Σκηνοθεσία: Τζάστιν Κουρζέλ
Παίζουν: Μάικλ Φασμπέντερ, Μαριόν Κοτιγιάρ
Διάρκεια: 113’
Ο Macbeth γράφτηκε από τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ στην αυγή του 17ου αιώνα, με την ακριβή ημερομηνία να μην έχει διευκρινιστεί και συνιστά μία, τρόπον τινά, εξαίρεση στην εργογραφία του. Τόσο ως προς την έκταση του κειμένου, που είναι ασυνήθιστα μικρή για τα δεδομένα του Σαίξπηρ, όσο και ως προς τη γλώσσα, η οποία είναι κάπως λιγότερο περίτεχνη και αψεγάδιαστη και περισσότερο σκληρή, βρώμικη και βίαιη. Η δε πορεία του Macbeth στη σκοτεινή αίθουσα είναι κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη, καθώς ήταν μάλλον λογικό αυτή η καθηλωτική ιστορία ανθρώπινης πλεονεξίας, μεγαλομανίας, αυτοεκπληρούμενης προφητείας και συντριβής να συναρπάσει την έβδομη τέχνη.
Ο Macbeth έχει λοιπόν σαγηνέψει τον Όρσον Ουέλς (Macbeth, 1948), τον Ακίρα Κουροσάουα (Throne of blood, 1957), καθώς και τον Ρόμαν Πολάνσκι (Macbeth, 1971). Αυτή η ταινία υπήρξε μάλιστα η πρώτη ταινία του Πολωνού σκηνοθέτη μετά τη δολοφονία της γυναίκας του, Σάρον Τέιτ, από την αίρεση του Τσαρλς Μάνσον, ενώ η χρηματοδότησή της κατέστη εφικτή χάρη στην αρωγή του ιδιοκτήτη του Playboy, Χιου Χέφνερ. Ο Macbeth έχει λάβει πολλές μορφές στο σινεμά, ανά τα χρόνια, από φιλμ νουάρ (Joe MacBeth, 1955) ως και γκανγκστερική ταινία με φόντο τον ινδικό υπόκοσμο (Maqbool, 2003). Ο Αυστραλός Τζάστιν Κουρζέλ προστέθηκε λοιπόν σε αυτή τη μακρά λίστα και το έπραξε με μία καθόλα ξεχωριστή κι ιδιαίτερη προσέγγιση.
Η ταινία του Κουρζέλ διέπεται από μία εντυπωσιακή αντίφαση. Μέσα από ένα σχεδόν τρομακτικό μινιμαλισμό, καταλήγει να αποπνέει ένα μαξιμαλισμό σε αύρα, αίσθηση και προσήλωση. Το, άγριο, πανέμορφο, αλλά εν τέλει αφιλόξενο και πάντα έρημο από ανθρώπους, σκοτσέζικο τοπίο αποτυπώνει την καρδιά των πρωταγωνιστών του. Υγρή από πόθο, λαχτάρα και επιθυμίες, στεγνή όμως από ελπίδα, αγάπη και πίστη. Ο Κουρζέλ φτιάχνει μία ταινία που επιβάλλεται κάθε στιγμή και με κάθε τρόπο. Επιβάλλεται μέσα από την αδιαπραγμάτευτη γύμνια που την περιβάλλει, επιβάλλεται μέσα από τα στιβαρά της γκρο πλαν, επιβάλλεται όταν λούζεται σε κάθε λογής χρώμα. Άλλοτε σε κιτρινισμένους τόνους εσωτερικής σήψης και δηλητηριασμένης ψυχής, άλλοτε σε πορφυρούς τόνους έκρηξης και παράνοιας, άλλοτε σε μολυβένιους πίνακες διλημμάτων και απόκοσμης αναπόδραστης μοίρας. Επιβάλλεται όμως κυρίως μέσα από τις αυθεντικές σαιξπηρικές της λέξεις. Ο Κουρζέλ τοποθέτησε τον Macbeth εντός της εποχής του και μάλιστα, του επέτρεψε να μείνει εμφατικά προσηλωμένος σε αυτή. Παράλληλα, το βλέμμα του είναι στραμμένο στη διαχρονικότητα, όχι όμως με μοντερνιστικά τερτίπια, αλλά με την προσπάθεια ανάδειξης των πρωτόλειων νοημάτων του έργου. Και σε αυτό περίπου το σημείο και με βάση όλα τα παραπάνω, διακρίνουμε την εσωτερική πληγή που μολύνει το, κατά τ’ άλλα αψεγάδιαστο, σώμα της ταινίας.
