Oldboy

Σκηνοθεσία: Σπάικ Λι

Παίζουν: Τζος Μπρολίν, Ελίζαμπεθ Όλσεν, Σάμιουελ Τζάκσον, Σάρλτο Κόπλεϊ

Διάρκεια: 104΄

Έτος: 2013

Το 2003 ο Κορεάτης Τσαν-Γουκ Παρκ έγινε ο αγαπημένος σκηνοθέτης των Ελλήνων σινεφίλ με την ταινία «Oldbboy». Ένας άντρας χωρίς να γνωρίζει το γιατί βρίσκεται κλειδωμένος σε ένα δωμάτιο για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Όταν τελικά ελευθερώνεται πρέπει να μαζέψει τα κομμάτια του και να αναζητήσει εκδίκηση με τη βοήθεια μιας νεαρής κοπέλας.

Η ταινία αποτέλεσε ένα από τα τρία μέρη της τριλογίας εκδίκησης του Παρκ και κέρδισε τις εντυπώσεις για διάφορους λόγους. Πρώτον για την ατμοσφαιρικά χορογραφημένη βία και το εκστασιακό λουτρό αίματος. Δεύτερον για τις νοσηρές ανατροπές τις οποίες δεν θα παραθέσουμε για να μην χαλάσουμε την έκπληξη σε όσους λίγους δεν ξέρουν τι ακριβώς γίνεται στην ταινία. Τρίτον για το δέσιμο της δράσης με το μυστικιστικό υπαρξιακό δράμα του κεντρικού χαρακτήρα ο οποίος περιφέρεται σαν καταδικασμένο φάντασμα αναζητώντας μάταια τη λύτρωση, αφού με κάθε πράξη του βυθίζεται ολοένα και περισσότερο σε μια προσωπική κόλαση. Και τέταρτον για το πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα στιλιζάρισμα υπερβολής με άφθονες πινελιές τραγικού μελοδραματισμού στη  μουσική, στα βλέμματα ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο οι διάφοροι χαρακτήρες ξυλοφορτώνονται, ένα χαρακτηριστικό το οποίο είναι σύνηθες σε ταινίες σκηνοθετών της Κίνας, της Κορέας και του Χονγκ Κονγκ όπως οι Γουόνγκ Καρ Γουάι, Ανγκ Λι, Ζανγκ Γιμού, Τζον Γου και Κιμ Κι Ντουκ. Αυτό το τέταρτο στοιχείο είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο η ταινία μπορεί να ξενέρωσε μέρος του πιο ορθολογικού ευρωπαϊκού (τουλάχιστον) κοινού. Όπως και να έχει ο Παρκ έγινε ξάφνου τόσο δημοφιλής που το 2005 ήρθε στη Θεσσαλονίκη καλεσμένος του φεστιβάλ κινηματογράφου και παρέδωσε Masterclass.

Δέκα χρόνια αργότερα κατά την προσφιλή τακτική της τελευταίας δεκαετίας των μεγάλων στούντιο της Αμερικής να επενδύουν σε ριμέικ ασιατικών ταινιών, ο ικανός για το καλύτερο («25η ώρα», «Κάνε το σωστό», «Το καλοκαίρι του Σαμ») και το χειρότερο (μπόλικες οι κακές στιγμές) Σπάικ Λι αναλαμβάνει τη διασκευή. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο παίρνει ο Τζος Μπρολίν (βλέπε «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους») ο οποίος παραείναι σκληρός και πλάι του στέκεται η Ελίζαμπεθ Όλσεν σε έναν αρκετά διακοσμητικό ρόλο.

Οφείλω να ομολογήσω πως αν και εκτίμησα την πρώτη ταινία του Παρκ, δεν «έπαθα πλάκα» όπως πολλοί άλλοι. Έτσι δεν θεώρησα εκ των προτέρων «ιεροσυλία» το εγχείρημα του Σπάικ Λι. Ίσα ίσα πίστευα και ήλπιζα πως θα έδινε μια διαφορετική πνοή σε αυτό το βίαιο ακραίο δράμα. Κι όμως όσο προχωρούσε η ταινία, τόσο πιο συχνά άρχισε να αναβοσβήνει στα κύτταρα του μυαλού μου η πιο υπαρξιακή λέξη της ανθρώπινης ιστορίας… «Γιατί;». Ναι, γιατί; Δεν καταλαβαίνω. Το μυστηριακό περίβλημα της πρώτης ταινίας αφαιρέθηκε, η στιλιζαρισμένη γοητευτική υπερβολή εξαφανίστηκε εκτός από μερικές σκηνές στις οποίες το μόνο που κατάφερε ήταν να προσδώσει μια κωμικοτραγική γελοιότητα, ενώ η βία πολεμικών τεχνών (η θρυλική σκηνή στο διάδρομο) φάνταζε τελείως παράταιρη στην αμερικανική πραγματικότητα.

Όσοι λατρέψατε την πρώτη ταινία, μπορώ να σας εγγυηθώ πως όση καλή διάθεση και να έχετε, θα στριφογυρνάτε άβολα στο κάθισμά σας. Οι υπόλοιποι μπορείτε να της δώσετε μια ευκαιρία, αλλά να κρατάτε μικρό καλάθι, γιατί σας προειδοποιώ πως τα κεράσια είναι λίγα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