Σκηνοθεσία: Τζορτζ Μίλερ
Παίζουν: Τομ Χάρντι, Σαρλίζ Θερόν, Νίκολας Χουλτ
Διάρκεια: 120′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Mad Max: Ο δρόμος της Οργής”
Μήνες πριν την οριστική επιστροφή του Mad Max στα κινηματογραφικά δρώμενα, όλα έμοιαζαν τετελεσμένα πριν καν προβληθεί η νέα ταινία του Τζωρτζ Μίλερ στις αίθουσες. Το σούσουρο στα κοινωνικά δίκτυα σε σχέση με την πολυπόθητη ανωτερότητα αυτού του ετεροχρονισμένου reboot απ’ οτιδήποτε αντίστοιχο έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, ο ενθουσιασμός με τον οποίο προλόγιζαν οι οπαδοί το (ομολογουμένως θεσπέσιο) δεύτερο trailer ή τις φωτογραφίες από τα γυρίσματα που διέρρεαν στο διαδίκτυο ανά τακτά χρονικά διαστήματα και η γενική συγκίνηση που ο χαλκέντερος Τζωρτζ Μίλερ, παρά τα εβδομήντα του χρόνια, ανέλαβε να επανασυστήσει ο ίδιος το πνευματικό του τέκνο στις νέες γενιές (αντί να πασάρει το project σε κάποιον άγνωστο πιτσιρικά-παιδί για τα θελήματα της χολιγουντιανής βιομηχανίας, όπως βλέπουμε κατά κόρον να γίνεται με τα remakes cult ταινιών που αγαπήσαμε ως έφηβοι), σύντομα δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα γιορτής και εκστατικού fanboyσμού (sic), μέσα στην οποία ένιωθες καλά να αφήνεις τις ελπίδες σου να ξεθαρρεύουν.
Βέβαια το hype, είναι άτιμο πράγμα, ύπουλο. Απ’ τις τοξικές του παρενέργειες κινδυνεύουν εξίσου ο μέσος κινηματογραφόφιλος, ο απλός fan αλλά κι ο κριτικός. Τίποτα δεν μπορεί να σου εγγυηθεί, όταν οι προσδοκίες σου δεν γνωρίζουν κανένα μέτρο, ότι δεν θα απογοητευθείς. Επίσης, κανείς δεν μπορεί να διαφυλάξει μια ψύχραιμη, καθαρή ματιά (πολύτιμη όταν μιλάμε για την εκτίμηση ενός καλλιτεχνικού προϊόντος), όταν τελεί υπό το κράτος παροξυσμικών διαθέσεων και περιμένει να του ‘ρθει ο ουρανός σφοντύλι, κατά τη διάρκεια μιας προβολής.
Εκεί λοιπόν που συνέτρεχαν όλες οι βασικές προϋποθέσεις για να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια παταγώδη αποτυχία κι ένα τεράστιο φιάσκο (όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά μόνο για το γεγονός ότι ζητήσαμε πάρα πολλά απ’ τον Τζωρτζ Μίλερ), σπάσαμε τα μούτρα μας –με την καλή έννοια- ερχόμενοι σε μετωπική σύγκρουση μ’ ένα οργιαστικό υπερθέαμα δράσης που –ω του θαύματος!- δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε δεκατριάχρονα. Το «Mad Max: Fury Road», έχοντας δύσκολη αποστολή εξ’ αρχής, δηλαδή να συναντηθεί με τους πόθους του κοινού και, ει δυνατόν, να καταφέρει να τους ξεπεράσει κιόλας, ξεδιπλώνεται μ’ ένα νεύρο κι έναν μπαρουτοκαπνισμένο τσαμπουκά που θυμίζει πρόκληση σε αναμέτρηση!
Προφανώς αυτός που προκαλείται είναι ο θεατής. Ο Μίλερ, μοιάζει να του λέει «ξέρω ότι με περίμενες στη γωνία για να με κάνεις φύλλο και φτερό αλλά σου έχω νέα: ήρθα κι εγώ προετοιμασμένος!» και του πετάει τη μία συναρπαστική σεκάνς πίσω απ’ την άλλη. Όλα στο «Fury Road» (εικόνες, ήχοι, στυλιζάρισμα, αισθητική, σκιαγράφηση εναλλακτικού σύμπαντος) παίζουν στη διαπασών και τρέχουν με το γκάζι πατημένο ως το τέρμα. Ξεκάθαρα έχουμε να κάνουμε με μια μαξιμαλιστική και heavy metal προσέγγιση, τόσο της αφηγηματικής τονικότητας, όσο και της σκηνογραφικής κατασκευής (που είναι υπέροχα ιμπρεσιονιστική). Πρώτη όλων, βγάζει μάτια η καταπληκτική φωτογραφία του John Seale που μετατρέπει το φιλμ σε οπτικό ποίημα και κόβει άμεσα τους όποιους δεσμούς του με την πραγματικότητα για να το εγκαταστήσει στην περιοχή του Μύθου.
