What's On After the Hunt (2025)

9 Νοεμβρίου 2025 |

After the Hunt (2025)

Σκηνοθεσία: Λούκα Γκουαντανίνο

Παίζουν: Τζούλια Ρόμπερτς, Άγιο Εντέμπιρι, Άντριου Γκάρφιλντ, Μάικλ Στούλμπαργκ, Κλόι Σεβινί

Διάρκεια: 139′

Ελληνικός τίτλος: “Μετά το Κυνήγι”

Στο νέο του πόνημα (το τρίτο μέσα σε μόλις δύο χρόνια), ο ακαταπόνητος Ιταλός Λούκα Γκουαντανίνο μας συστήνει μια κομπανία από αντιπαθείς βασικούς ήρωες που στελεχώνουν διαγενεακά την ανώτατη εκπαίδευση, για τους οποίους αναζητούμε -μάταια- λίγο χώρο και μια θετική προαίρεση μέσα μας. Εν πρώτοις, όλοι τους περιγράφονται με λίγες λέξεις. Ο σύζυγος που λαμβάνει τη θέση του παραγνωρισμένου θύματος με προθυμία. Η ανερχόμενη διδακτόρισσα που η φιλοδοξία της υπερβαίνει την ποιότητα της δουλειάς της. Ο αναιδής καθηγητής, που εκμεταλλεύεται τη δεσπόζουσα θέση του απέναντι στις φοιτήτριες. Στον πυρήνα της ιστορίας, μια μυστικοπαθής καθηγήτρια ηθικής η οποία σταθμίζει τις συνθήκες προσεκτικά προκειμένου να βρει την κατάλληλη απόκριση που θα εξυπηρετεί το δικό της συμφέρον.

Αντί, λοιπόν, ο Γκουαντανίνο και η σεναριογράφος Νόρα Γκάρετ (στην πρώτη της δουλειά) να επιχειρήσουν να ανατρέψουν τις πρόχειρες εντυπώσεις μας, επενδύουν ακριβώς στο αντίθετο. Όσο προχωράει η ταινία, οι χαρακτήρες αποκτούν μια πιο αποκρουστική όψη, σαν να μας καλούν να τους απορρίψουμε συλλήβδην. Οι ακαδημαϊκές μικρότητες, οι έριδες, οι ατέρμονες κουβέντες γελοίου εντυπωσιασμού σε μεγαλοαστικές συνάξεις, τα ρεσιτάλ παντογνωσίας, οι διαξιφισμοί, όλα είναι μέρος μίας μάχης για το μέλλον. Μόνο που αυτή η μάχη δε διαθέτει κανένα ευοίωνο διακύβευμα: ή θα επικρατήσει ένας σάπιος κόσμος που εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε, με τις βδελυρές μεθόδους του,  ή θα αντικατασταθεί από ένα νέο καθεστώς, στο οποίο οι πάντες ορκίζονται πίστη σ’ έναν καινούριο ιερό σκοπό κάθε εβδομάδα και σημασία διαδηλώνουν ευκαιριακά την αγανάκτησή τους. Μια νέα σαθρότητα, γεμάτη φαρισαϊσμό και αμέτρητους άγραφους κανόνες που η παλιά φρουρά δεν αντιλαμβάνεται.

Στο After the Hunt, το μόνο που δεν έχει καμία απολύτως σημασία είναι η αλήθεια. Όταν η Μάγκι, προστατευόμενή της Άλμα, καταγγέλλει τον Χανκ, επί μακρόν συνοδοιπόρο της μεντόρισσάς της, για σεξουαλική κακοποίηση, η φιλόδοξη καθηγήτρια έρχεται ενώπιον ενός μεγάλου γρίφου. Αυτό που μετρά είναι το πώς ανταποκρίνεται η Άλμα (ειρωνεία το όνομα που σημαίνει «ψυχή») στα κελεύσματα των αντικρουόμενων ισχυρισμών, όταν καλείται να αντιδράσει απέναντι σε ένα απροσδόκητο εμπόδιο στην πορεία της προς την ακαδημαϊκή μονιμότητα.

Αν αποστασιοποιηθεί από την καταγγέλλουσα, που τυγχάνει μαύρη, queer, γόνος ιδιαίτερα εύπορης οικογένειας και με βλέψεις για λαμπρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία που δεν υποστηρίζονται από το ερευνητικό της έργο, η θέση της στο Πανεπιστήμιο τίθεται εν κινδύνω. Εύλογα θα σκεφτεί ότι οι εποχές την καλούν να συστρατευτεί, θέλοντας και μη. Από την άλλη, δε μπορεί να εγκαταλείψει τον φίλο της στο λάκκο με τους λέοντες, θα φανεί υπερβολικά μεθοδική, λες και ανυπομονεί να καρπωθεί τα παράπλευρα οφέλη αυτής της στενάχωρης εκτροπής. Η Άλμα ψάχνει τη λύση στο αίνιγμα, αναζητά ποια θα πρέπει να είναι η στάση της. Λέει «σε πιστεύω» στη Μάγκι, γιατί αυτό πρέπει να πει, η παύλα στο σενάριο της έχει μπει και τα σωστά λόγια είναι μόνο αυτά. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πιστεύει ή δεν πιστεύει όσα εκείνη καταγγέλλει. Στην πραγματικότητα, η αλήθεια δεν την αφορά.

