Aπό την Αραγονία της Ισπανίας, τη γενέτειρα του, στη Μαδρίτη, κι από κει στο Παρίσι, στο Χόλιγουντ, στο Μεξικό. Ο Λουίς Μπουνιουέλ Πορτολές, άθεος αστικής καταγωγής, εχθρός και επίμονος πολέμιος του συντηρητικού καθωσπρεπισμού, όμοια με κάθε καθαρόαιμο τέκνο της ισπανικής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας (vanguardismo 1922 – 1945), οργισμένο νιάτο κατά της μπουρζουαζίας και επίτιμο μέλος της πιο περιώνυμης παρέας σουρεαλιστών της ιβηρικής χερσονήσου, προκάλεσε, απορρίφθηκε, λογοκρίθηκε, βραβεύτηκε και τελικά δικαιώθηκε απόλυτα, μένοντας στην ιστορία ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του 20ου αιώνα, πάντα ελεύθερος και αναρχικός ως το κόκαλο.
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΝΑΝΣΥ ΑΓΓΕΛΗ
«Η επιστήμη δεν με ενδιαφέρει. Αγνοεί το όνειρο, το τυχαίο, το χαμόγελο, το συναίσθημα και την αντίφαση, πράγματα τα οποία θεωρώ πολύτιμα.»
Λουίς Μπουνιουέλ
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος επισφράγισε με τον χειρότερο τρόπο μια εποχή που προοιωνιζόταν «χρυσή». Μια εποχή που με την επιστήμη και την τεχνολογία στο τιμόνι οραματιζόταν μια θέση στο πάνθεον της ιστορίας. Η έντονη αστικοποίηση και τα επιστημονικά άλματα της ιατρικής, κληροδοτήματα του 19ου αιώνα, οδήγησαν στην ανάδειξη της ισχυρότερης τάσης, της επικράτησης της λογικής, η πίστη στην οποία έμελλε να διαψευστεί με τον πιο οδυνηρό τρόπο. Αναζητώντας μια έξοδο από το ψυχολογικό αδιέξοδο, από την φρενήρη αναζήτηση ταυτότητας και συνείδησης που είχε αφήσει πίσω του ο πόλεμος, το κίνημα του σουρεαλισμού έρχεται να επαναστατήσει ενάντια σε κάθε καθιερωμένη ως τότε αξία, ενάντια πάνω απ’ όλα στην ισχύ της λογικής σκέψης, προβάλλοντας μια άλλη λογική: αυτή του παραλόγου.
Το σινεμά δεν θα μπορούσε να μείνει απέξω από αυτήν την επαναστατική αλλαγή. Τα αγαπημένα παιδιά του κύκλου των αβάν-γκαρντ, Μπουνιουέλ και Νταλί, κάνουν την εμφάνιση τους με την πρώτη και μοναδική ταινία στην ιστορία της 7ης Τέχνης που κατάφερε να οπτικοποιήσει απόλυτα τις αρχές του «Μανιφέστο του Σουρεαλισμού» του Αντρέ Μπρετόν. Φυσικά, δεν είναι άλλη από τον «Ανδαλουσιανό Σκύλο». Το 1929, μόλις τρία χρόνια μετά τη θρυλική «Μητρόπολη» του Φριτζ Λανγκ, το «Ο Ανδαλουσιανός Σκύλος», η ταινία- μανιφέστο του υπερρεαλιστικού σινεμά προβάλλεται στο παρισινό σινέ-κλαμπ «Studio des Ursulines» και στο Στούντιο 28 και το πείραμα πετυχαίνει. Οι σουρεαλιστές, χρησιμοποιώντας το υποσυνείδητο, τα όνειρα και φυσικά την καλπάζουσα φαντασία τους, επιδιώκουν την ανατροπή κάθε κλισέ, σπάζοντας