Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Παίζουν: Eμα Στόουν, Τζέσι Πλέμονς, Aινταν Ντέλμπις, Σταύρος Χαλκιάς, Αλίσια Σιλβερστόουν
Διάρκεια: 118′
Ελληνικός τίτλος: “Βουγονία”
Ο Τέντι εργάζεται ως υπάλληλος στις αποθήκες μιας γιγάντιας φαρμακευτικές εταιρείας. Συσκευάζει μηχανικά τα προϊόντα, συνδιαλέγεται χαμηλόφωνα με τους συναδέλφους του, εκτελεί τις προαιρετικές – υποχρεωτικές υπερωρίες, αλλά είναι και ένας ερασιτέχνης μελισσοκόμος, στον χρόνο που απομένει. Μία μέρα απαγάγει τη Μισέλ Φούλερ διευθύντρια της εταιρείας, με τη σύμπραξη του ξαδέρφου του, Ντον, υλοποιώντας μετ’ εμποδίων ένα ευτράπελο σχέδιο. Δεν πρόκειται όμως να ζητήσει λύτρα ή κάποιο άλλο συναφές αντάλλαγμα. Πεπεισμένος πως η Μισέλ είναι από την Ανδρομέδα και έχει έρθει στη γη για να ρυθμίσει τις τύχες μας, ο Τέντι δρα εξ ονόματος όλων ζητώντας της να τον φέρει σε επαφή με τον αυτοκράτορα του πλανήτη της, σε λίγα εικοσιτετράωρα, όταν, όπως συνηθίζεται συχνά σε νύχτες με ολόγιομο φεγγάρι, το διαστημόπλοιο των ομοίων της θα επισκεφθεί εκ νέου τη γη.

Το πρώτο ριμέικ του λανθιμικού oeuvre προκύπτει από τη μεταγραφή του απολαυστικού Save the Green Planet! του Τζανγκ Τζουν-γουάν, σε σενάριο του πολυβραβευμένου τηλεοπτικά Γουίλ Τρέισι, σε ένα πρότζεκτ που αρχικά είχε ανατεθεί στον ίδιο τον Τζανγκ και σε παραγωγή Άρι Άστερ. Ένα πρώτο ζητούμενο που αναδύεται σχεδόν αυτόματα είναι το κατά πόσο μια χαρακτηριστική σφραγίδα σαν αυτή που διαθέτει ο Γιώργος Λάνθιμος θα μείνει αισθητή υπό αυτές τις συνθήκες. Εκτός από διασκευή προηγούμενου φιλμ, η Βουγονία συνιστά και την πρώτη φορά στην μέχρι τώρα πορεία του που του ανατίθεται να φέρει εις πέρας ένα έργο που δε γεννιέται από τα σπλάχνα του καλλιτεχνικού οράματος που εκείνος πρωτογενώς συνδημιουργεί.
Παρατηρώντας κανείς το τελικό αποτέλεσμα, αντιλαμβάνεται ότι η ποιότητα που φέρνει μαζί του ο συγκεκριμένος δημιουργός διαπερνά κάθε πτυχή, ανεξάρτητα από την κατάταξη της ταινίας στα μείζονα ή τα ελάσσονα έργα του Λάνθιμου. Το φιλμ δε θυμίζει αυτό που θα φανταζόταν κανείς σαν μια μείξη του κορεατικού πρωτοτύπου και του deadpan κόσμου του Έλληνα δημιουργού, σαν να τα συνέθετε σε σινεφίλ χιουμοριστικό βίντεο. Η επαναλαμβανόμενη χρήση των υπερευρυγώνιων φακών του Ρόμπι Ράιαν, το ξαφνικό σάουντρακ του Τζέρσκιν Φέντριξ που εκπέμπει ηχητικές μαχαιριές, ακόμα και το πολυθρύλητο μαύρο χιούμορ, συνιστούν μόνο όψεις της κινηματογραφικής ιδιολέκτου που έχει διαμορφώσει ο Λάνθιμος. Το δικό του άγγιγμα είναι κάτι ευρύτερο από τη συνισταμένη όλων αυτών των αφηγηματικών επιλογών, κάτι προσώρας αμίμητο και βαθιά προσωπικό.