Ο Γκουαντανίνο μας καλεί να κοιτάξουμε «μετά το κυνήγι», όταν κατακαθίσει η σκόνη, πάψουν τα ποδοβολητά και τα λαϊκά δικαστήρια της πανεπιστημιούπολης εκδώσουν την αμετάκλητη απόφασή τους για την εκάστοτε υπόθεση. Να εξετάσουμε ποιοι ωφελούνται, αλλά και πού κατέληξαν όσοι βρέθηκαν στο επίκεντρο της διαμάχης. Κανείς τους δε χάνεται, κανείς δε διορθώνεται, απλώς στελεχώνουν τη νέα πραγματικότητα από τη θέση που αναλογεί στον καθέναν τους. Όσοι βρήκαν τον τρόπο, ξεκίνησαν από ευνοϊκή θέση ή είχαν κάποιον άσσο στο μανίκι τους, επιπλέουν, δεσπόζουν, μεταμορφώνονται, διαγράφουν από την εικόνα τους όσα φαντάζουν πλέον παράταιρα. Μαθαίνουν τις σωστές αντωνυμίες, παρότι σε μια στιγμή κρίσης έσπευσαν να ειρωνευτούν το non binary άτομο. Γίνονται ψυχραιμότεροι. Το δραματουργικό άστοχο διπλό φινάλε της ταινίας υποδεικνύει ότι ο κυνισμός καλά κρατεί, κι ας είμαστε υποχρεωμένοι να προσέχουμε τα λόγια μας περισσότερο, μέχρι να βρεθεί κάποιο άλλο κοινωνικό πρόταγμα που θα μας κληθεί να μεταμορφωθούμε ξανά.

Αν παρατηρήσουμε από πολύ κοντά την πλοκή του φιλμ και τις αντιπαραθέσεις που την κινούν, το After the Hunt μοιάζει να αναλώνεται σε ένα παιχνίδι με έννοιες που καταλαμβάνουν εσχάτως πολύ χώρο στον δημόσιο διάλογο. Η υποτιθέμενη κουλτούρα της ακύρωσης και η πολιτική ορθότητα επανέρχονται συνεχώς, έστω πλαγίως, όσο βαθαίνει το ρήγμα στη ζωή της Άλμα. Οι επιμέρους συζητήσεις αγγίζουν θέματα όπως το κατά πόσο είναι δόκιμο να ακούει κανείς Smiths στη σημερινή εποχή, οι τίτλοι αρχής είναι δημιουργημένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση αυτών που συναντάμε στα φιλμ του Γούντι Άλεν, ο ίδιος ο τίτλος της ταινίας παραπέμπει στο σπουδαίο Κυνήγι του Τόμας Βίντεμπεργκ που αναμετράται με ζητήματα καταγγελιών που η αλήθεια τους περνάει σταδιακά σε δεύτερη μοίρα. Όλα αυτά δημιουργούν την αίσθηση πως ο Λούκα Γκουαντανίνο προσπαθεί να πιάσει το πνεύμα της εποχής, λίγα μόλις χρόνια μετά το κατ’ επίφαση ομοειδές Tar, να λάβει θέση επί ανοικτών ζητημάτων και μάλιστα ασπαζόμενος μια αντιδραστική στάση σε σχέση με το κρατούν πολιτισμικό αφήγημα.

Ωστόσο, γίνεται εύκολα κατανοητό, λαμβάνοντας μια σχετική απόσταση, ότι δεν είναι στις προθέσεις του δημιουργού να ξεσπαθώσει εναντίον ενός νέου status quo. Περισσότερο διερωτάται αν ο κόσμος που ανατέλλει είναι καλύτερος από αυτόν που δύει, χωρίς να ωραιοποιεί τον δεύτερο. Αν αυτοί, δηλαδή, που θα διαδεχθούν τους προηγούμενους φορείς της εξουσίας, διακατέχονται από αγαθές προθέσεις, και κυρίως, ποιοι είναι τελικά αυτοί που θα εμφανιστούν στο προσκήνιο επειδή ήρθε επιτέλους η ώρα τους. Όχι ως αφηρημένες ταυτότητες, αλλά ως πραγματικά υποκείμενα, με συγκεκριμένες ταξικές και κοινωνικές καταβολές, πρόθυμα να καβαλήσουν το άρμα της ανανέωσης και εν τέλει να ηγηθούν αυτού.

