La Piel que Habito

Παίζουν: Αντόνιο Μπαντέρας, Έλενα Ανάγια, Μαρίσα Παρέδες

Διάρκεια:117’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Το δέρμα που κατοικώ»

Οι αναφορές και οι επιρροές που διακρίνει κανείς στο La piel que habito είναι πάμπολλες, πέρα από την προφανή, το  γεγονός δηλαδή ότι η ταινία αποτελεί (χαλαρή) μεταφορά του μυθιστορήματος Μυγάλη, η δηλητηριώδης αράχνη του Γάλλου συγγραφέα Τιερί Ζονκέ (Thierry Jonquet) στη μεγάλη οθόνη. Προχωρώντας στις κινηματογραφικές παραπομπές, πρώτη καλύτερη φιγουράρει η μυθική ταινία Μάτια χωρίς πρόσωπο (Les Yeux Sans Visage, 1960) του Ζωρζ Φρανζού (Georges Franju), στην οποία παραπέμπει εξάλλου και η αφίσα της ταινίας.

Από κοντά, το χιτσκοκικό Ο δεσμώτης του ιλίγγου (Vertigo, 1958), αλλά και διάσημες στιγμές από το έργο των Μουρνάου και Λανγκ. Τρίτον, η περσόνα του Δόκτορος Φρανκενστάιν, ο μύθος του απομονωμένου επιστήμονα που θα δώσει πνοή σε ένα τερατούργημα. Στην περίπτωσή μας όμως, το τέρας είναι ο ίδιος ο δημιουργός, έρμαιο των εκδικητικών του εμμονών και της θανατερής προσκόλλησής του στις αναμνήσεις. Ο χρόνος που έχει περάσει είναι εξ ορισμού νεκρός κι όποιος κατοικεί σε αυτόν αρχίζει σταδιακά να μετατρέπεται σε ένα ζωντανό φάντασμα.

Ο Αλμοδόβαρ πραγματοποιεί μία συρραφή κινηματογραφικών ειδών, ένα μίγμα γκροτεσκικής κωμωδίας, φιλμ νουάρ και λαϊκού μελοδράματος για να καταλήξει σε ένα υβριδικό θρίλερ. Σουλατσάρει στον χρόνο και ανοιγοκλείνει κεφάλαια με περισσή άνεση και αυτοπεποίθηση, μεταδίδοντας μία σπάνια για τις ταινίες του αίσθηση ηρεμίας, παρόμοια με αυτή στο Μίλα της (Hable con Ella, 2002). Η νηφαλιότητα του στυλ και της προσέγγισης μαλακώνει τις σεναριακές υπερβολές, τις οποίες πλέον -σε αντίθεση με άλλες ταινίες του- είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε. Επιπλέον, ο Ισπανός σκηνοθέτης πραγματεύεται, όχι μεν εξονυχιστικά αλλά σίγουρα διεξοδικά και πρωτότυπα, ζητήματα που -όντως- φωλιάζουν ύπουλα και καμουφλαρισμένα στην καρδιά του υποσυνείδητου.

Η έννοια της ανθρώπινης ταυτότητας και τα όριά της, το σώμα ως φορέας της ψυχής και των επιθυμιών. Το σώμα μας (περι)ορίζει, το σώμα αποθεώνεται και λατρεύεται, το σώμα χρειάζεται να συνεργαστεί με το μυαλό για να ποθήσει. Ο φετιχισμός της εικόνας και του βλέμματος, η μάταιη προσπάθεια να επουλωθούν τεχνητά κάποιες πληγές που δεν θα κλείσουν ποτέ. Κάθε αντικείμενο παίζει τον ρόλο του στην ταινία, είναι φορτωμένο με ένα πυκνό σημειολογικό περιεχόμενο. Οι πίνακες, οι στολές, οι οθόνες, τα ιατρικά εργαλεία, τα πάντα έχουν ως σκοπό να φέρουν στην επιφάνεια μία μακάβρια σεξουαλικότητα, μία αίσθηση ηδονοβλεψίας, ανοιχτής πληγής και συνεχούς μεταμόρφωσης.

Δυστυχώς ο Αλμοδόβαρ δεν μπορεί να ξεπεράσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά, ο χαρακτήρας είναι ο δαίμονας μας, ως γνωστόν, αφήνοντας την προσπάθειά του κάπως μετέωρη. Δεν αντέχει να βαδίσει ώς το τέλος, με οδηγό αυτή την τόσο καλοδεχούμενη κλινική λεπτολογία κινήσεων και χειρισμών, σχεδόν σε αρμονία με τον βασικό του χαρακτήρα. Διαπίστωση που -ειλικρινά- δεν σχετίζεται με τη διαχρονική αποστροφή του υπογράφοντος προς τον γενικό κανόνα της αλμοδοβαρικής εξτραβαγκάντζας και της κιτς φάρσας.

Αυτό που μοιάζει να λείπει, εδώ, είναι η τόλμη και η εμπιστοσύνη σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση/προσέγγιση, πέρα και ξέχωρα από την ούτως ή άλλως σαπουνοπερετική διάθεση. Η σινεφιλία, η υποδειγματική αξιοποίηση της γνώριμης αλμοδοβαρικής γυαλάδας, τα σφιχτά και γεμάτα πάθος κάδρα, η απόπειρα ανατομίας της κόλασης που κρύβει ο καθένας μας, είναι όντως εκεί, δηλώνουν το “παρών”. Αλλά πλαισιώνονται από γαρνιτούρα όχι μιας φευγαλέας φρικιαστικής αντανάκλασης (όπως πρέπει σε μια τέτοια ταινία), αλλά ενός πρσποιητού οιστριονισμού μπροστά στον καθρέφτη. Ας είναι. Το πρόσημο παράμενει θετικό.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