Ο δημιουργός, λοιπόν, αποδεσμεύει το φιλμ από τις υψηλές συναισθηματικές εξάρσεις του πρωτοτύπου, καθώς και τις απολαυστικά ξεκούδουνες παραξενιές του. Ακολουθώντας το γνώριμο σαρκαστικό του ύφος και αξιοποιώντας στο έπακρο το θεατρογενές κύριο σκηνικό του, το υπόγειο του σπιτιού του Τέντι ως κλειστοφοβική μεταφορά για τα άδυτα του ανθρώπινου ψυχισμού, ο Γιώργος Λάνθιμος στήνει προσεκτικά την αρένα στην οποία συγκρούονται δύο παράλληλα αφηγήματα, δύο «πραγματικότητες» που συνυπάρχουν χωρίς να τέμνονται πουθενά. Επιμένει σε μεγάλης διάρκειας κοντινά πλάνα στα πρόσωπα της Έμα Στόουν και του Τζέσι Πλέμονς, καδράρει ασφυκτικά Το έντονα διαλογικό σενάριο παρακολουθεί τον Τέντι να εκτοξεύει εναντίον της απαχθείσας CEO συνωμοσιολογίες που περιέχουν την απάντηση σε όλα τα κακώς κείμενα της ανθρωπότητας. Οι ανθρωπόμορφοι εξωγήινοι που μας επιβουλεύονται έχουν καταλύσει τη νοημοσύνη μας με την ακτινοβολία τους, καταστρέφουν το περιβάλλον της γης, οδηγούν τις μέλισσες στον αφανισμό, επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω σημάτων που εκπέμπουν τα μαλλιά τους, που δεν είναι μαλλιά, αλλά πομποί που καλύπτουν αυτό που σε εμάς είναι το τριχωτό της κεφαλής μας. Εκείνη προσπαθεί να βρει την καλύτερη απόκριση απέναντι σε αυτή την εξωφρενική συνθήκη, να εκμεταλλευτεί τη συναισθηματική ανισορροπία του Τέντι και του Ντον προς όφελος της, να επιστρέψει στην κανονικότητά της το συντομότερο δυνατό. Στο πολυτελές τζιπ της, την εσωτερική πισίνα της, το ολόφωτο διευθυντικό γραφείο με τα τεράστια τζάμια, στην επιμελημένη κομψότητα και την πανάκριβη κατοικία της που δε θυμίζει σε τίποτα την τρώγλη στην οποία βρίσκεται παγιδευμένη.

Το πραγματικά ενδιαφέρον στην όλη ιστορία είναι ότι οι παρατηρήσεις του Τέντι εκκινούν από την ανάγνωση ενός υπαρκτού κοινωνικοπολιτικού εκτροχιασμού. Η εργαλειοποίηση της επιστήμης από τους επιχειρηματικούς κολοσσούς, ο φαρισαϊσμός του υπερδιογκωμένου κεφαλαίου μπροστά στην περιβαλλοντική καταστροφή που προξενεί και οι εξαντλητικές ταξικές ανισότητες είναι φαινόμενα που εύλογα εγείρουν τη δυσπιστία. Άλλωστε, η σχέση του εργαζόμενου με τη CEO είναι αυτή μεταξύ ενός γήινου και ενός εξωγήινου, τις ζωές του χωρίζει πραγματική άβυσσος. Είτε, λοιπόν, η Μισέλ Φούλερ είναι μια εξωγήινη οντότητα που διαφεντεύει τις τύχες της οικουμένης, είτε μία ανασκευασμένη εκδοχή του κεφαλαίου, προέρχεται από κάποιον άλλον πλανήτη από αυτόν του Τέντι. Εκείνη είναι το νέο πρόσωπο μιας παλιάς καταδυνάστευσης, εκείνος ο συγχυσμένος αντιρρησίας που αρθρώνει αποπροσανατολισμένο λόγο, και ανάμεσα τους ο Ντον, αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας στον χορό των εκρηκτικών τους αντιθέσεων. Όσο η Μισέλ εγκαταλείπει σταδιακά την ευγένεια με την οποία αντιμετωπίζει τα αλλόκοτα αιτήματα του απαγωγέα και ο Τέντι ολισθαίνει όλο και πιο βαθιά στην παλαβομάρα της συνωμοσίας του, ο Ντον, αυτό το τελευταίο απομεινάρι αθωότητας στο παράλογο σύμπαν, συνθλίβεται από την αδυναμία του να ορίσει οποιαδήποτε εξέλιξη, σαν το σχοινί μιας διελκυστίνδας που θα κοπεί στα δυο και τους μείνει στα χέρια.