Εκεί, ενδεδυμένο πια τον μανδύα της αλληγορίας (όπως συνέβαινε με το αριστουργηματικό «Road Warrior» του 1981, που ουσιαστικά δημιούργησε τον θρύλο του Mad Max), μπορεί να μιλήσει αρχετυπικά αλλά με μοντέρνα γλώσσα, για θέματα ιστορικά που προσεγγίζονται με έναν υπεριστορικό τρόπο. Δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις ανεπιφύλακτα τη δουλειά του Τζωρτζ Μίλερ σ’ αυτό το επίπεδο. Ενώ εξελίσσει και πλουτίζει σε λεπτομέρειες το δυστοπικό, μεταποκαλυπτικό τοπίο που μας παρουσίασε πρώτη φορά στο «Road Warrior», βαθαίνει το φόντο, διευρύνει τις διαστάσεις της παραβολής κι αφήνει να εισχωρήσουν στην πυρηνική προβληματική του (που είναι ένα κράμα οικολογικών ανησυχιών, αυστηρής κριτικής στην καπιταλιστική υπερβολή και την αλλοτρίωση που την συμπληρώνει και αναθέματος κάθε ολοκληρωτισμού), πολυπλοκότερες κοινωνικοπολιτικές νύξεις. Συνήθως, στο κουρασμένο sci-fi υποείδος που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε: «τα μεθεόρτια μιας μεγάλης καταστροφής» (για το οποίο, η Mad Max μυθολογία υπήρξε καθοριστική επιρροή), τα σημαινόμενα εξαντλούνται στον φουτουριστικό μηδενισμό και την κρυπτοχριστιανική νουθεσία περί αλλαγής της σχέσης μας με τη φύση και τους άλλους. Ο Μίλερ, όμως, καθότι πρώτος διδάξας, δεν θα μπορούσε να υπηρετήσει τα κλισέ.
Αντί να επιδοθεί σε γενικόλογες δοκησισοφίες, προτιμά να μιλήσει συγκεκριμένα: για την αναπόφευκτη καθυπόταξη της γυναίκας μέσα σε μια, διηρημένη σε αφέντες και δούλους, τοτεμική κοινωνία (το φαντασιακό κανοναρχεί ακόμα και στις «λογικά» διευθετημένες δημοκρατίες μας, πόσο μάλλον στον ψυχεδελικό εφιάλτη διοίκησης που εκφράζεται στο «σύστημα» του Immortan Joe), για το κόστος κάθε ρήξης με το «παλιό», που είναι γενεσιουργός αιτία του «καινούργιου», για την ανάγκη συσπείρωσης και αντεπίθεσης κάθε μειοψηφίας που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Και δεν σταματά εκεί. Όχι μόνο στο νοηματικό αλλά και στο τεχνολογικό επίπεδο, πηγαίνει κόντρα στην πεπατημένη.
Δουλεύοντας το υλικό του με έναν «χειροποίητο» περφεξιονισμό που δεν χαρίζεται στην ευκολία (και τις ανώδυνες εντυπώσεις, εδώ που τα λέμε) των CGI ψηφιακών εφέ, μαστορεύοντας και κοσμώντας τα πάντα με ιδιαίτερες λεπτομέρειες, κάνοντας μια μερακλίδικη σπονδή στα στοιχεία της φύσης, το χώμα, το νερό, τη φωτιά και τον αέρα, γεμίζει τα πλάνα του με μια ευλογημένη «υλικότητα» που μας είχε λείψει μετά από τόσα χρόνια ταχείας «βιντεογκεϊμοποίησης» (επιτρέψτε μου τον άσχημο νεολογισμό) του κινηματογράφου δράσης. Αυτή η αίσθηση του χοϊκού πραγματικού μέσα σε ένα σύμπαν, εξόφθαλμα και ηθελημένα «πλαστό» και μυθοποιημένο, δημιουργεί μια έξοχη αντίστιξη που προσεγγίζει τις όχθες ενός αναπάντεχου λυρισμού.
