Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ξεπήδησε στο προσκήνιο μιαν άλλη ομάδα (απ’ αυτή των Cahiers) κινηματογραφιστών με χαλαρούς δεσμούς -γνωστή έκτοτε ως Rive Gauche ή “Αριστερή Όχθη”. Μεγαλύτεροι σε ηλικία και λιγότερο παλαβοί για τον κινηματογράφο από την ομάδα των Cahiers, πρόβαλλαν ως κύριο θέμα τη συγγένεια του κινηματογράφου με τις άλλες τέχνες και ειδικά με τη λογοτεχνία. Πολλοί απ’ αυτούς τους δημιουργούς –Alain Resnais, Agnès Varda και Georges Franju– ήταν ήδη γνωστοί για τα εξαιρετικά μικρής διάρκειας ντοκυμαντέρ τους. Όπως οι κινηματογραφιστές της Nouvelle Vague, όμως, ασπάστηκαν κι αυτοί τον κινηματογραφικό μοντερνισμό και η εμφάνιση και εδραίωσή τους στα τέλη της δεκαετίας του 1950 οφείλεται κυρίως στο παθιασμένο ενδιαφέρον ενός κοινού νεαρής ηλικίας για τους πειραματισμούς πάνω στον κινηματογράφο και στην τέχνη γενικότερα.
Δυο έργα στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ήταν τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχτηκε αρχικά η “Αριστερή Όχθη”. Ο Alexandre Astruc, του οποίου το μανιφέστο για την κάμερα-στιλό αποτέλεσε σημαντικό έναυσμα για τη διατύπωση της θεωρίας του δημιουργού, γύρισε την ταινία Les Mauvaises rencontres (Bad Meetings, 1955), που χρησιμοποιεί αναδρομές και voice-over αφήγηση για να εξηγήσει το παρελθόν μιας γυναίκας που την πηγαίνουν στο αστυνομικό τμήμα για μια υπόθεση εκτρώσεων.
Πιο σημαντική, όμως, είναι η μικρού μήκους ταινία της γυναίκας θαύμα του γαλλικού κινηματογράφου, Agnès Varda, La Pointe courte (1955). Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας καλύπτουν οι βόλτες ενός ζευγαριού. Αλλά οι ερασιτέχνες ηθοποιοί και οι φυσικοί χώροι δημιουργούν μια έντονη αντίθεση με τους πονηρά στυλιζαρισμένους voice-over διαλόγους. Το ελλειπτικό μοντάζ της ταινίας ήταν απαράμιλλο στον κινηματογράφο της εποχής.
Η ταινία αρχέτυπο της Αριστερής Όχθης, όμως, ήταν το Χιροσίμα αγάπη μου, σε σκηνοθεσία του Alain Resnais και σενάριο της άλλης κορυφαίας Γαλλίδας, Marguerite Duras. Η ταινία που προβλήθηκε το 1959, μοιράστηκε τα φώτα της δημοσιότητας με το Les cousins (Claude Chabrol) και το Les quatre cents coups (François Truffaut), μια ακόμη απόδειξη για την ανανέωση του γαλλικού κινηματογράφου. Η Χιροσίμα αγάπη μου, πάντως, διαφέρει σημαντικά από τα έργα των Chabrol και Truffaut. Εξόχως “διανοουμενίστικη” μεν, βαθέως σοκαριστική δε, αντιπαραθέτει το παρόν και το παρελθόν κατά τρόπο ριζοσπαστικό. Η ταινία προβλήθηκε στις Κάνες, εκτός συναγωνισμού, το 1959 κι έλαβε το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών. Προκάλεσε αίσθηση, τόσο για τις σεξουαλικού περιεχομένου σκηνές τις όσο και για της αφηγηματικές τεχνικές της. Το σύνθετο μείγμα ντοκυμαντερίστικου ρεαλισμού, υποκειμενικής επίκλησης και σκηνοθετικού σχολιασμού αποτέλεσε ορόσημο στην εξέλιξη του διεθνούς καλλιτεχνικού κινηματογράφου.