Μεταφρασμένος τίτλος: «Το καρφί»
Σκηνοθεσία: Ρικ Ρόμαν Γουό
Παίζουν: Ντουέιν Τζόνσον, Γιον Μπέρνθαλ, Μπάρι Πέπερ, Σούζαν Σάραντον
Διάρκεια: 112΄
Σκεφτείτε αυτό: είσαι 18 χρονών, ζεις στη χαζομάρα της εφηβείας, δοκιμάζεις λίγο απ’ όλα κι ο κολλητός σου φίλος λέει πως θα σου στείλει ένα πακέτο με 2000 χαπάκια έκσταση ή κάτι τέτοιο, το οποίο θα το φυλάξεις εσύ, μέχρι να το παραλάβει για να τα πουλήσει. Εσύ διστακτικά δέχεσαι με τύψεις, γιατί τον εμπιστεύεσαι και ξαφνικά μαζί με το πακέτο που είναι στο όνομά σου μπουκάρουν κι ένα τσούρμο αστυνομικοί της δίωξης ναρκωτικών και σε συλλαμβάνουν. Ελάχιστη ποινή 10 χρόνια! Ο μοναδικός τρόπος για να ελαττώσεις την ποινή σου στα 2 χρόνια είναι να στήσεις την ίδια παγίδα σε κάποιον φίλο σου, ο οποίος (όπως κι εσύ) έτσι κι αλλιώς δεν είναι βαποράκι. Παρά την πίεση από τους γονείς σου, προς τιμήν σου αρνείσαι. Και τότε ο πατέρας σου κάνει ό,τι μπορεί για να σε βοηθήσει. Έρχεται σε επικοινωνία με την εισαγγελέα η οποία μετά από πίεση συμφωνεί πως αν αυτός καταφέρει να παγιδεύσει κάποιον μεγαλέμπορα ναρκωτικών, τότε η ποινή σου θα μειωθεί στο ελάχιστο. Κι έτσι ο πατέρας σου βάζει το κεφάλι του στην γκιλοτίνα, ελπίζοντας η λεπίδα να μην του κόψει το κεφάλι.
Να μου έλεγαν πως θα δω μια ταινία με τον «Βράχο» Ντουέιν Τζόνσον, τον μουσκουλάτο και υπερογκώδη τύπο που τον ίδιο καιρό πρωταγωνιστεί στην ανεκδιήγητη ταινία «Fast & Furious 6» και ότι θα περάσω καλά, δεν θα το πίστευα. Κι όμως, η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις κι ευτυχώς ενίοτε κάποιες από αυτές τις ταινίες που φαινομενικά φτιάχνονται για μια πολύ συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών, ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα. Ο Ντουέιν Τζόνσον είναι από τις ελάχιστες φορές που υποδύεται έναν ρόλο και δεν αρχίζει να μοιράζει γροθιές αριστερά και δεξιά. Για την ακρίβεια, όχι μόνο δεν μοιράζει ούτε μια γροθιά, αλλά τρώει και ξύλο. Νιώθει συνεχώς φοβισμένος και η μοναδική του γενναιότητα έγκειται στο πείσμα του να βοηθήσει το παιδί του να βγει από τη φυλακή για να αποδείξει στον εαυτό του ουσιαστικά πως είναι καλός πατέρας.
Παραδόξως η δράση (καταδιώξεις, μπαμ μπουμ και τέτοια) είναι ελάχιστη, αλλά η ένταση άφθονη, διότι υπάρχει σωστό και σταδιακό χτίσιμο των χαρακτήρων με μεστές ερμηνείες και από τους δεύτερους ρόλους (οι Γιον Μπέρνθαλ και Μπάρι Πέπερ είναι άψογοι), και υπάρχει μια διαρκής αίσθηση αναμονής και προσμονής. Ναι, σασπένς με την ωραία παραδοσιακή έννοια του όρου. Επίσης προφανώς και υπάρχει μελοδραματισμός, αλλά σε κανένα σημείο δεν σε πιάνει αναγούλα. Ανθρωπιά ναι, συναισθήματα ναι, επικές κορόνες όχι (ή τέλος πάντων αληθινά λιγοστές). Ακόμα και η μουσική επένδυση της ταινίας, αληθινά εξαιρετική, βοηθά στο να μη χαθεί ο έλεγχος και να φτιαχτεί η σωστή ατμόσφαιρα απειλής και άγχους.
Δεν λέω πως είναι η ταινία της χρονιάς. Ούτε για πλάκα. Αλλά τηρουμένων των αναλογιών, των προσδοκιών και του πόσο κακή θα μπορούσε να είναι στα χέρια ενός σκηνοθέτη-διεκπεραιωτή, εδώ έχουμε ένα απολαυστικό αποτέλεσμα. Αλήθεια, μου φαίνεται αδιανόητο πόσο γρήγορα πέρασαν τα 112 λεπτά παρέα με τον θηριώδη Ντουέιν Τζόνσον και από πόση μεγάλη γκάμα συναισθημάτων πέρασα με μια φαινομενικά απλοϊκότατη ταινία. Κυρίως νομίζω, όμως, πήρα ένα καλό μάθημα. Ένα μάθημα που το ξέρω, αλλά καμιά φορά λόγω αλαζονείας το ξεχνάω: «δες πρώτα, κρίνε μετά».