Σκηνοθεσία: Σέρτζο Καστελίτο
Παίζουν: Πενέλοπε Κρουζ, Εμίλ Χιρς, Αντνάν Χάσκοβιτς
Διάρκεια: 127’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Γεννημένοι ξανά”
Ο Ιταλός ηθοποιός Σέρτζο Καστελίτο είναι παντρεμένος με την συμπατριώτισσά του (αλλά γεννημένη στο Δουβλίνο) συγγραφέα, Μάργκαρετ Ματσαντίνι και μία από τις αγαπημένες τους δραστηριότητες ως ανδρόγυνο περιλαμβάνει τα εξής βήματα: α) ο Σέρτζο κατ’ εξαίρεση κάθεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη, β) η Μάργκαρετ βουτά τη συγγραφική της πένα σε μελάνι σεναριογράφου, γ) παίρνουν τηλέφωνο την Πενέλοπε Κρουζ (της οποίας το επίθετο προφέρεται κανονικά «Κρουθ») και της προτείνουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε ταινία και τέλος, δ) μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη ένα μυθιστόρημα της Μάργκαρετ. Αυτή λοιπόν η πολύ απλή διαδικασία των τεσσάρων βημάτων μας έδωσε αρχικά το «Μείνε ακίνητη» (Non Ti Muovere, 2004) και λίαν προσφάτως το «Γεννημένοι ξανά» που θα μας απασχολήσει εν προκειμένω.
Η ιστορία μας θα ξεκινήσει από το Σαράγεβο του 1984 που ανήκει ακόμη στην ενωμένη Γιουγκοσλαβία και ετοιμάζεται να οργανώσει τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες εκείνης της χρονιάς. Το Σαράγεβο θα γεννήσει τότε ένα bigger than life έρωτα και οκτώ χρόνια αργότερα θα τον συντρίψει με πάταγο, όταν οι δύο πρωταγωνιστές του επιστρέψουν στην ερωτική τους φωλιά, λίγο πριν αυτή μετατραπεί σε ατελείωτο σφαγείο. Πολύ καιρό αργότερα, ένα αναπάντεχο ταξίδι θα ανασύρει όλες τις μνήμες και θα προσφέρει απλόχερα -σχεδόν κατά παραγγελία θα μπορούσε κανείς να πει- τις απαντήσεις σε όλα τα βασανιστικά ερωτήματα που έμεναν πεισματικά αναπάντητα.
Ένας μεγάλος λοιπόν έρωτας θα είναι ο βασικός κύκλος γύρω από τον οποίο θα οργανωθεί ολόκληρη η πλοκή. Έχοντας αυτόν ως βάση, η ταινία αντί να κάτσει στα αυγά της και να το παίξει εκ του ασφαλούς, θα ξανοιχτεί πέρα από τις δυνατότητές της και θα σχεδιάσει πολλά άλλα ομόκεντρα κυκλάκια – ξαδερφάκια. Από τη στιγμή που δεν έχω διαβάσει το μυθιστόρημα της Ματσαντίνι, δεν μπορώ να προεξοφλήσω ότι λυγίζει κάτω από το βάρος των πάμπολλων παράλληλων ιδεών και θεμάτων, ίσως και να καταφέρνει να βρει τον δρόμο του κα να σταθεί όρθιο. Αυτό που μπορεί πάντως να ειπωθεί με σιγουριά είναι πως η ταινία αδυνατεί να ανταπεξέλθει, δυσκολεύεται να προχωρήσει και να ανασάνει, παραπατά και στο τέλος εύλογα πετά λευκή πετσέτα λαχανιασμένη.
Όλα τα επιμέρους στοιχεία (που πιστέψτε με είναι πολλά) δεν καταφέρνουν με τίποτα να χτίσουν μία συνολική οπτική, μία πιο ευρεία εικόνα αλλά ούτε και να συνδεθούν μεταξύ τους με τρόπο που να βγάζει ιδιαίτερο νόημα ή να κινεί το ενδιαφέρον. Ως αποτέλεσμα, η ταινία πλατειάζει, σκουντάει κάποια ζητήματα χωρίς να τα αγγίζει και πέφτει σε μία σχεδόν ατελείωτη κοιλιά, μέχρι το τελικό φινάλε, κυλώντας αργά, πολύ αργά, πάρα μα πάρα πολύ αργά… (Παρένθεση. Όπου «αργά» δεν εννοούμε ότι δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα ή ότι οι ήρωες είναι μουγγοθόδωροι. Πάρα πολλές φορές στο σινεμά, οι σιωπές μπορεί να είναι λαλίστατες και η απραξία μπορεί να είναι υπερδραστήρια. Στην περίπτωσή μας, όλοι μιλάνε, πολλά γεγονότα διαδραματίζονται, δεν συμβαίνει όμως οτιδήποτε το ουσιαστικό ή το διεγερτικό. Τέλος παρένθεσης.) Αν υπάρχει πάντως ένα στοιχείο που σώζει τα προσχήματα είναι η ερμηνεία της όμορφης Πηνελόπης, εσχάτως κυρίας Μπαρδέμ. Εκεί που το ύφος και η πλοκή ποντάρουν στο μελόδραμα και την ευκολία, η Κρουζ διατηρεί τις αποστάσεις της. Ερμηνεύει με νηφαλιότητα, αποφεύγει να εκτεθεί και συμπάσχει με τα αλλεπάλληλα βάσανα του χαρακτήρα της με τρόπο γήινο και ανθρώπινο. Αυτά τα ολίγα για την Πηνελόπη που κάνει ό,τι περνά από το χέρι της αλλά δεν μπορεί να κάνει και θαύματα.
Από εκεί και πέρα και αφότου έχουν θιχθεί διάφορα ζητήματα τελείως επιφανειακά και αφότου έχουμε βαρεθεί για τα καλά, έρχεται η στιγμή της τελικής αποκάλυψης. Τα όσα έρχονται στο φως είναι κομμένα και ραμμένα προκειμένου να νιώσουν όλοι ελαφρύτεροι και με το ξαλάφρωμα αυτό υποτίθεται πως κλείνει αρμονικά ο αρχικός κύκλος, μαζί με όλους τους μικρότερους που έχουν ξεκινήσει από αυτόν. Στην πραγματικότητα βέβαια, όλα μένουν ανοιχτά και ημιτελή, όχι με την καλή έννοια του διφορούμενου και του αμφίσημου, αλλά με την κακή του μισοτελειωμένου και του πρόχειρου. Σαν να έσπασε ξαφνικά η μύτη του διαβήτη πριν ολοκληρωθεί το σχήμα.