, η οποία ερμηνεύει τη σύζυγό του.

Βέβαια, κατά κάποιον τρόπο, αυτή η αδυναμία αντανακλάται και στο προφίλ του ήρωα. Ο Κινγκ ασφυκτιά μέσα στο χρυσό κλουβί του, έχει απομακρυνθεί από τον δρόμο και τη μουσική του, περιφέρεται χαμογελαστός αλλά ταυτόχρονα σαν ένα χαρισματικό ξένο σώμα. Όταν, λοιπόν, ξεχύνεται στους δρόμους προκειμένου να βρει το δίκιο του, ενώ προηγουμένως οι αρχές τον έχουν απογοητεύσει, η ταινία δε βρίσκει απλώς ρυθμό, αλλά αρχίζει να πάλλεται υπό τους ήχους μιας εσωτερικής μουσικής που ηχούσε χαμηλόφωνα στο παρασκήνιο και πλέον παίρνει τα ηνία. Εκεί είναι που το Highest 2 Lowest αποτινάσσει και ολόψυχα τη σφραγίδα του ριμέικ από πάνω του, ακριβώς στην σεκάνς του τρένου (περίφημη και στο αρχικό φιλμ), στην οποία το μοντάζ οργιάζει και ορίζει ένα νέο τέμπο στην αφήγηση. Ανάμεσα σε πορτορικανούς που πλημμυρίζουν τους δρόμους της αμερικανικής μητρόπολης σε μια μέρα γιορτής και οπαδούς των Yankees που γεμίζουν ασφυκτικά τα βαγόνια του τρένου για να δουν την αγαπημένη τους ομάδα και να δηλώσουν απερίφραστα το μένος τους για τη Βοστώνη, ο Ντέιβιντ Κινγκ βρίσκει ξανά το σημείο επαφής του με τον κόσμο και ο Σπάικ Λι τον τρόπο να θέσει την ταινία στις ράγες της.

Ένα από τα κερδισμένα στοιχήματα αυτής της νέας διασκευής είναι η διαχείριση της κληρονομιάς του κλασικού φιλμ, αφού η νεϋορκέζικη στόφα, η πραγματική ειδοποιός διαφορά της, είναι μάλλον το πιο ενδιαφέρον στοιχεία της ταινίας. Ορισμένα από τα θέματα είναι κοινά, όπως για παράδειγμα η διαρκής αναζήτηση ελέγχου σε ένα ακραία ανταγωνιστικό περιβάλλον, ως μάταιη απόπειρα αυτοπραγμάτωσης και απόκτησης υψηλού κοινωνικού στάτους. Στο φιλμ του Αμερικανού, όμως, η ταξική ανάγνωση είναι αλληλένδετη με τη φυλετική, καθώς η μαύρη κουλτούρα, όπως εκφράζεται μέσω της μουσικής, είναι για τον ήρωα μια πατρίδα την οποία μνημονεύει διαρκώς αλλά αφήνει όλο και περισσότερο πίσω του, πολιτισμικά αυτοεξόριστος σε ένα πανάκριβο ρετιρέ στο Μανχάταν με τεράστια παράθυρα.

Το Highest 2 Lowest ανθίζει και μαραίνεται με τη σφραγίδα του δημιουργού του. Στις καλύτερες στιγμές του έργου, ο Σπάικ Λι επιδεικνύει την εγνωσμένη ικανότητά του να συνθέτει σεκάνς ανθολογίας, γεμάτες ενέργεια και ένταση, ενώ στις πιο αδύναμες αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί ορισμένοι διάλογοι να βρήκαν τη θέση τους στο τελικό cut. Για κάθε σκηνή που υπογραμμίζει εύστοχα τον σύνθετο χαρακτήρα του συστημικού ρατσισμού, υπάρχουν εκείνες στις οποίες η κραυγαλέα και ρητή επίκληση στους ταγούς της μαύρης κουλτούρας ρημάζει κάθε υποψία υπαινικτικότητας.

Αναμενόμενα αυτά για έναν δημιουργό τόσο έντονης ιδιοσυγκρασίας˙ Αυτό που μάλλον ξενίζει είναι η μετατροπή ενός τόσο συγκρουσιακού ταπεραμέντου σε μία φωνή που καλεί για επιστροφή σε ένα ωραιοποιημένο πολιτισμικό παρελθόν, κι ας έχει συμβεί μάλλον προ πολλού. Το βλέμμα του είναι στραμμένο συνεχώς σε μια αόρατη κληρονομιά, το φορτίο της οποίας συνεχώς ζυγίζει και βρίσκει τους συνεχιστές ισχνούς σε σχέση με τους προπάτορες. Ο Σπάικ Λι επιφυλάσσει την απαξία του για το σημερινό πρόσωπο της μαύρης κουλτούρας, εκφράζοντας ταυτόχρονα την απορία του για έναν κόσμο που δεν κατανοεί εδώ και καιρό, απορρίπτοντας συλλήβδην τα αισθητικά θεμέλιά του. Η τεχνητή νοημοσύνη, οι πλατφόρμες, η σωρεία των ψηφιακών μέσων οδηγούν τη μουσική (ως συνεκδοχή του συνόλου της πολιτισμικής έκφρασης) βαθιά στη σφαίρα του ακατανόητου για δημιουργούς όπως ο Κινγκ -alter ego του Λι- που έχουν ενηλικιωθεί σε ένα ολότελα διαφορετικό περιβάλλον. Μόνο που αυτή η κινηματογραφική ομολογία αποξένωσης από το παρόν παραδίδεται με όρους πλεονάζοντος ναρκισσισμού, καθώς τα σύγχρονα αιτήματα και διακυβεύματα του μαύρου πληθυσμού απουσιάζουν ηχηρά από ένα φιλμ που του αρέσει πολύ να μιλάει για τη μαύρη κουλτούρα, αλλά την αντιλαμβάνεται πλέον υπό μια παρωχημένη εκδοχή της.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