Σκηνοθεσία: Σεθ ΜακΦάρλεϊν
Παίζουν: Μαρκ Γουόλμπεργκ, Σεθ ΜακΦάρλεϊν, Μίλα Κούνις, Τζοβάνι Ρίμπιζι
Διάρκεια: 106’
Σε κάθε σινεμά που θα προβληθεί η ταινία «Ted» θα πρέπει κανονικά να υπάρχει ένα ερωτηματολόγιο που θα διερευνά σε ποιο βαθμό είναι εξοικειωμένοι οι θεατές με τη διάσημη animation τηλεοπτική σειρά «Family Guy». Αν λατρεύετε τη συγκεκριμένη σειρά, έχετε κάνει τη σωστή επιλογή ταινίας. Αν δεν είστε εξοικειωμένοι με τις περιπέτειες της οικογένειας Γκρίφιν, είναι δύσκολο να πει κανείς αν θα σας αρέσει η ταινία. Αν το χιούμορ της σειράς σας προκαλεί αδιαφορία ή εκνευρισμό, μην μπείτε καν στον κόπο να μπείτε στην αίθουσα. Όπως μάλλον θα περίμενε κανείς, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του δημιουργού του «Family Guy» (καθώς και των μεταγενέστερων και παραπλήσιας αισθητικής «American Dad!» και «The Cleveland Show»), Σεθ ΜακΦάρλεϊν, μοιάζει σε πολλές του στιγμές με ένα παρατεταμένο επεισόδιο του «Family Guy». Αρχικός μάλιστα σκοπός του ΜακΦάρλεϊν και των συνεργατών του ήταν να γυρίσουν ένα animation, αλλά ο συνδυασμός live action και computer generated imagery δεν άργησε να τους κερδίσει.
Τα πάντα ξεκινούν μία νύχτα με καταιγίδα στη Βοστώνη. Ένα αντικοινωνικό και φοβισμένο αγόρι εύχεται το αρκουδάκι του να ήταν ζωντανό, ώστε επιτέλους να αποκτήσει ένα φίλο. Κοίτα να δεις που καμιά φορά οι ευχές όντως πιάνουν. Άντε όμως και αποκτούμε αυτό που τόσο ποθούμε τη στιγμή της ευχής, τι συμβαίνει άραγε μετά; Πώς εξελίσσεται η ευχή που έχει εκπληρωθεί; Με μία έξυπνη και όμορφη αλληλουχία σκηνών, ο ΜακΦάρλεϊν μας μεταφέρει συνοπτικά την άνοδο και την πτώση του αρκούδου Τεντ. Αρχικά, talk of the town, λατρεμένη χνουδωτή μπαλίτσα όλης της Αμερικής, καλεσμένος στο talk show του Τζόνι Κάρσον, στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Σύντομα όμως, η μπογιά ξεθωριάζει, εξάλλου μόδα είναι και θα περάσει, ο Τεντ ξεχνιέται και πέφτει στην απόλυτη αφάνεια, μέχρι να φτάσουμε στο απολαυστικό σήμερα. Ετοιμαστείτε να γνωρίσετε ένα αθυρόστομο, πρώην bad boy της showbiz, το οποίο μαστουρώνει με μαριχουάνα, εκτοξεύει προσβλητικά αστεία σε ρυθμό πολυβόλου, προσκαλεί συχνά πόρνες στο σπίτι του και γενικά ζει μία ζωή που μοιάζει με παιδική χαρά, μακριά από κάθε ενήλικη ευθύνη. Η μόνη του σταθερά ο παιδικός του φίλος, ο οποίος αρνείται να τον εγκαταλείψει, παρόλο που του φέρνει μόνο μπελάδες. Να θυμάστε πως όλα τα παραπάνω ισχύουν για ένα αρκούδο.