κυριολεκτικά τον κρίκο που συνέδεε με τρόπο αδιαμφισβήτητο το ζεύγος σημαίνον – σημαινόμενο. Το φιλμ προκαλεί τις αντιδράσεις της καθεστηκυίας τάξης, τις διαμαρτυρίες του ανυποψίαστου κοινού και τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα του κύκλου των υπερρεαλιστών. Κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα από την ταινία, ωστόσο αυτό ακριβώς ήταν ο στόχος: ο θρίαμβος του αλόγου. Όπως θα δήλωνε χρόνια αργότερα, το 1982, ο ίδιος ο Μπουνιουέλ στην αυτοβιογραφία του «Η τελευταία πνοή» («Mi último suspiro»), αναφερόμενος στην ταινία που εγκαινίασε και σημάδεψε ανεξίτηλα τόσο την καριέρα του, όσο και την πορεία του παγκόσμιου σινεμά, ο μοναδικός κανόνας που φρόντισαν να τηρήσουν κατά τη δημιουργία της ήταν να εξοστρακίσουν κάθε ιδέα ή εικόνα η οποία θα μπορούσε να εξηγηθεί, είτε με βάση τη λογική, είτε με βάση την ψυχολογία, είτε με βάση τις πολιτιστικές συνθήκες. Από τότε, η σκηνή κατά την οποία ο Μπουνιουέλ κόβει στα δύο το μάτι μιας γυναίκας θα μείνει μια για πάντα στην ιστορία ως το απόλυτο σύμβολο μιας «νέας ματιάς» της πραγματικότητας. Όσο για τον ίδιο; Εκείνος θα ταξιδέψει, θα δοκιμαστεί και θα γυρίσει μερικές από τις σημαντικότερες ταινίες, παραμένοντας γοητευτικά αντικομφορμιστής. Πρώτος σταθμός: το Μεξικό.
«México, un país naturalmente surrealista»
Η πρώτη επαφή του Μπουνιουέλ με το Μεξικό γίνεται κατά τύχη ως καλεσμένος σ’ ένα φιλικό δείπνο το 1946. Φυσικά έχουν προηγηθεί ταινίες σε Γαλλία και Αμερική και ουκ ολίγες περιπέτειες. Έχει προηγηθεί το σκάνδαλο και τελικά η απαγόρευση της ταινίας «Η χρυσή εποχή» («La edad de oro»), ταινία που διαδέχτηκε ένα χρόνο μετά τον «Ανδαλουσιανό σκύλο» και στάθηκε η αφορμή της ρήξης του με τον αγαπημένο του φίλο Νταλί. Την ίδια τύχη θα είχε τρία χρόνια αργότερα το ντοκιμαντέρ «Hurdes. Tierra sin pan» (μτφ. «Ούρντες. Γη δίχως ψωμί»»γυρισμένο στην περιοχή της Εξτρεμαδούρα της Ισπανίας το 1933 και που αφορούσε την πείνα και τις φριχτές συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν σε μεγάλο τμήμα της χώρας. Κι αν η τότε κυβέρνηση του ισπανικού κράτους απαγόρευσε την προβολή της ταινίας λόγω της άσχημης εικόνας της χώρας που μετέδιδε, ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε λίγα χρόνια μετά τον ανάγκασε να φύγει για την βόρεια Αμερική. Εκεί συνεργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους με το μουσείο μοντέρνας τέχνης κι έπειτα με τα στούντιο Γουόρνερ Μπρος μέχρι το 1946 προσαρμόζοντας αμερικάνικες ταινίες στα ισπανικά για την προβολή τους στη Λατινική Αμερική.