Ο Κουρζέλ πέφτει τόσο πολύ με τα μούτρα σε αυτό τον μεγαλοπρεπή μινιμαλισμό της ταινίας του, που απορροφάται πλήρως από αυτό το μοτίβο. Ποντάρει τόσο πολύ στις σκηνές – σχάσεις, που απελευθερώνουν τεράστια αποθέματα ενέργειας, που λησμονεί το χτίσιμο, τη διαστρωμάτωση, τη δραματουργία. Η μεταστροφή του κεντρικού ήρωα. Ο μακιαβελισμός της Λαίδης συντρόφου του. Οι βασανιστικές παλινδρομήσεις του μυαλού. Το ξέσπασμα της παρανοϊκής βίας. Ο όλεθρος της αναπόφευκτης συντριβής. Οι έννοιες της μοίρας και του πεπρωμένου. Όλα αυτά τα μαγευτικά συστατικά του σαιξπηρικού έργου είναι παρόντα, πιότερο όμως ως υψίφωνες κορυφώσεις σε ένα σταθερά adagio τέμπο. Σαν να μην προκύπτουν ρυθμικά και αβίαστα δηλαδή από το χαμηλής τονικότητας βασικό μοτίβο, αλλά να ξεπηδούν ως (πανέμορφα) ξεσπάσματα ντελιριακής τρέλας.
Ο Κουρζέλ αφήνεται στη χειμαρρώδη δύναμη του σαιξπηρικού λόγου και για να μιλήσουμε με παραδείγματα: α) η επίκληση της Λαίδης, που μπαίνει απότομα στο κάδρο του έργου, εκλιπαρώντας για χολή και ζόφο, ώστε να βγάλει τη σκοτεινή της αποστολή εις πέρας ή β) το παραλήρημα του, πλέον εστεμμένου, Μακμπέθ όταν αντικρίζει το φάντασμα του δολοφονηθέντος φίλου του ως εκδήλωση του εσωτερικού του χαμού, πέρα από καθηλωτικές ως σκηνές, λειτουργούν παράλληλα και ως game changers, ως οδηγοί της πορείας της ταινίας. Εντούτοις, παρά το πραγματικά εντυπωσιακό αποτέλεσμα, η γενικότερη αίσθηση είναι η προαναφερθείσα. Ο Κουρζέλ μοιάζει να αρνείται να θέσει τη μαεστρία των εικόνων του στις υπηρεσίες της ταινίας. Αρκούμενος στον κρότο που προκαλούν τα λόγια και οι ερμηνείες των Φασμπέντερ και Κοτιγιάρ, αποφεύγει να υφάνει ένα πιο λεπτομερή ιστό τραγωδίας και συντριβής.
Σε τελική ανάλυση πάντως, οι παραπάνω ενστάσεις δεν αναιρούν δύο βασικά συμπεράσματα: α) την αληθινά μυσταγωγική εμπειρία που προσφέρει η ταινία, β) την πιστοποίηση της άφθαρτης ομορφιάς ενός έργου, που βουτά στην κόλαση της ματαιοδοξίας, της εξουσιομανίας, της αχαλίνωτης τρέλας, του μάταιου μεγαλείου.