Ο Γκουαντανίνο και η Γκάρετ δημιουργούν ένα φιλμ γεμάτο αδιέξοδους διαλόγους, όπου οι χαρακτήρες συχνά βερμπαλίζουν, ενώ η κάμερα επικεντρώνεται στη γλώσσα του σώματός τους, προκειμένου να αντλήσει μια υποτιθέμενη κρυμμένη αλήθεια που συσκοτίζουν οι λέξεις τους. Τα πολλά λόγια τους, οι εκφραστικές κινήσεις τους, οι σιωπές τους, τα αινιγματικά βλέμματά τους, όλα περικυκλώνουν τη μοναδική κινητήριο δύναμη της πλοκής: την ασύστολη και ακατανίκητη ιδιοτέλεια. Πρόκειται για μια πνευματική ελίτ που σταδιοδρομεί στις αίθουσες του Γέιλ, με κομψή παρουσία, ευφράδεια, προδήλως κοφτερό πνεύμα, και μια ματαιοδοξία που τσακίζει κόκκαλα.

Παρότι διαθέτει ένα σενάριο δεκτικό και μιας πιο βραδυφλεγούς προσέγγισης, ο Γκουαντανίνο επιλέγει να προσεγγίσει την ταινία σαν μια ιστορία διαρκών αναταράξεων, σφραγίζοντας το φιλμικό κείμενο με το έντονο ταπεραμέντο του. Το score των Τρεντ Ρέζνορ και Άτικους Ρος μετράει αντίστροφα μέχρι τη στιγμή της καταστροφής, οι εσωτερικοί χώροι είναι φωτισμένοι θαμπά και υποβλητικά, οι χαρακτήρες κοιτούν σχεδόν μέσα στην κάμερα. Θαρρεί κανείς πως υποβόσκει μια διαρκής υπενθύμιση πως όλο αυτό είναι ένα θέαμα, μια παράσταση αποκομμένη από την πραγματικότητα.

Το εντυπωσιακό είναι ότι παρά την επίδειξη στυλ στην οποία επιδίδεται, ως συνήθως, ο δημιουργός βρίσκει τον χώρο να απεικονίσει το σύνθετο του κεντρικού χαρακτήρα, μέσα από τη θηριώδη ερμηνεία της Τζούλια Ρόμπερτς που αναζητά διαρκώς τις αντιφάσεις και τις λεπτές αποχρώσεις. Η Άλμα βρίσκεται σε αχαρτογράφητα ύδατα, βιώνει τη σταδιακή απώλεια του ελέγχου. Η αγωνία της την ωθεί σε σφάλματα, μερικά παιδαριώδη και αδικαιολόγητα από τον πορεία του σεναρίου (η πλαστογράφηση της συνταγής, λόγου χάρη, μοιάζει ουρανοκατέβατος τρόπος να τεθεί εκτός πανεπιστημίου), άλλα πιο εύλογα, όπως η αδυναμία της να διαχειριστεί άτομα και καταστάσεις που την περιβάλλουν. Θα απευθύνει επιτιμητικά τον λόγο σε φοιτητές της που δείχνουν να ερμηνεύουν τον κόσμο με καινούρια εργαλεία. Θα επιχειρήσει να εξουδετερώσει τις απειλές κατά μόνας και όταν δε θα το επιτύχει, θα βγει σε μία άναρχη και αυτοκαταστροφική επίθεση. Μοιάζει υπνωτισμένη από την κολακεία που έχει συνηθίσει να εισπράττει, όπως της επισημαίνει πλαγίως ο ζηλόφθονος σύζυγός της, και υπερτιμά τα όρια της γοητείας που ασκεί η προσωπικότητά της. Πάνω από όλα, όμως, νιώθει εκτεθειμένη και πονάει διαρκώς στα σωθικά της, υποφέρει έναν εκδικητικό σχεδόν πόνο που τη λυγίζει κυριολεκτικά.

Μέσα από την κρυπτική Άλμα, λοιπόν, ο Γκουαντανίνο σχολιάζει δηκτικά και τις διογκωμένες πολυπλοκότητες του σύγχρονου κόσμου (τουλάχιστον, αυτού του μικρο-κόσμου της ταινίας). Αν πράγματι είναι κανείς υπόλογος επειδή ακόμα απολαμβάνει το Heaven Knows I’m Miserable Now με τη φωνή του Morrissey, επειδή δεν έχει σπάσει οργισμένος τους δίσκους των Smiths σε δημόσια τελετή, σε τι βαθμό αυτά μπορεί να σταθούν εμπόδια στο μέλλον του, σε μια καριέρα που δεν έχει καμία σχέση με το μουσικό γούστο; Το ζητούμενο, βέβαια, μπορεί να τεθεί και αντίστροφα: αν κανείς ενοχλείται από τις δημόσιες τοποθετήσεις ενός καλλιτέχνη που εκτιμά, σημαίνει ότι είναι θύμα μιας αόρατης δύναμης επιβολής; Αυτό το επ’ ουδενί απλοϊκό ερώτημα δεν καθίσταται κεντρικό θέμα στην αφήγηση της ταινίας. Απλώς, εκτίθεται η όλη παραδοξότητα των καιρών όπου το background check ανυψώνεται σε μέγιστη προτεραιότητα. Κάτω από τη λεπτομερώς επιμελημένη όψη του, το After the Hunt κρύβει έναν αμοραλισμό που βασιλεύει με νέα άμφια. Και μας βυθίζει στο καλογυαλισμένο, πυκνό και ανατριχιαστικό σκοτάδι του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