Η άφιξη στο Μεξικό σηματοδοτεί μια νέα περίοδο για τον Μπουνιουέλ. Η χώρα αυτή, «σουρεαλιστική εκ φύσεως», τον εμπνέει. Εδώ θα γυρίσει 23 από τις 36 συνολικά ταινίες της καριέρας του. Η καθημερινή ζωή και τα πάθη του κόσμου γίνονται τα κυρίαρχα θέματα των ταινιών αυτών και μια στροφή προς το κοινωνικό σινεμά πραγματοποιείται. Η ως τότε άρνηση του άκρατου υπερρεαλισμού να ενταχθεί στην κοινωνική πραγματικότητα, επιδιώκοντας να προσφέρει μόνο τρόπους διαφυγής από αυτή, δεν τον οδηγεί πουθενά. Μπροστά στις σαρωτικές ιστορικές και πολιτικές εξελίξεις που έφεραν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η τέχνη επιβάλλεται να πολιτικοποιηθεί, ο δε σουρεαλισμός να ωριμάσει. Έτσι, από αυτή τη στιγμή και μετά, η κοινωνική κριτική επαναπροσδιορίζει τον υπερρεαλισμό του Μπουνιουέλ και τα ιδεώδη της κομμουνιστικής θεωρίας προς τα οποία είχαν ήδη στραφεί οι σουρεαλιστές της ομάδας του Αντρέ Μπρετόν στις αρχές της δεκαετίας του ’30, αντανακλώνται στις επόμενες ταινίες που θα γυρίσει. Τα πρώτα δείγματα της αλλαγής αυτής φέρει το «Hurdes. Tierra sin pan», ωστόσο λίγο αργότερα, μετά από την αποτυχία του «Gran Casino», το 1946, και το μέτριο «El gran calavera», το 1949 είναι το «Los Olvidados» που θα τον δικαιώσει απόλυτα και θα τον μετατρέψει- παρά τις αρχικές αρνητικές αντιδράσεις που προκάλεσε- εν μία νυκτί από «μαύρο πρόβατο» σε έναν από τους μεγαλύτερους κινηματογραφικούς δημιουργούς του ισπανόφωνου κόσμου, χάρη στην αναγνώριση που θα δεχτεί στο Φεστιβάλ Καννών. «Οι ξεχασμένοι από την κοινωνία», η τρίτη ταινία που γύρισε στο Μεξικό το 1950, στηλιτεύει τη φτώχια και τις συνθήκες διαβίωσης του κοινωνικού περιθωρίου με φόντο την απρόσωπη μητρόπολη της Πόλης του Μεξικού και του χάρισε το βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Καννών το 1951. Παντρεύοντας το αστικό μελόδραμα (κινηματογραφικό είδος που άκμαζε στο Μεξικό τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 και προέβαλε σκηνοθέτες όπως ο Ισμαέλ Ροντρίγκεθ [Ismael Rodriguez], ο Αλεχάντρο Γκαλίντο [Alejandro Galindo] και ο Εμίλιο Φερνάντεθ [Emilio Fernández]) με σουρεαλιστικά στοιχεία, δημιούργησε σκηνές πραγματικά ποιητικές που αυτή τη φορά απευθύνονταν αλλά και προέρχονταν από το ίδιο το κοινό.
Οι πόρτες ανοίγουν και οι κριτικοί είναι με το μέρος του, αυτό όμως δεν σημαίνει πως η καριέρα του δεν θα δοκιμαστεί ξανά. Τουλάχιστον άλλη μία φορά. Ούτε σημαίνει πως ο ίδιος δε θα τολμήσει στο μέλλον, αναπαυόμενος στις δάφνες του, να αγγίξει θέματα- ταμπού. Να μιλήσει για το σεξ, την υποκρισία της εκκλησίας και τις, διόλου διασκεδαστικές, συμβάσεις που επιβάλλει. Τουλάχιστον άλλες τρεις φορές.
