Σκηνοθεσία: Λι Ντάνιελς
Παίζουν: Ζακ Έφρον, Μάθιου ΜακΚόναχι, Νικόλ Κίντμαν, Τζον Κιούζακ, Μέισι Γκρέι
Διάρκεια: 107΄
Προσπαθήστε να φανταστείτε αυτό: Φλόριδα 1969. Κατακαλόκαιρο. Υγρασία και αφόρητη ζέστη. Ιδρωμένα κορμιά. Ο Γουόρντ, ένας γοητευτικός ρεπόρτερ επιστρέφει στην κωμόπολη γενέτειρά του μαζί με τον μαύρο συνεργάτη του. Με τη βοήθεια του μικρού αδερφού του και της Σαρλότ, μιας σαραντάρας σεξοβόμβας που δεν χάνει ευκαιρία να φλερτάρει, να προκαλέσει και να ενδώσει, θέλει να κάνει το ρεπορτάζ της ζωής του. Ο Χίλαρι Βαν Βέτερ περιμένει στην πτέρυγα των θανατοποινιτών την εκτέλεσή του για τη δολοφονία του σερίφη της περιοχής. Ο στόχος του ιδεαλιστή Γουόρντ είναι να αποδείξει την αθωότητά του Χίλαρι και να γίνει διάσημος. Μόνο που ο Χίλαρι Βαν Βέτερ είναι σωστό καθίκι και δεν μοιάζει να θέλει να βοηθήσει τον εαυτό του.
Μπερδευτήκατε; Καλώς κάνατε. Εν μέσω ενός φωτεινού και ασφυκτικού καλοκαιριού τίγκα στις ορμόνες και με διαλείμματα από εξιλεωτικές μπόρες, ένα χρωματιστό κολλάζ από διφορούμενους χαρακτήρες με διφορούμενα κίνητρα μπλέκονται σε μια διφορούμενη υπόθεση με απρόβλεπτη εξέλιξη. Η ταινία προβλήθηκε στα μίντια ιδιαίτερα για την παρουσία της Νικόλ Κίντμαν στο ρόλο της Σαρλότ αν και για τους λάθος λόγους. Τα μίντια ασχολήθηκαν με το οπτικό ζήτημα, την Κίντμαν σε προκλητικό ρόλο που κάνει προκλητικά πράγματα (για παράδειγμα, σε μια σκηνή προκειμένου να απαλύνει τα τσιμπήματα από τις μέδουσες στο σώμα του λιπόθυμου μικρού αδερφού του Γουόρντ, τον κατουράει στο πρόσωπο και στο στήθος). Αυτό, όμως, που δεν κατάλαβαν ή δεν τους ένοιαζε ήταν ότι κατά μια έννοια η παρουσία της Σαρλότ συνοψίζει και την όλη αισθητική της ταινίας. Η Σαρλότ είναι αυτό που στις Η.Π.Α. ονομάζεται «λευκό σκουπίδι». Πολίτης βήτα κατηγορίας, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, που μασάει τσίχλα σαν αγελάδα, είναι βυσματωμένη στην τηλεόραση, φοράει παρδαλά σφιχτά ρούχα, ψηλά τακούνια, περούκα, ψεύτικες βλεφαρίδες, κουνάει τον κώλο της σαν βάρκα κι ερωτεύεται πάντα τον λάθος άντρα. Είναι μια γυναίκα βουτηγμένη σε μια φτηνή υπερβολή.
Ακριβώς έτσι και η ταινία του Λι Ντάνιελς είναι βουτηγμένη σε μια απαστράπτουσα υπερβολή, φορτωμένη με έντονα καλοκαιρινά χρώματα, μουσικές, μοντάζ που χρησιμοποιεί όλα τα φτηνά τρικ για να προσελκύσει το βλέμμα σου και καταστάσεις φτηνές κι ακραίες που θέλουν να σε φτιάξουν και να σε προκαλέσουν. Και κατά μία έννοια, τα καταφέρνει. Με τον ίδιο τρόπο που η Νικόλ Κίντμαν, ως Σαρλότ, μαγνητίζει το βλέμμα σου με την πρόστυχη συμπεριφορά της και τις ψεύτικες βλεφαρίδες της, έτσι και η ταινία σε μαγνητίζει με τη φορτωμένη σεξουαλικότητά της, τους πρόστυχους χαρακτήρες και τα ψεύτικα κόλπα της. Είναι ένα ιδιαίτερο στοίχημα, αυτό του Λι Ντάνιελς, κι αν θέλετε να είμαι ειλικρινής, πιστεύω πως είναι από αυτές τις ταινίες που δεν θα κερδίσουν εύκολα τον απροπόνητο θεατή, για να μην πω ότι θα τον διώξουν. Αν η ταινία είχε άρωμα, θα ήταν φτηνή κολόνια που καλύπτει ιδρώτα. Πώς σας φαίνεται;
Αν δεν σας κερδίσει η αισθητική, τότε δεν θα εκτιμήσετε ούτε τις προσεκτικά δομημένες σχέσεις λευκών και μαύρων όπως αυτές σκιαγραφούνται στο νότο του 1969 ούτε τα αμέτρητα σχόλια για τη σεξουαλικότητα, την επιθυμία και τον έρωτα ούτε για την προσωπική φιλοδοξία και το πώς ο προσωπικός εγωισμός πίσω από το πλέγμα μιας όμορφης ιδεολογίας, μπορεί να μεταμορφωθεί σε καταστροφικό κυνισμό. Και φυσικά δεν θα απολαύσετε το ταξίδι, που είναι και το πιο σημαντικό.