High and Low (Tengoku to Jigoku, 1963)

Σκηνοθεσία: Ακίρα Κουροσάβα

Παίζουν: Τοσίρο Μιφούνε, Τατσούα Νακαντάι, Κιόκο Καγκάβα, Τατσούα Μιχάσι

Διάρκεια: 142′

Μεταφρασμένος τίτλος: Ο δολοφόνος του Τόκιο

Το 1963, o Ακίρα Kουροσάβα μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το αστυνομικό μυθιστόρημα King’s Ransom του Αμερικανού συγγραφέα Εντ ΜακΜπέιν, τοποθετώντας το επίκεντρο της ιστορίας στον δικό του παρόντα χρόνο, και πιο συγκεκριμένα στο αστικό τοπίο της ιαπωνικής πρωτεύουσας. Στην πραγματικότητα, μέσα από το εύρημα μιας ευφάνταστης και συναρπαστικής αστυνομικής πλοκής, ο Κουροσάβα ρίχνει μια ενδοσκοπική ματιά στη ραγδαία εκβιομηχανισμένη μεταπολεμική ιαπωνική κοινωνία, ανατέμνοντας τα ψυχικά και κοινωνικά σωθικά της.

High and Low 4

Η εναρκτήρια σκηνή, μάλιστα, περιέχει ένα απολαυστικό εύρημα, ολοφάνερο και διόλου καμουφλαρισμένο, μολαταύτα σχεδόν αόρατο στο μάτι του θεατή. Ένας διακόπτης θα γυρίσει, τα φώτα θα ανάψουν και η παράσταση θα ξεκινήσει στο σαλόνι της βίλας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι πρωταγωνιστές περίμεναν σιωπηλοί στο σκοτάδι, βουβοί και ασάλευτοι, σαν μούμιες σε μαυσωλείο. Παρά το θεατρογενές σκηνικό που κυριαρχεί στο πρώτο μέρος της ταινίας, τα σκηνοθετικά θέλγητρα είναι αμιγώς κινηματογραφικά και σε γραπώνουν από τον γιακά: οργανική χρήση των εσωτερικών χώρων, κοφτερά κοντινά, τεμαχισμένες υποπλοκές εντός ενός ευρύτερου κάδρου, εναλλαγή στατικότητας και κίνησης όπου κάθε τοποθέτηση ή μετακίνηση θυμίζει πιόνι σε νουάρ σκακιέρα. Ο τόνος είναι βαρύς, δυσκίνητος, φορτισμένος, σαν να προοικονομεί μια τραγωδία που υπερβαίνει ακόμη και τα δυσοίωνα γεγονότα, επιτείνοντας μια αίσθηση βασανιστικής αναμονής και απορίας. Ένα μοιραίο λάθος στον σχεδιασμό ενός εγκλήματος θα πυροδοτήσει αλλεπάλληλες εκρήξεις αυτογνωσίας και οδυνηρά ηθικά διλήμματα.

High and Low 2

Το φεουδαρχικό φρούριο έχει πλέον αντικατασταθεί από την έπαυλη που δεσπόζει στην κορυφή του λόφου και κοιτά από απόσταση ασφαλείας και αφ’ υψηλού τους παρίες που στριμώχνονται και αγκομαχούν στους πρόποδες. Τις παραδοσιακές αυτοκρατορίες έχουν διαδεχθεί οι κολοσσοί της νέας εποχής, οι έριδες και οι δολοπλοκίες είναι πλέον διοικητικού και γραφειοκρατικού τύπου, οι δελφίνοι του θρόνου φοράνε γραβάτες και όχι πανοπλίες. Η βάναυση καταπίεση έχει δώσει τη θέση της στην έμμεση εκμετάλλευση, στη ληστρική επέλαση του ατομικισμού και στην αποθέωση της συσσώρευσης πλούτου.

Ο Κουροσάβα χρωματίζει με τα μελανότερα χρώματα τη μεταπολεμική ιαπωνική ορθοπόδηση και πρόοδο, υπονοώντας πως το τραύμα της ήττας και του καταστροφικού μιλιταρισμού παραμένει απωθημένο, σιωπηλό, υπόγειο. Ο διαχωρισμός μεταξύ σύγχρονων πατρικίων και πληβείων που δεσπόζει στην ταινία αποδίδεται πολύ καλύτερα από την αγγλική μεταφορά του τίτλου (High and Low), η οποία παραπέμπει στη (χωρο)ταξική-γεωγραφική απεικόνιση των ανισοτήτων ή ακόμη και από τη γαλλική (Entre le ciel et l’enfer, δηλαδή «Ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση»), η οποία είναι κοντύτερα στην κατά λέξη απόδοση του ιαπωνικού τίτλου Tengoku to Jigoku, ο οποίος μεταφράζεται ως «Παράδεισος και κόλαση».

High and Low 3

Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, ο Κουροσάβα επιχειρεί εντυπωσιακή στροφή 180 μοιρών, εγκαταλείποντας τους εσωτερικούς χώρους της βίλας και τα λούσα της άρχουσας τάξης. Με αεικίνητη κάμερα ξεχύνεται ορμητικά στην πανσπερμία των δρόμων του Τόκιο και καταγράφει με εξονυχιστική λεπτομέρεια και προσήλωση τις μεθόδους και τα τεχνάσματα των διωκτικών αρχών. Επιπλέον, δίνει έμφαση στην ενεργοποίηση και συμμετοχή κοινωνικών ομάδων και μεμονωμένων πολιτών που μέχρι πρότινος ήταν στην κυριολεξία άφαντοι για τους διαμένοντες στην έπαυλη. Σε αυτό το σημείο, ο Κουροσάβα διαφοροποιείται εμφατικά από την αφηγηματική ρότα του μυθιστορήματος όπου ο κεντρικός χαρακτήρας παίρνει ηρωικά την κατάσταση στα χέρια του (όπως συμβαίνει δηλαδή στη χολιγουντιανή εκδοχή του μυθιστορήματος, με τίτλο Ransom και πρωταγωνιστή τον Μελ Γκίμπσον).

Μέσα λοιπόν από τη διεξοδική κοινωνική σκιαγράφηση και την ανάδειξη των κραυγαλέων αντιθέσεων, και αφότου έχει προλάβει να παραδώσει σεμιναριακά μαθήματα ντεκουπάζ στην αλησμόνητη σκηνή δράσης του τρένου, ο Κουροσάβα καταλήγει στο τελικό ζητούμενο. Δίχως να καταφεύγει σε παρορμητική δαιμονοποίηση της ευμάρειας, μήτε ηρωοποιώντας εκβιαστικά το περιθώριο, θέτει στο προσκήνιο τα ζητήματα της ευρύτερης συνενοχής, της βαθύτερης ευθύνης, της κοινωνικής διαρραγής, του ασφυκτικού περίγυρου που καταπνίγει τις επιμέρους μονάδες.

Σε έναν επίλογο ευφυούς και σχεδόν παραληρηματικού μοντάζ, ερχόμαστε κατάφατσα αντιμέτωποι με τη σκληρή αλήθεια. Τα δύο άκρα έρχονται τόσο κοντά που ενώνονται, τα δύο αντιπαραβαλλόμενα πρόσωπα, το φωτεινό του ευυπόληπτου πολίτη και το σκοτεινό του καταζητούμενου τέρατος, γίνονται το ένα και το αυτό. Και η ζωή η ίδια μοιάζει ξάφνου με οδυνηρή διελκυστίνδα, ικανή να ρίξει ανά πάσα στιγμή τον οποιοδήποτε στο χώμα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