“Είμαι άθεος, με τη χάρη του Θεού”
Λουίς Μπουνιουέλ
Το 1958, η ταινία «Nazarín», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Πέρεθ Γκαλντός, βραβεύεται με το Διεθνές Βραβείο του Φεστιβάλ Καννών και παραλίγο να πάρει το βραβείο της «Oficina Internacional Católica de cine», της «Οικουμενικής Επιτροπής» που στηρίζεται από την Καθολική και Προτεσταντική Εκκλησία. Ο Μπουνιουέλ δηλώνει στον Tύπο: «Αν μου το είχαν δώσει, θα είχα αναγκαστεί να αυτοκτονήσω. Παραμένω άθεος, με τη χάρη του Θεού». Ο αιρετικός σκηνοθέτης ξαναχτυπά, αυτή τη φορά, αν και απαρνούμενος την χριστιανική πίστη, με έναν ήρωα υπόδειγμα αυτής, έναν μεταγενέστερο Ναζωραίο, τον οποίο ακολουθούν ως μαθήτριες του, μια πόρνη και μια δυστυχισμένη νεαρή γυναίκα. Το αμφίσημο τέλος της ταινίας και οι σουρεαλιστικές στιγμές, όπως σε μια σκηνή η εικόνα του Ιησού που χαμογελά διάπλατα, την έχουν κατατάξει σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές μπουνιουελικές δημιουργίες, η οποία αν και αγγίζει θέματα «ιερά» μπορεί να είναι ταυτοχρόνως σουρεάλ.
Δεν είναι, ωστόσο, αυτή η πρώτη φορά που ο Μπουνιουέλ καταπιάνεται με το θέμα της ηθικής και της αρετής. Αν και όχι τόσο στενά συνδεδεμένο με τη Χριστιανική πίστη, το «Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο Ντε Λα Κρουζ» («Ensayo de un crimen») του 1955 είναι η τραγελαφική ιστορία ενός ανθρώπου διχασμένου ανάμεσα σε μια ζωή φανταστική, ηδονικά αμαρτωλή, και στην πεζή πραγματικότητα.
Ο κύκλος της αμαρτίας κλείνει με το «Viridiana» το 1961, μια ταινία που γυρίστηκε στην Μαδρίτη το διάστημα που ο Μπουνιουέλ ζούσε ακόμα στο Μεξικό και αν και βραβεύτηκε από το Φεστιβάλ Καννών με τον Χρυσό Φοίνικα, ξεσήκωσε οργή και μπήκε στην μαύρη λίστα των απαγορευμένων ταινιών. Η Βιριδιάνα είναι μια νέα καλόγρια η οποία επιθυμεί να αφιερώσει τη ζωή της περιθάλποντας τους φτωχούς και τους άστεγους. Ωστόσο, μία ή ακόμα και περισσότερες καλές πράξεις, δεν αλλάζουν τον κόσμο και το κυριότερο, η αγαθοεργία, δεν αποτελεί λίγες φορές το πρόσχημα προκειμένου να ασκήσει κανείς εξουσία. Πρόκειται για μια από τις πιο βλάσφημες ταινίες του Μπουνιουέλ με σκηνές που σόκαραν την εκκλησία και το κοινό της εποχής, και όχι μόνο εξαιτίας των σκανδαλωδώς ωραίων ποδιών της Σίλβια Πινάλ: Το φλεγόμενο ακάνθινο στεφάνι του Ιησού, το δείπνο των ζητιάνων που παραπέμπει στο Μυστικό Δείπνο της Βίβλου, ήταν χτυπήματα κάτω από τη μέση για τους Καθολικούς και παραπάνω απ’ όσα θα μπορούσαν ν’ αντέξουν.
Το «Ο Σιμών της ερήμου» («Simón del desierto») το 1964 είναι η τελευταία ταινία που θα γυρίσει στο Μεξικό μετά τον περίφημο «Άγγελο Εξολοθρευτή» δύο χρόνια νωρίτερα. Από αυτή τη στιγμή και μετά τα βήματα του θα τον οδηγήσουν ακόμα μια φορά στο Παρίσι, όπου που θα τον υποδεχτεί το κύμα της Νουβέλ Βαγκ.
Μεξικό: Φιλμογραφία 1946- 1964
El gran calavera (1949)
Susana (Carne y demonio) (1950)
Robinson Crusoe (Adventures of Robinson Crusoe) (1952)
La ilusión viaja en tranvía (1953)
La muerte en este jardín (La mort en ce jardin) (1956)
Los ambiciosos (La fièvre monte à El Pao) (1959)