Η ταινία της Ιρίς Καλτενμπάκ ξεκινάει με πλάνα στους δρόμους του Παρισιού μέσα από τα παράθυρα ενός λεωφορείου, γνώριμες εικόνες μιας πασίγνωστης ευρωπαϊκής μητρόπολης που συλλαμβάνουν μικρές και φευγαλέες στιγμές καθημερινότητας. Άγνωστοι διασχίζουν τον δρόμο, συζητούν σύντομα, και ανάμεσα στις βιαστικές φιγούρες ξεχωρίζει αυτή της Λιντιά με το ολοκόκκινο πανωφόρι, παραδομένη στους ξέφρενους ρυθμούς του Παρισιού. Η ιστορία της εντάσσεται απευθείας στο πλαίσιο των αμέτρητων ιστοριών που εκτυλίσσονται δίπλα μας, με τις οποίες διασταυρωνόμαστε καθημερινά χωρίς καν να το γνωρίζουμε, ιστορίες ξένων μεταξύ ξένων που συναποτελούν τον ανθρώπινο ιστό μιας πόλης.
Η πρώτη ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επιλογή της Καλτενμπάκ εντοπίζεται στο πρόσωπο του αφηγητή. Ο Μίλος είναι παράπλευρο θύμα της δράσης της Λιντιά, τοποθετείται όμως εντός μιας συνθήκης που τον καλεί να διαβάσει ανάμεσα στις πυκνές γραμμές της απεγνωσμένης συμπεριφοράς της. Όπως μας ομολογεί, στο δικαστήριο δε στάθηκε στο πλευρό της, εν μέρει από φόβο μήπως θεωρηθεί συνένοχος, εν μέρει επειδή ήταν ακατόρθωτο να λάβει την αναγκαία απόσταση από τα γεγονότα. Ήταν όμως αυτός που την ανέμενε έξω από τη φυλακή και αυτό συνιστά μια ντε φάκτο δήλωση πίστης της δημιουργού σε ένα μέλλον με δεύτερες ευκαιρίες, στη δύναμη μιας κατανόησης και μιας συγχώρεσης που τελικά απελευθερώνει εκείνον που την αποδίδει περισσότερο από εκείνον που την εισπράττει.

Ο Μίλος εισέρχεται στην ιστορία από ένα μετερίζι που μοιάζει με αυτό της Λιντιά, σε μια κατεξοχήν μοναχική δουλειά ως οδηγός αστικού λεωφορείου, με τη μοναξιά να έχει φωλιάσει προ πολλού στο βλέμμα του. Αμφότεροι προέρχονται από μεταναστευτικό υπόβαθρο, ζουν και εργάζονται σε μια μητρόπολη εκατομμυρίων ψυχών, όμως παραμένει αδύνατο να βρουν μια ανθρώπινη σύνδεση. Κι αν ο Μίλος διατηρεί την αμυντική του στάση, συμφιλιωμένος με την απόσταση και τη μοναχικότητα, η Λιντιά που βλέπει τους όρους της ζωής της να συντρίβονται όταν η μοναδική φίλη της γίνεται μητέρα και ο σύντροφός της την εγκαταλείπει, επαναστατεί εναντίον τους. Και το πραγματοποιεί με ανυπολόγιστο κόστος, πληγώνοντας και τρομάζοντας ανθρώπους που αγαπάει. Στην «Αρπαγή», η μοναξιά της μεγαλούπολης δεν είναι ένα είδος αστικής πολυτελείας, αλλά μια αληθινή συνισταμένη της πολιτικής και ταξικής πραγματικότητας, το ψυχικό φορτίο της οποίας συνεχώς παραγνωρίζουμε.