Ο Λάνθιμος σαρκάζει τη φαινομενική προσαρμοστικότητα της εξουσίας σε νέες κοινωνικές επιταγές και την ικανότητά της να μετέρχεται ανούσιους καθωσπρεπισμούς προκειμένου να παραμείνει αλώβητη. Δεν ξεχνά βέβαια και τους παθογενείς μικρόκοσμους που τροφοδοτούνται αδιαλείπτως από τους ωκεανούς ψευδοπληροφορίας στο ίντερνετ και ανάγουν σε αξίωμα ζωής κάθε πιθανή μπούρδα τους αρκεί για να εξηγήσει τις παραδοξότητες του κόσμου. Ενός κόσμου που πάει κατά διαόλου, όπου δεν υφίστανται παρά μόνο παράλληλοι μονόλογοι που δε διασταυρώνονται ποτέ. Από τη μία, το echo chamber της φαύλης συνωμοσιολογίας οδηγεί σε ολοένα και βαθύτερη περιχαράκωση του παραλογισμού, όπου η απόλυτη επιβράβευση για τον οπαδό της εκάστοτε θεωρίας δεν είναι να σταματήσει την επέλαση του κακού, αλλά να επιβεβαιωθεί η πίστη του σε όσα όλοι αμφισβητούσαν και μόνο εκείνος πίστεψε εξ αρχής. Από την άλλη, ακόμα πιο επικίνδυνο είναι ένα επίσημο αφήγημα, μακριά από αλλοκοτιές και παράλογες διατυπώσεις, που ανασκευάζεται για να αρέσει ξανά, αλλά εξακολουθεί να βασίζεται στην ανερμάτιστη εκμετάλλευση της φύσης και του ανθρώπου, ενώ κυριολεκτικά ο κόσμος (το περιβάλλον) καίγεται.

Αν κάτι πληγώνει το φιλμικό κείμενο του Bugonia, αυτό είναι η παρουσία αδιέξοδων νύξεων και υποπλοκών (λόγου χάρη, η υποψία ότι ο Τέντι κακοποιήθηκε σεξουαλικά ως παιδί πλανάται ατυχώς στον αέρα) και μια αφηρημένη αίσθηση ότι η ταινία κινείται σε ολίγον τι απλουστευτικές πολιτικές ράγες στη νιχιλιστική ανάγνωσή της. Από την άλλη, η ταινία αγκαλιάζει ολόψυχα το φλερτ με τη φαιδρότητα, δίχως να φοβάται να γελοιοποιήσει τους χαρακτήρες της, ενώ η χαρακτηριστική σωματικότητα είναι και πάλι παρούσα, σε μια πιο αιματηρή εκδοχή. Παραμένει τονικά συμπαγής και αταλάντευτα προσηλωμένη στον μηδενισμό της, ο οποίος ακόμα και αν περιορίζει τον βαθμό την συναισθηματικής εμπλοκής του κοινού, είναι μια σκέτη απόλαυση, απαύγασμα μιας σαρδόνιας μελαγχολίας που μας κλείνει διαρκώς το μάτι.
Η Βουγονία είναι ποτισμένη με κοενική ειρωνεία και μετρά αντίστροφα προς την καταληκτική σεκάνς ανθολογίας, μια βιτριολική αποτύπωση της ανθρώπινης ευθραυστότητας, μια υπενθύμιση της θέσης μας στο οικοσύστημα. Στην πορεία, ο Γιώργος Λάνθιμος περιγελά τον θυμό μας, διασκεδάζει με την αδυναμία μας να συλλάβουμε το μέγεθος της καταστροφής που αποτελούμε, με τις πλάνες που μας διαφεντεύουν, με τη συνεχή άρνησή μας να αποδεχθούμε ότι η ανθρωπότητα είναι εγγενώς ικανή μονίμως για το χειρότερο, με την ακλόνητη αδυναμία μας να συνεννοηθούμε, εγκλωβισμένοι στις στρεβλές αντιλήψεις μας και τις ανόητες εξηγήσεις για τα δεινά που προξενούμε στους εαυτούς μας. Βουγονία, όπως τη συναντούμε στον Βιργίλιο, είναι η μυθολογικής καταγωγής ικανότητα των μελισσών να γεννούνται μέσα από τα κουφάρια νεκρών βοδιών. Κατά τον Λάνθιμο, μια ωδή στην αναγέννηση που υπερνικά την ανθρώπινη τάση για (αυτό)καταστροφή.