Βέβαια οι καταβολές του έργου, παρά το θηριώδες της παραγωγής και τη σοβαρή σημειολογία, παραμένουν αξιολάτρευτα pulp! Νιώθεις πως σε έχουν αφήσει να τριγυρνάς μέσα σε ένα στοιχειωμένο θεματικό πάρκο, όπου τα φαντάσματά του είναι κινηματογραφικές (και όχι μόνο) μνήμες. Μέσα σε αυτή την avant-garde συμφωνία χάους, φθοράς, παρακμής και τρέλας που είναι το μέλλον της ανθρωπότητας, σύμφωνα με τον Μίλερ, συνωθούνται ετερόκλητα χνάρια, όχι ενός, αλλά διαφόρων παρελθόντων. Σαν η Ιστορία να ήταν ένας τεράστιος σκουπιδότοπος (και σύμφωνα με ορισμένους φιλοσόφους, αυτό ακριβώς είναι), που ξέβρασε τις παλιατζούρες του στο ψυχοτρόπο, αμμώδες τοπίο όπου κυνηγιούνται μέχρι εξαντλήσεως, ο Max, η Furiosa κι ο Immortan Joe.
Και δεν μιλάμε για την Ιστορία ως επιστήμη, έτσι όπως την κατέγραψαν βλοσυροί λόγιοι ανά τους αιώνες, αλλά για την Ιστορία σαν παιχνίδι έτσι όπως την είδε, και τη βλέπει, το σινεμά. Θραύσματα αλλοτινών εποχών, συναρμολογούνται σε νέα αντικείμενα (σαν περίεργες αντίκες με νέες χρηστικές ιδιότητες), ένας ρετρό διάκοσμος είναι το σύμπαν του Max, σαγηνευτικά αναχρονιστικός και φετιχιστικά vintage! Κι όσα απ’ τα περασμένα, παίρνουν παράταση ζωής μέσα απ’ τα κάδρα του φιλμ, το κάνουν δια της καλλιτεχνικά επεξεργασμένης μορφής τους: αντανακλώντας κινηματογραφικά είδη δηλαδή!
Στη μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική αυτού του ιδιότυπου σινεφιλικού ναού, αφομοιώνονται στοιχεία από το γουέστερν (ο ίδιος ο Max, με τη λιγομίλητη στάση του, ανακαλεί μυθικούς περιπλανώμενους δίχως όνομα αλλά και πολλοί από τους παλαβούς εχθρούς του, φέρνουν στο νου την παραμορφωμένη, απειλητική εικόνα που έδωσαν οι ταινίες του Τζον Φορντ για τους ινδιάνους) , την ταινία εποχής (το πιστόλι luger απ’ τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι πινελιές από μια αποχαλινωμένη, σχεδόν καρναβαλική αρχαία Ρώμη στην πολεμόχαρη “λεγεώνα” του Joe),το b-movie τρόμου των 80s, κι άλλα πολλά.
Πάνω απ’ όλα, όμως, το Mad Max: Fury Road είναι μια καθηλωτική περιπέτεια, ξέφρενης δράσης. Είναι αλήθεια ότι είχαμε χρόνια να δούμε τόσο άρτια σκηνοθετημένο –εδώ μάλλον η κατάλληλη λέξη είναι «χορογραφημένο»- θέαμα ανατινάξεων, ξύλου, κυνηγητών που να φλερτάρει, ταυτόχρονα, με την καθαρή ποίηση (η σκηνή της αμμοθύελλας αλλά και όλα τα νυχτερινά ιντερμέδια, τα λουσμένα στο γαλάζιο ασήμι). Στην ψυχή αυτής της «γκαζωμένης» εξτραβαγκάντζας βίαιων συμπλοκών, βρίσκεται περισσότερη τρυφερότητα απ’ όση, ενδεχομένως, περίμενες.
Ο αριβίστας και αμοραλιστής Max δεν είναι και τόσο ερωτευμένος με το τομάρι του όσο θέλει να δείχνει και ο τρόπος που εμπλέκεται στην περιπέτεια των εξεγερμένων θηλυκών και ρισκάρει τη ζωή του για να τα βοηθήσει, έχει κάτι το αντρίκια αλτρουιστικό, ρομαντικό και «ιστγουντικά» μόρτικο. Η αρχηγική Furioza (μιας υπέροχα εσωτερικής Σαρλίζ Θερόν), από ανάγκη σκληροτράχηλη και «τσακωμένη» με κάθε γυναικεία αδυναμία, κρύβει μύχιο σπαραγμό και αυθεντική απογοήτευση κάτω από τόνους αδιαπραγμάτευτου δυναμισμού. Εγκλωβισμένη σε έναν κόσμο ερειπωμένο από ελπίδα και γαλήνη, σκληρά αφιλόξενο για την Ομορφιά, δεν γίνεται πολεμίστρια από επιλογή, αλλά εκ των συνθηκών, προκειμένου να επιβιώσει.
