Σκηνοθεσία: Ρομάν Πολάνσκι
Παίζουν:Μία Φάρροου, Τζων Κασσαβέτης, Ρουθ Γκόρντον, Σίντνεϋ Μπλάκμερ, Ραλφ Μπέλαμι, Μόρις Έβανς
Διάρκεια:136′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Το Μωρό της Ρόζμαρι”
Δεν θα μπορούσε κανείς άλλος, εκτός από τον Πολάνσκι, να σκαρώσει τέτοια σαρδόνια παραβολή για το τέλος της αθωότητας (με όλες τις πιθανές έννοιες) των οπτιμιστικών 60’s, όπως το Μωρό της Ρόζμαρι. Ο μεγάλος Πολωνοεβραίος, λόγω φλογερής ιδιοσυγκρασίας αλλά και επώδυνης εμπειρίας (αναφέρομαι στην απόδρασή του, σε τρυφερή ηλικία, απ’ την ναζιστική Κρακοβία), εντόπισε την κοινοτοπία του κακού μέσα σ’ ένα διαμέρισμα, μια συνηθισμένη γειτονιά κι έναν καθ’ όλα φυσιολογικό, μεσοαστικό γάμο.
Ο «Σατανάς» εκκολάπτεται στα σπίτια μας, κάτω απ’ τη μύτη μας, στο πληκτικό περιβάλλον των καθημερινών μας συνηθειών, ανάμεσα σε τυπικές επισκέψεις γειτόνων, υποκριτικές αβρότητες και την ανούσια ψιλοκουβέντα που γεμίζει με περιττολογίες τον αέρα. Η μεταφυσική χλευάζεται εδώ, η έλλειψη φαντασίας στον τρόπο απεικόνισης αυτού που δεν χωράει στις τυπικά χριστιανικές αναπαραστάσεις μας (στη μία και μοναδική, φευγαλέα άλλωστε, εμφάνιση του, ο πρίγκιπας του σκότους, φορτώνεται με όλα τα στερεοτυπικά γνωρίσματα που του αποδίδει η μυστικιστική φιλολογία) καθώς και η ασύγγνωστη επιπολαιότητα με την οποία ανάγουμε τις φρίκες αυτού του κόσμου σε άυλες, κακόβουλες οντότητες.
Το Μωρό της Ρόζμαρι είναι η απόλυτη αθεϊστική ταινία. Καταργεί την υπερφυσική διάσταση του δαιμονικού. Είναι γνωστό όμως ότι οι προκαταλήψεις και οι πλάνες, υπάρχουν σε ζεύγη. Καλό-Κακό, Αλήθεια-Ψέμα, Θεός-Διάβολος. Αν ο Σατανάς είναι ένα παραμυθάκι για να τρομάζουν τα παιδάκια κι οι καλοκάγαθες, υποταγμένες νοικοκυρούλες με την καθολική ανατροφή (προσέξτε πώς θορυβείται η Ρόζμαρι όταν γίνεται μια ειρωνική αναφορά στον Πάπα, σκηνή που –καθόλου τυχαία- λαμβάνει χώρα, λίγο πριν τον εφιάλτη της διαβολικής επίσκεψης), τότε απομυθοποιώντας τον, ξεφορτώνεσαι παράλληλα και τον παντοδύναμο Θεό.
Ο Πολάνσκι, μοντέρνος στις ιδέες αλλά παραδοσιακός στην κατασκευή, φτιάχνει ένα αλησμόνητο, ατμοσφαιρικό θρίλερ, χιτσκοκικής αμφισημίας (προσωπικά θεωρώ πως η καλύτερη από ποτέ Μία Φάρροου χάνει το μυαλό της, ότι όλα συμβαίνουν στο κεφάλι της και το μεγαλείο του φιλμ βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί άψογα ΚΑΙ έτσι, σαν ιστορία μητρικής παράνοιας δηλαδή) τη στιγμή που σε δεύτερο -και πιο ουσιαστικό-επίπεδο, πριονίζει τα θεμέλια του σύγχρονου αστικού βίου, του στριμωγμένου ανάμεσα στην κενοδοξία και τον αριβισμό (ο σύζυγος της Ρόζμαρι, ένας εξαίρετος Τζον Κασσαβέτης, δεν δείχνει να νοιάζεται παρά για το πώς θα φτάσει ψηλά ως ηθοποιός), ανοίγοντας τα μάτια του κοινού στην κακάσχημη πραγματικότητα: το Κακό είναι μέσα μας. Το κυοφορεί κι ο πιο αθώος.
Πάντα με χιούμορ, με μια διάθεση εμπαιγμού που κορυφώνεται στο κατάμαυρο, ξεκάθαρα ειρωνικό φινάλε (σε μια σκηνή ανθολογίας που ο υπερβολικός τόνος της δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τις σατιρικές προθέσεις του σκηνοθέτη), ο Πολάνσκι ολοκλήρωσε ένα ακόμη καθαρό αριστούργημα και παράλληλα μια από τις πιο περίτεχνα αλληγορικές ταινίες τρόμου στην ιστορία του σινεμά. Άφθαρτο παρά τα 48 του χρόνια, απολαυστικά ανίερο και φρέσκο όσο λίγα έργα που φέρουν την σφραγίδα του κλασσικού.