Παρότι η αφήγηση της ταινίας της τέμνει πολλά κινηματογραφικά είδη, από το θρίλερ ως το δικαστικό δράμα, η Καλτενμπάκ διατηρεί το βλέμμα πάντοτε στην ανάγκη της ηρωίδας για επικοινωνία. Επιμένει στο βίωμα της απομόνωσής της, δίχως να δίνει προτεραιότητα στις αγωνιώδεις προεκτάσεις της ιστορίας. Στην ουσία, η πορεία της Λιντιά είναι προκαθορισμένη, η τιμωρία της θα έρθει με απόλυτη νομοτέλεια και θα υπερβαίνει τις έννομες συνέπειες των πράξεων της. Η δημιουργός ενδιαφέρεται περισσότερο για την ψυχική διαδρομή που διανύει η ηρωίδα, παρά για την έκβαση των ενεργειών της, την οποία άλλωστε παραθέτει από νωρίς μέσω της αφήγησης. Αντίστοιχα, επικεντρώνεται στα ψέματα που τη βυθίζουν σε μία ανεξέλεγκτη δίνη και στους δεσμούς που αναπτύσσει με την ψευδεπίγραφη ζωή της. Η υποτιθέμενη μητρότητα συνιστά για τη Λιντιά μια ευκαιρία να δραπετεύσει από τη δική της πραγματικότητα, με όχημα ένα μωρό και έναν σύντροφο που επιθυμεί να εκπληρώσει ένα πατρικό καθήκον που δεν του αναλογεί.

Η Ιρίς Καλτενμπάκ αρνείται να προβεί σε πύρινες ηθικές κρίσεις ή καταγγελίες, ούτε βέβαια αναζητά τον τρόπο να εξευγενίσει τις πράξεις της Λιντιά. Αμφισβητεί όμως την ευκολία με την οποία επιδιδόμαστε σε εκφράσεις αποτροπιασμού, την επιθυμία μας να καταναλώνουμε θύτες εγκλημάτων στις οθόνες μας, τους πηχυαίους τίτλους που μετατρέπουν τις ανθρώπινες αδυναμίες σε μια μορφή αποκτήνωσης και εγείρουν ένα κλίμα αγανάκτησης και κατακραυγής. Σε κανένα σημείο δεν προβάλλει κάποια αξίωση αθωότητας για λογαριασμό της Λιντιά, αναγνωρίζει το επιλήψιμο της συμπεριφοράς. Αντιστέκεται όμως στις φαρισαϊκές κραυγές που αναζητούν αποδιοπομπαίους τράγους για να εκτονώσουν τη συσσωρευμένη οργή τους. Αντίστοιχα, στα πραγματικά θύματα των πράξεων της Λιντιά, τη φίλη της και μητέρα του παιδιού, Σαλομέ, και τον Μίλος, η δημιουργός αποδίδει ανθρωπιά, ούτε υπερφυσική συγχωρητική δύναμη, ούτε μνησικακία και εκδικητικότητα. Αμφότεροι στέκουν εμβρόντητοι, θυμωμένοι, εμφανώς αδικημένοι, αλλά χωρίς να παραγνωρίζουν τον σύνθετο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της Λιντιά.
Σε αυτό, βέβαια, συνηγορεί η κινηματογραφική γλώσσα της ταινίας, την οποία η σκηνοθέτιδα χειρίζεται με μεγάλη επάρκεια. Ο μελαγχολικός τόνος της αφήγησης, που υπερτονίζεται από τα αχνά γκρίζα χρώματα της φωτογραφίας και τις υποβλητικές νότες της μουσικής επένδυσης, σε συνδυασμό με την ολιγόλογη περσόνα της Λιντιά και τη συχνή χρήση κοντινών πλάνων στο πρόσωπο της Χαφσιά Χερζί, καθοδηγούν τον θεατή μακριά από τις απόλυτες ηθικές κρίσεις. Δουλειά της Δικαιοσύνης είναι να βρίσκει την, αντικειμενικά και υποκειμενικά, καταλληλότερη απόκριση σε μία παραβατική συμπεριφορά. Ο κινηματογράφος διαθέτει την πολυτέλεια να φωτίζει τις συνθήκες που περιβάλλουν και γεννούν συμπεριφορές σαν αυτή της Λιντιά, να θέτει ερωτήματα που υπερβαίνουν τον νομικό προβληματισμό. Έτσι, στο φιλμ της Καλτενμπάκ, ο χώρος για ανθρώπινη επαφή, ακόμα και σε στιγμές έντασης, διατηρείται ακέραιος παρά την τρικυμιώδη πορεία των γεγονότων.
