Σκηνοθεσία: Πέδρο Αλμοδόβαρ
Παίζουν: Αντόνιο Μπαντέρας, Έλενα Ανάγια, Μαρίσα Παρέδες
Διάρκεια:117’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Το δέρμα που κατοικώ»
Μετά τις μάλλον αδιάφορες «Ραγισμένες αγκαλιές» (Los Abrazos Rotos, 2009), οι οποίες έτυχαν χλιαρότατης, τουλάχιστον για τα δικά του στάνταρ δημοφιλίας, υποδοχής από κοινό και κριτικούς, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ επιστρέφει με την πιο ενδιαφέρουσα, εδώ και χρόνια, ταινία του. Οι αναφορές και οι επιρροές πάμπολλες, με πρώτη τη χαλαρή μεταφορά του μυθιστορήματος «Μυγάλη, η δηλητηριώδης αράχνη» του Γάλλου συγγραφέα Τιερί Ζονκέ (Thierry Jonquet). Δεύτερον οι κινηματογραφικές, με κυριότερη τη διάσημη ταινία «Μάτια χωρίς πρόσωπο» (Les Yeux Sans Visage, 1960) του Ζωρζ Φρανζού (Georges Franju) στην οποία παραπέμπει και η αφίσα της ταινίας. Από κοντά, το χιτσκοκικό «Ο δεσμώτης του ιλίγγου» (Vertigo, 1958) και οι ταινίες των Μουρνάου και Λανγκ. Τρίτον, η περσόνα του Δόκτορος Φρανκενστάιν, ο μύθος του απομονωμένου επιστήμονα που θα δώσει πνοή σε ένα τερατούργημα. Στην περίπτωσή μας όμως, το τέρας είναι ο ίδιος ο δημιουργός, έρμαιο των εκδικητικών του εμμονών, της θανατερής προσκόλλησής του στις αναμνήσεις.
Ο Αλμοδόβαρ πραγματοποιεί μία συρραφή κινηματογραφικών ειδών, ένα μίγμα γκροτεσκικής κωμωδίας, φιλμ νουάρ και λαϊκού μελοδράματος για να καταλήξει σε ένα υβριδικό θρίλερ. Σουλατσάρει στον χρόνο και ανοιγοκλείνει κεφάλαια με περισσή άνεση και αυτοπεποίθηση, μεταδίδοντας μία σπάνια για τις ταινίες του αίσθηση ηρεμίας, παρόμοια με αυτή στο «Μίλα της» (Hable con Ella, 2002). Η νηφαλιότητα του στυλ και της προσέγγισης μαλακώνει τις σεναριακές υπερβολές, τις οποίες πλέον είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε. Επιπλέον, πραγματεύεται, όχι μεν εξονυχιστικά αλλά σίγουρα διεξοδικά και πρωτότυπα, ζητήματα που κατοικούν στην καρδιά και το υποσυνείδητο του καθενός μας. Η έννοια της ανθρώπινης ταυτότητας και τα όριά της, το σώμα ως φορέας της ψυχής και των επιθυμιών. Το σώμα μας (περι)ορίζει, το σώμα αποθεώνεται και λατρεύεται, το σώμα χρειάζεται να συνεργαστεί με το μυαλό για να ποθήσει. Ο φετιχισμός της εικόνας και του βλέμματος, η μάταιη προσπάθεια να επουλωθούν τεχνητά κάποιες πληγές που δεν θα κλείσουν ποτέ. Κάθε αντικείμενο παίζει τον ρόλο του, είναι φορτωμένο με ένα σημειολογικό περιεχόμενο. Οι πίνακες, οι στολές, οι οθόνες, τα ιατρικά εργαλεία, τα πάντα έχουν ως σκοπό να φέρουν στην επιφάνεια μία μακάβρια σεξουαλικότητα, μία αίσθηση ηδονοβλεψίας και ανοιχτής πληγής και συνεχούς μεταμόρφωσης.
Δυστυχώς ο Αλμοδόβαρ δεν μπορεί να ξεπεράσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά και αφήνει την προσπάθειά του κάπως μετέωρη. Ενώ απαιτείται μία ολοκληρωμένη και μέχρι τέλους χειρουργική αποστασιοποίηση και κλινική λεπτολογία κινήσεων, ο ίδιος μοιάζει να μην αντέχει το βάρος και καταφεύγει πλαγίως στη λατρεμένη του ελαφρότητα. Είναι τελείως άσχετο με την υπόθεσή μας αν σε κάποιον αρέσουν οι αισθητικές εξτραβαγκάντζες του Αλμοδοβάρ, οι κιτς φάρσες που σκαρώνει σε όλη του την καριέρα. Το ζήτημά μας είναι διαφορετικό εδώ και έγκειται στην αδυναμία να ακολουθήσει ένα καινούργιο δρόμο που επιλέγει να ανηφορίσει. Εύλογα και εύστοχα, δεν επιλέγει να γυρίσει ένα θρίλερ με την παραδοσιακή του δομή, πιο πολύ επιχειρεί να αφήσει ένα σχόλιο πάνω στο είδος, να αποτυπώσει τη δική του αίσθηση, μπολιασμένη με τις προσωπικές ερινύες που τον καταδιώκουν. Ως εδώ όλα καλά, το πρόβλημα όμως είναι η ελάσσονα ένταση που δημιουργεί. Η φρίκη μετριάζεται, η αγωνία δεν προκαλεί τρελό καρδιοχτύπι και η ψυχογραφική ανάλυση είναι κάπως πρόχειρη στις κρίσιμες στιγμές. Αντί για μία ψυχρότητα που παγώνει το αίμα, ο Αλμοδόβαρ παρακολουθεί τις επιλογές και αντιδράσεις των ηρώων του με μία απαθή ουδετερότητα που πληγώνει το σώμα του έργου, ακόμη και να προσπεράσουμε φιλικά τη σαπουνοπερετική μυθοπλασία. Η σινεφιλία, η σημειολογική διάθεση, ο αψεγάδιαστος ρυθμός, τα σφιχτά και γεμάτα πάθος κάδρα και η απόπειρα ανατομίας της κόλασης που κρύβει ο καθένας χαρίζουν το θετικό πρόσημο αλλά επ’ ουδενί το αριστείο.