Ο ΜακΦάρλεϊν λοιπόν, επιτυγχάνει σε ικανοποιητικό βαθμό να μεταφέρει το κλίμα του «Family Guy» στη μεγάλη οθόνη. Όπως ακριβώς αγαπάμε τον ομιλούντα σκύλο, Μπράιαν Γκρίφιν, έτσι θα αγαπήσουμε και τον αρκούδο μας, ο οποίος φέρνει περισσότερο προς τον Πίτερ Γκρίφιν, με τη φωνή όμως του Μπράιαν. Παρεμπιπτόντως, αυτή είναι η πραγματική φωνή του Σεθ ΜακΦάρλεϊν, ο οποίος δανείζει τη φωνή του σε τρία μέλη της οικογένειας Γκρίφιν (Πίτερ, Στούι, Μπράιαν). Μάλιστα, για την βαριά βρετανική προφορά του Στούι πηγή έμπνευσης υπήρξε ο διάσημος Βρετανός ηθοποιός Ρεξ Χάρισον και πιο συγκεκριμένα, ο τρόπος ομιλίας του στο θρυλικό μιούζικαλ, «Ωραία μου κυρία» (My Fair Lady, 1964). Κατά τα λοιπά, στο αμιγώς ανθρώπινο καστ όλα μοιάζουν ιδανικά φροντισμένα. Ο Μαρκ Γουόλμπεργκ διαθέτει (και) τη φλέβα του κωμικού στο ρεπερτόριο του. Αρνούμαι να σχολιάσω τη Μίλα Κούνις γιατί είναι ύβρις να σχολιάζει κανείς τη Μίλα Κούνις. Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Ο Τζοβάνι Ρίμπιζι, σκέτη απόλαυση στον συμπληρωματικού ρόλο του ανισόρροπου stalker, ενώ μίνι εμφάνιση πραγματοποιεί και η τραγουδίστρια Νόρα Τζόουνς.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα της ταινίας έγκειται στο ότι κρατά σταθερά τα επίπεδα της χιουμοριστικής και κωμικής της διάθεσης, χωρίς υπέρμετρες κοιλιές. Ο ρυθμός δηλαδή είναι σταθερά ευχάριστος, άσχετα αν δεν «πιάνουν» όλα τα αστεία. Όπως προείπαμε, η ταινία μοιάζει με ένα τραβηγμένο σε διάρκεια επεισόδιο του «Family Guy», επομένως θα ήταν σχεδόν αδύνατο να ήταν αμετάβλητα καταιγιστική και εύλογα χωλαίνει ανά στιγμές. Εξυπακούεται πως σε κάποιες άλλες μπορεί να γίνει απλώς ξεκαρδιστική. Κατά τα άλλα, το subplot που στηρίζει τη βασική ιστορία είναι σαφώς χλιαρό, ενώ η κυρίως πλοκή σαφώς προβλέψιμη. Τίποτα από τα δύο πάντως δεν δημιουργεί ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς η ουσία είναι αλλού. Στα κραυγαλέα κωμικά gags, στη διαδοχή ευστροφίας και bad humor we love, στις ζουμερές δόσεις αστείων που παίζουν με κάθε είδους στερεότυπα και κρίνονται ακατάλληλα για πουριτανούς, στη συνεχή σάτιρα τόσο του politically correct όσο και του πανικού αποφυγής του.
Αν διερωτάστε αν ο ΜακΦάρλεϊν θα μπορούσε να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό από τη γνωστή του μανιέρα, υποθέτω πως θα απαντούσα αρνητικά. Προς το παρόν, κατορθώνει να μας δώσει μία ταινία αστεία, τόσο με τη διασκεδαστική έννοια του όρου όσο και με αυτή του αξιοπρόσεκτα περίεργου. Δυσκολεύομαι πάντως να φανταστώ κάτι περισσότερο από αυτό, το οποίο όμως προς το παρόν δεν μας χαλάει καθόλου. Συν τοις άλλοις, ο ΜακΦάρλεϊν μοιράζεται μαζί μας την οδύνη και το άγχος που επιφέρει η ενηλικίωση. Πολύ ζόρικη διαδικασία, όντως. Κάποιοι ομφάλιοι λώροι πρέπει να κοπούν αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να θανατώσουμε την παιδική μας ηλικία, μοιάζει να μας λέει. Από εκεί ξεκίνησαν όλα και εκεί θα καταλήξουν. Θα τη διαφυλάξουμε, έστω και μπανταρισμένη, απλώς δεν θα την αφήσουμε να πάρει τα γκέμια. Το χάπι εντ δεν ήταν λοιπόν μπανάλ. Ήταν απαραίτητο. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, αναρωτιέμαι που έχουν πάει όλες εκείνες οι παραδοσιακές αξίες, στις οποίες βασιζόμασταν παλιά…
Για όσους δεν κατάλαβαν:
Haven’t you heard?
A ναι, σωστά, πρέπει να μπει και το τρέιλερ της ταινίας…