Σκηνοθεσία: Τζέι Σι Τσάντορ
Παίζουν: Όσκαρ Άιζαακ, Τζέσικα Τσαστέιν
Διάρκεια: 124′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Στα χρόνια της βίας”
Βρισκόμαστε στα χρόνια της βίας και πιο συγκεκριμένα, στη Νέα Υόρκη του 1981, χρονιά κατά την οποία κατεγράφησαν τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας στην ιστορία της πόλης. Εκεί όπου χτίζεται ένας νέος κόσμος πάνω σε θεμέλια βίας. Εκεί όπου η βία συνιστά πλέον περισσότερο διαδικασία, παρά ξέσπασμα. Εκεί όπου οι άνθρωποι ξυπνούν, ζουν και κοιμούνται μαζί της, χωρίς να (πρέπει) να το κάνουν θέμα. Ο Άμπελ Μοράλες είναι ένας μετανάστης που έχει πιάσει την καλή και επιθυμεί να πιάσει διακαώς την καλύτερη. Έχει ξεκινήσει από χαμηλά, είναι αυτοδημιούργητος όπως ορίζει ο αρχετυπικός μύθος του επιτυχημένου άντρα στη ζωή, είναι τολμηρός και έχει προσπαθήσει, όσο του επιτρέπουν οι συνθήκες, να βαδίζει σταθερά σε ένα τίμιο και ίσιο δρόμο. Υπό πολλές έννοιες, ο Άμπελ μοιάζει με τον ήρωα της προηγούμενης ταινίας του Τζέι Σι Τσάντορ (All Is Lost), τον οποίο υποδυόταν ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Δίνει ένα αυστηρά προσωπικό αγώνα και προχωρά μέχρι τέλους, ως εκεί που φτάνει το βλέμμα του. Αυτή τη φορά, ο ήρωάς μας δεν είναι παραδόξως εγκλωβισμένος από την απεραντοσύνη του ωκεανού, αλλά από ένα κλειστό σύστημα που ορίζει, όχι μόνο τις δικές του τύχες, αλλά όλων όσων περικλείονται σε αυτό.
Ο Τσάντορ, πιστοποιώντας το πόσο μετρημένος, πειθαρχημένος και υπομονετικός σκηνοθέτης είναι, υφαίνει ένα εξαίρετο κλειστοφοβικό (με τον τρόπο του) σύμπαν, με απίστευτη έμφαση στη λεπτομέρεια. Οι χαρακτήρες αγκομαχούν περιτριγυρισμένοι από πνιγηρά έπιπλα, περιδιαβαίνοντας πυκνοδομημένους δρόμους, συζητώντας στο ημίφως ασφυκτικών σαλονιών και εστιατορίων, φορώντας κουστούμια και παλτό που μοιάζουν να τους πνίγουν. Η φωτογραφία είναι μονίμως θολή και θαμπή, σαν τις διεργασίες που πραγματοποιεί το μυαλό του κεντρικού ήρωα. Οι αποφάσεις που παίρνει χωρίς να τις παραδέχεται, τα όσα καταλαβαίνει χωρίς να μιλά ανοιχτά για αυτά. Ο Τσάντορ ίσως να μην τραβάει τη βαλίτσα πολύ μακριά, σίγουρα θα μπορούσε να φανεί ακόμη πιο αιχμηρός, αλλά εμμένει με τρομερή προσήλωση στο πλάνο του, φτιάχνοντας μια ταινία με ξεκάθαρες συντεταγμένες. Αποφεύγει σκοπίμως τις υπερβολικές εκρήξεις, αλλά όποτε κρίνει αναγκαίο να ανεβάσει την ένταση το πράττει με εκπληκτική άνεση, είτε με φρενήρη τρόπο (σκηνή καταδίωξης) είτε με υπόκωφο (σκηνή με το ελάφι).
Το βασικό ερώτημα, που πιθανώς έρχεται στο μυαλό όλων μας σε μία τέτοια ιστορία, είναι το εξής απλό: μεταλλάσσεται ο ήρωας; Αλλοιώνεται; Διαφθείρεται; Εδώ λοιπόν είναι το σημείο, όπου πρέπει να βγάλουμε το καπέλο στον Τσάντορ. Και ναι και όχι, είναι η πιο ειλικρινής απάντηση. Ο Άμπελ κλέβει μεν, αλλά στην ουσία κλέβει από τα δικά του λεφτά. Συνάπτει ανίερες συμμαχίες μεν, αλλά τις συνάπτει είτε με υποτιθέμενους φίλους είτε με υποτιθέμενος υπερασπιστές του νόμου. Καταφεύγει στη βία την ύστατη στιγμή, αλλά έχει όντως προκληθεί και η βία του είναι αντίδραση σε μία δράση που έχει επανειλημμένα προηγηθεί. Κάνει την πάπια ανά στιγμές, αλλά όντως μπορεί να επικαλεστεί πως δεν υπήρχες τρόπος να καταλάβει τι συνέβαινε. Εξακολουθεί να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να μην καταλήξει γκάνγκστερ, αλλά υποκύπτει στον πρωταρχικό πειρασμό, στον βασικό συμβιβασμό. Αυτό που θέλει να πετύχει (πολύ όμορφες οι στιγμές στις οποίες δεν μπορεί ακριβώς να εξηγήσει ποια είναι η κινητήριος δύναμή του) δεν είναι εφικτό δίχως ένα συνοδευμένο πακέτο παραδοχών. Κάποιοι δεν θα τα καταφέρουν και πρέπει να το αποδεχτεί και να κοιτάζει πάντα μπροστά. Κάποιοι είναι αναλώσιμοι, ενώ αυτός δεν είναι. Κάποιες φορές θα πρέπει να κάνει τα στραβά μάτια. Κάποιες φορές, θα πρέπει να συνεργαστεί με ανθρώπους ανήθικους. Όχι κάποιες, αλλά όλες τις φορές, θα πρέπει να θυμάται πως η βία, φανερή ή συνηθέστερα αφανής, είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που κάνει στη ζωή.