Στην –ήδη πολυσυζητημένη- φεμινιστική του συμβολιστική, ο Μίλερ, δεν καταντάει ούτε politically correct, ούτε διδακτικός. Στηλιτεύοντας με σφιγμένες γροθιές, μια τερατώδη (κυριολεκτικά) πατριαρχία που, στην ουσία της, δεν έπαψε ποτέ να κλείνει το μάτι στο ναζισμό (η λύσσα του Immortan Joe για «τέλειους» απογόνους, όλη αυτή η λαχτάρα για την ευγονική, ασφαλώς αντικατοπτρίζει, όχι μόνο τα ναζιστικά πειράματα για την βελτίωση του Άρειου ανθρώπου αλλά και τις σύγχρονες, επιστημονικά νομιμοποιημένες, προσπάθειες της γενετικής για πρόβλεψη των ασθενειών και διαφύλαξη της υγείας των απογόνων πριν καν γεννηθούν.
Eδώ, η κριτική ενός θανατόληπτου πολιτισμού, εμμονικά προσηλωμένου στην διαιώνιση, γίνεται με τους όρους μιας γκροτέσκας εικονογράφησης που φλερτάρει με το γκραν γκινιόλ), οργανώνει ένα μπαρόκ εικονοπλαστικά, μανιφέστο γυναικείας χειραφέτησης που χρησιμοποιεί τους καπνούς απ’ τις εκρήξεις σαν προπέτασμα, για να τοποθετήσει τη βόμβα του στα θεμέλια του πατερναλιστικού μοντέλου κυριαρχίας. Γιατί, ξεκινώντας απ’ τις γυναίκες-αντικείμενα- αναπαραγωγικά σκεύη, επεκτείνει τον συλλογισμό του στο εύρος όλης της κοινωνίας (ας μην ξεχνάμε ότι ο Immortan Joe χειραγωγεί τα πλήθη, τόσο δια της φαντασιακής οδού –τάζοντας τους τη Βαλχάλα- όσο και δια της υλικής: στερώντας τους το νερό) και ξεμπροστιάζοντας την Εξουσία, σε όλη της την εκμεταλλευτική ασχήμια.
Η λύση του Μίλερ, όμως, δεν θα έχει τίποτα το πεσιμιστικό. Καταδικάζοντας τις ονειροφαντασίες και τα ιδεολογήματα που υπόσχονται ουτοπικές καταστάσεις, ιδανικές πολιτείες και εγκόσμιους παραδείσους, ο Ελληνοαυστραλός σκηνοθέτης (που στα 70 ολοκληρώνει την καλύτερη ταινία της καριέρας του), με ένα πανέξυπνο, δραματουργικό εύρημα, θα τοποθετηθεί επαναστατικά και με ρεαλισμό σε σχέση με την αυθεντικά μαχητική στάση: όχι να φεύγεις κυνηγημένος, αναζητώντας σε ένα αφηρημένο «αλλού» τη λύτρωσή σου, αλλά να μένεις στο δύσκολο, και απογοητευτικό, και κατάμαυρο «εδώ» και να παλεύεις να το αλλάξεις, να το κάνεις από αβίωτο βιώσιμο, να επιβληθείς σε ό,τι σε καταθλίβει, σε διώχνει, σε εξοντώνει.
Κι έτσι, παρά τον ασταμάτητο ρυθμό τρεχαλητού και χλαπαταγής με τον οποίο «φορτσάρει», απ’ το πρώτο μέχρι το τελευταίο φιλμικό λεπτό, το Mad Max: Fury Road, τόσο το πολιτικά καίριο μήνυμα, όσο και η συναισθηματική τόνωση, βρίσκουν χώρο να εγκατασταθούν , έδαφος να φυτρώσουν και να ανθοφορήσουν. Όχι και μικρό πράγμα για ένα φιλμ που οι περισσότεροι θα απολαύσουν βγάζοντας άναρθρες κραυγές και επιφωνήματα ενθουσιασμού, αποσβολωμένοι απ’ την εκπληκτική του δράση. Αδρεναλίνη, σασπένς, εικαστική κομψότητα, συναίσθημα και προβληματισμός, σπάνια παντρεύτηκαν τόσο επιτυχημένα σε blockbuster της τελευταίας δεκαετίας (τουλάχιστον). Μακάρι να συνεχίσει με την ίδια φούρια ο Τζωρτζ Μίλερ, έχουμε ανάγκη από τέτοιο σινεμά!