Τρίτη ταινία του θεματικού κύκλου “Όταν η ανεργία επιτίθεται”, των προβολών του cinedogs.gr στο “Οξυγόνο”
strong>Μεταφρασμένο τίτλος: «Μακριά πετούν τα σύννεφα»
Πρωτότυπος τίτλος: “Kauas Pilvet Karkaavat”
Σκηνοθεσία: Άκι Καουρισμάκι
Παίζουν: Κάτι Ούτινεν, Κάρι Βεενένεν, Ελίνα Σάλο
Έτος: 1996
Διάρκεια: 96΄
«Ζεστοί αγέρες, φέρτε πίσω την αγάπη μου, τόσο καιρό είμαι μόνος και περιμένω»
Η ζωή κύκλους κάνει, το ίδιο φυσικά και η οικονομία. Περίοδοι ανάπτυξης ακολουθούνται από περιόδους ύφεσης και αυτό που τώρα προβάλλεται ως σκανδιναβικό πρότυπο δεν αποτελεί εξαίρεση. Στα μέσα της δεκαετίας του 90 η Φινλανδία γνώρισε βαθιά ύφεση με την ανεργία να εκτοξεύεται στο 18%. Όχι ότι ο Φιλανδός σκηνοθέτης Άκι Καουρισμάκι χρειάζεται την ύφεση για να σκιαγραφήσει με τα πιο μελαγχολικά και συνάμα ανθρώπινα χρώματα το αστικό τοπίο στη χώρα του. Λένε πως οι καλλιτέχνες περνούν όλη τους της ζωή «γράφοντας» ξανά και ξανά το ίδιο έργο. Αν και αυτή η διαπίστωση ακούγεται (και σίγουρα είναι) δογματική, στην περίπτωση του Καουρισμάκι έχει πετύχει διάνα.
Μια ιστορία αγάπης για ένα ζευγάρι που ανήκει στην εργατική τάξη της βιοπάλης και που προχωράει βαστώντας ο ένας τον άλλον. Τούτη τη φορά ο άντρας, οδηγός λεωφορείου, και η γυναίκα, υπάλληλος που έχει φάει τη ζωή της σε εστιατόριο, χάνουν τις δουλειές τους και αγωνίζονται με νύχια και με δόντια, με υπερηφάνεια και με… καουρισμακική στωικότητα να μπούνε πάλι στο παιχνίδι.
Προφανώς όλες οι στιλιστικές και νοηματικές εμμονές του Καουρισμάκι εντοπίζονται για ακόμα μια φορά με μεγάλη ευκολία. Γνώριμοι ηθοποιοί που εμφανίζονται ακατάπαυστα στις ταινίες του, χαρακτηριστικός τρόπος ερμηνείας με τα χέρια να δυσκολεύονται να αποκολληθούν από το σώμα και το πρόσωπο να παραμένει οριακά ανέκφραστο και ξύλινο είτε οι χαρακτήρες εξομολογούνται το βαθύτερο καημό της ζωής τους, τον ανομολόγητο έρωτα, τη μεγαλύτερη δυστυχία είτε απλώς μιλάνε για τη λίστα από τα ψώνια στο σούπερ μάρκτετ. Ακίνητα πλάνα, μικρές και μεγάλες σιωπές, πάρα πολύ αλκοόλ και ασταμάτητο κάπνισμα που μετατρέπει το μικρόκοσμο του φιλμ σε έναν ασφυκτικό τεκέ είτε βρισκόμαστε σε σπίτι, σε μαγαζί, σε μπαρ ή ακόμα και σε νοσοκομείο. Μακρά μουσικά διαλείμματα είτε με τζαζ είτε με Φιλανδούς μουσικούς με ασυνήθιστο παρουσιαστικό. Ο άντρας είθισται να τρώει τουλάχιστον μια φορά το ξύλο της ζωής του, συνήθως χωρίς να φταίει σε τίποτα, αλλά πάλι βρίσκει το κουράγιο να σηκωθεί στα πόδια του και να… ανάψει τσιγάρο, διότι έτσι πρέπει. Διαβρωτική ειρωνεία και σαρκασμός, διακριτική κοινωνική κριτική χωρίς όμως να γίνεται αυτοσκοπός, διότι όσο ψυχρές κι αν φαίνονται εκ πρώτης όψεως οι ταινίες του Καουρισμάκι, στην πραγματικότητα είναι βαθιά ανθρώπινες. Το επίκεντρο είναι μονάχα ο άνθρωπος, αυτός και τίποτα άλλο. Πίσω από τα κουρασμένα πρόσωπα και τα ασάλευτα μάτια κρύβονται τα πιο αγνά συναισθήματα φιλίας, συντροφικότητας και η σπαρακτική ανάγκη για επικοινωνία.
Στον κόσμο του Καουρισμάκι μπορεί όλα να μοιάζουν στενάχωρα, μελαγχολικά και γκρίζα, αλλά υπάρχει πάντα μια διακριτικά κρυμμένη νότα αισιοδοξίας και μια κρυφή πίστη στον άνθρωπο. Αρκεί μονάχα να ξεσκονίσετε λίγο την επιφάνεια και θα δείτε τη λάμψη.