Σκηνοθεσία: Τζον ΜακΛιν
Παίζουν: Μάικλ Φασμπέντερ, Κόντι Σμιτ ΜακΦι, Μπεν Μέντελσον, Κάρεν Πιστόριους
Διάρκεια: 84’
Έχετε δει κάποιο γουέστερν, στο οποίο η πρώτη εικόνα είναι ένα ερωτευμένο παιδί που μετρά τα άστρα; Έχετε δει κάποιο γουέστερν, στο οποίο η δράση να δρομολογείται από ένα έρωτα ανεκπλήρωτο και τόσο βαθιά ολοκληρωτικό που να μοιάζει ψεύτικος; Έχετε δει κάποιο γουέστερν που να ξεκινά με την παραμυθένια δομή «ήταν μια φορά κι έναν καιρό» και να κλείνει στο ίδιο πνεύμα, με το «’ζήσαν αυτοί καλά (όσοι τέλος πάντων καταφέρνουν να επιζήσουν) κι εμείς καλύτερα»; Μάλλον όχι, οπότε να είστε προετοιμασμένοι για κάτι ολότελα διαφορετικό, εφόσον αποφασίσατε να δείτε το Slow West. Διότι ο Τζον ΜακΛιν παιχνιδίζει με τους κώδικες και τις νόρμες του γουέστερν, όχι ακριβώς για να πετύχει κάποια αποδόμηση, αλλά ίσα ίσα γιατί προσπαθεί να αγγίξει τη βαθιά ουσία τους, στοχεύοντας μακρύτερα από την αρχική βιτρίνα.
Η επαναδιατύπωση του συντακτικού και της γλώσσας ενός κινηματογραφικού είδους είναι μια διαδικασία παλιά και προσφιλής για την ίδια την τέχνη του σινεμά, αλλά και για το γουέστερν ειδικότερα. Εμβληματικότερο παράδειγμα το αριστουργηματικό Οι αιχμάλωτοι της ερήμου (1956), όπου οι βαρόνοι του είδους Τζον Φόρντ και Τζον Γουέιν, μετά από αμέτρητες επιτυχίες γεμάτες good old far west σκληράδα, ακολουθούν στη 12η (!) συνεργασία τους ένα πιο κακοτράχαλο μονοπάτι. Ο κεντρικός ήρωας ξάφνου δεν είναι άμεμπτου ηθικής και υποδειγματικής παλικαριάς. Είναι μία σκοτεινή περσόνα, δέσμιος τραυμάτων του παρελθόντος και θλιμμένων εμμονών. Ομοίως, το φινάλε κάθε άλλο παρά ηρωικό μπορεί να χαρακτηριστεί. Ο φτωχός και μόνος καουμπόι δεν είναι τίποτα άλλο από μια χαμένη ψυχή που βολοδέρνει στην τρομακτική απεραντοσύνη και σιωπή του αχανούς τοπίου. Ανάλογου (και ίσως μεγαλύτερου) βεληνεκούς παράδειγμα, ο σκληρός κι αιμοσταγής κόσμος που πλάθει ο Κλιντ Ίστγουντ στην ταινία Οι ασυγχώρητοι (1992), ανανεώνοντας για τα καλά ένα είδος που έμοιαζε να πνέει τα λοίσθια. Το ‘going out west χάνει ολοσχερώς τον επικό του τόνο και τα ψευδώς εξευγενισμένα του κίνητρα. Αίμα, πληγές, βαρβαρότητα, εκδίκηση, βρωμιά και δυσωδία, για ένα σύμπαν που οικοδομήθηκε σε ματωμένα θεμέλια.
Το Slow West δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία επαναπροσδιορισμού του γουέστερν, καθώς συγκαταλέγεται πιότερο σε ένα γκρουπ ταινιών που υιοθετούν μία φόρμα διαφορετική από την καθιερωμένη. Αν θέλουμε λοιπόν ντε και καλά να αναζητήσουμε ταινίες με τις οποίες να αναπτύσσει εκλεκτικές συγγένειες, θα πρέπει να στραφούμε πρωτίστως στο Dead Man (1995) του Τζιμ Τζάρμους και στο True Grit (2010) των αδερφών Κοέν. Στο μεν πρώτο μοιάζει ως προς την ονειροπόλο και μυστηριακή περιπλάνηση (δίχως να φτάνει στα επίπεδα του ‘τζαρμουσικού’ λυρισμού), ενώ στο δεύτερο φέρνει ως προς τη διάθεση ειρωνείας και ανεπαίσθητου χιούμορ (ομοίως, χωρίς να αγγίζει το ύψος του ‘κοενικού’ σαρκασμού).
Η ταινία του ΜακΛιν είναι ένα κράμα αποτελούμενο από ένα road movie νωχελικών ρυθμών, ένα μελοδραματικό ρομάντζο (μιας πολύ σκληρής) εποχής, μια ιστορία επώδυνης ενηλικίωσης, μία διαδρομή εξιλέωσης παλιών κριμάτων, ένα άτυπο bromance μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων ανδρικών ηρώων. Ένα αμούστακο αγόρι που θαρρείς και βγήκε από την καρδιά του Ρομαντισμού, σαν ένας Λόρδος Βύρωνας με σέλα και σπιρούνια. Περιδιαβαίνει ένα τόπο άγριο και αδυσώπητο, σαν αμνοερίφιο περικυκλωμένο από αγέλη λύκων. Ένας βαθιά μοναχικός κυνηγός επικηρυγμένων, σκληρός μπάσταρδος εξωτερικά, αλλά ενοχικός στα κατάβαθά του. Σώζει επανειλημμένα τη ζωή του ανυπεράσπιστου αμνού, με αντάλλαγμα τη διόλου ευκαταφρόνητη σωτηρία της ψυχής του.
Πάνω απ’ όλα όμως, το Slow West είναι ένα παραμύθι, όσο παράδοξη, αλλόκοτη και απόκοσμη μορφή κι αν παίρνει. Είναι γεμάτο από εμπόδια, διδάγματα, θυσίες, αγώνα, αλλαγές, αλλοπρόσαλλους χαρακτήρες και περίεργα ιντερλούδια που δεν βγάζουν φαινομενικά ιδιαίτερο νόημα. Και είναι επίσης γεμάτο αίμα, πολύ αίμα. Διότι σε αυτό τον παραμυθένιο κόσμο, υπάρχει μια νότα άγριου ρεαλισμού. Αν δεν πονέσεις, δεν μαθαίνεις. Κι αν δεν είσαι διατεθειμένος να ματώσεις, δεν αξίζεις μία. Επομένως κι εν κατακλείδι, ακόμη κι αν παραξενευτείτε κάπου στην πορεία, αφεθείτε στην ιδιόρρυθμη διαδρομή, ακόμη κι αν αρχικά σας ξενίσει το φινάλε, θυμηθείτε όλα τα παραπάνω. Πρόκειται για ένα παραμύθι που εκτυλίσσεται σε βαθύ σκοτάδι, με σκόρπιες στιγμές φωτός σαν πυγολαμπίδες. Και ως παραμύθι, υπακούει μόνο στους κανόνες που το ίδιο έχει θεσπίσει.