Ένα κεντρικό θέμα στην ταινία είναι η έννοια της μητρότητας, η οποία περιβάλλει τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά της Λιντιά. Είναι στο επίκεντρο της δουλειάς της, τόσο σαν υλική έναρξη ενός βιολογικού δεσμού, όσο και σε ψυχολογικό και συναισθηματικό επίπεδο. Όπως συχνά επαναλαμβάνει, ως μαία, σκοπός της είναι να φροντίζει για τη μητέρα. Ταυτόχρονα, ενώ, η Σαλομέ δυσκολεύεται να συνδεθεί με τη νεογέννητη κόρη της, υπό την απειλή της επιλόχειας κατάθλιψης και πάντως σίγουρα υπό το κράτος του φόβου, η Λιντιά νιώθει τον δεσμό της με την Εσμέ να βαθαίνει διαρκώς. Αυτό δεν συνιστά απλώς ένα σχόλιο περί βιολογικών και συναισθηματικών δεσμών, αλλά αποτύπωση μίας μελετημένης προσέγγισης της δυσφορίας για τους κοινωνικούς ρόλους και τη θέση της μητέρας στο φάσμα της κοινωνικής συνύπαρξης.
Για τη Σαλομέ, η μητρότητα είναι μια διαρκής πηγή ανασφάλειας και σκληρής αυτοκριτικής. Νιώθει ότι δε στέκεται στο ύψος των περιστάσεων ως νέα μητέρα, δεν επιτελεί τη βασική ανθρώπινη λειτουργία με τον τρόπο που όλοι αναμένουν από αυτήν. Για τη Λιντιά, όμως, η μητρότητα συνιστά την οδό της απελευθέρωσης από τις απογοητεύσεις και τις ματαιώσεις της προηγούμενης ζωής, καθώς την τροφοδοτεί με έναν σκοπό που είναι κοινωνικά αποδεκτός. Έτσι, για τη Λιντιά, η επίπλαστη μητρότητα είναι το διαβατήριο προς την ψυχική αγαλλίαση. Με άλλα λόγια, της προσφέρει αυτό που αναζητά: την αίσθηση ότι και εκείνη δικαιούται να αγαπηθεί, έστω για λίγο, παραβιάζοντας αμέτρητους νομικούς και ηθικούς κανόνες, ακόμα και σε βάρος όσων η ίδια αγαπά.

Ταυτόχρονα, η προσποιητή μητρότητα της πρωταγωνίστριας θα παραμείνει στην πραγματικότητα ένα άλυτο αίνιγμα για τον αφηγητή Μίλος, που τονίζει την αδυναμία του να εξηγήσει τη συμπεριφορά της. Και αυτό συνιστά εκ μέρους της Καλτενμπάκ ένα σχόλιο για την περιορισμένη αντρική πρόσληψη της μητρότητας, αλλά και μία στάση απέναντι στη γενικότερη κρατούσα οπτική με την οποία ταξινομούμε και τακτοποιούμε συμπεριφορές και σχέσεις.
Η Ιρίς Καλτενμπάκ μας ξεναγεί στον ψυχισμό μίας αμφιλεγόμενης ηρωίδας. Στο τέλος του δρόμου, επιφυλάσσει για αυτήν μία ιδιόμορφη κάθαρση, χωρίς εύκολες λύσεις ή περιττές επεξηγήσεις. Αντίστοιχα, παρότι η ταινία εμπνέεται από αληθινά γεγονότα, δεν στέκεται σε φθηνές συνδέσεις με την πραγματικότητα, ούτε μετέρχεται τα τεχνάσματα της δραματοποίησης προκειμένου να προκαλέσει συγκινησιακή φόρτιση. Εάν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της δημιουργού, η ψύχραιμη και διακριτική προσέγγισή της καθίσταται ακόμα πιο αξιοσημείωτη και γεννά ελπίδες για τη μελλοντική πορεία της.














