Reviews Only God Forgives

19 Σεπτεμβρίου 2013 |

Only God Forgives

Σκηνοθεσία: Νίκολας Βίντινγκ Ρέφν

Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Κριστίν Σκοτ Τόμας

Διάρκεια: 90’

Μεταφρασμένος τίτλος: “Μόνο ο θεός συγχωρεί”

Έτος παραγωγής: 2013

Ο Δανός σκηνοθέτης Νίκολας Βίντινγκ Ρέφν, δύο χρόνια μετά το «Drive», ακολουθεί σχεδόν την ολόιδια συνταγή, αλλά καταλήγει να το παρακάνει με κάθε δυνατό τρόπο και εύλογα να αποτυγχάνει παταγωδώς. Το «Only God Forgives» βρίθει μεν από επιμέρους σκηνοθετικές αρετές, στερείται όμως έστω και του παραμικρού κεντρικού ή/και τελικού νοήματος. Κάτι σαν αλλεπάλληλες στρώσεις από όμορφο μακιγιάζ που στοιβάζονται η μία πάνω στην άλλη, ασχημαίνοντας στο τέλος το πρόσωπο. Παρακολουθώντας κάποιος την ταινία, θα δει ευθύς αμέσως τα εξής: α) Ατελείωτη στιλιζαρισμένη και τρομερά θελκτική στο μάτι βία, β) Εκπληκτικά προσεγμένα καδραρίσματα,  γ) Νέον φωτισμούς, αποχρώσεις του κόκκινου και του μαύρου να σημαδεύουν τα πρόσωπα (και στην ουσία τις ψυχές) όλων των πρωταγωνιστών και δ) Τον Ράιαν Γκόσλινγκ να ξεστομίζει ελάχιστες λέξεις και να φορά ένα μόνιμο βλέμμα παρατημένου κουταβιού.

Η δράση τοποθετείται στα ενδότερα του υποκόσμου στην πρωτεύουσα Ταϊλάνδης, Μπανγκόγκ, σε ένα σύμπαν που έχει προ πολλού διώξει από μέσα του κάθε έννοια αθωότητας και συμπόνιας. Τα πάντα είναι βία και κανείς δεν συγχωρεί κανέναν. Η  εκδίκηση είναι κάτι παραπάνω από μονόδρομος, τα πάντα είναι βουτηγμένα στην αμαρτία και την ακολασία. Σε όλο αυτό τον βούρκο, η μόνη ηλιαχτίδα φωτός φαίνεται να είναι ο ήρωας που υποδύεται ο Ράιαν Γκόσλινγκ. Τα συνεχή κοντινά πλάνα στα μάτια και στα χέρια του μας καθιστούν σαφές ότι ξεχωρίζει από τη σαπίλα. Έχει ένα κάποιο κώδικα ηθικής, είναι σε στοιχειώδη θέση να διαχωρίσει καταστάσεις, κουβαλά ακόμη ένα ποσοστό ψυχής. Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, μία λίστα για ψώνια στο σούπερ μάρκετ είναι πολύ πιο πυκνογραμμένη από το σενάριο της ταινίας, καθότι τα όσα διαδραματίζονται είναι επί της ουσίας ελάχιστα, με τους διαλόγους να κάνουν guest star εμφανίσεις στην όλη διαδρομή.

Το προσχηματικό σενάριο καθαυτό δεν συνιστά μειονέκτημα ή καταστροφική αδυναμία. Η καταστροφή εν τέλει έρχεται φυσικά, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Αρχικά, το ψυχαναλυτικό πεδίο της ταινίας, βασισμένο σε ένα κραυγαλέο οιδιπόδειο, είναι επιπέδου «Λόλα, να ένα μήλο». Εξαίρεση αποτελεί η σκηνή λεκτικού ευνουχισμού του γιου από τη μάνα (μία αγνώριστη σεξοβόμβα Κριστίν Σκοτ Τόμας που ξετινάζει το «μιλφόμετρο») στο εστιατόριο που είναι αδύνατον να μην σε τσιγκλήσει. Από εκεί και έπειτα, ο Ρέφν, πάνω στην πρεμούρα του για το φτιαγμένο περιτύλιγμα, ξεχνά να φέρει το δώρο στον εορτάζοντα. Ο ήρωάς του και το βασικό του μοτίβο (αν υποθέσουμε με καλή θέληση πως όντως αυτό υπάρχει) εξαφανίζονται πλήρως, γίνονται αόρατοι και ανύπαρκτοι. Ειλικρινά, το καλλιτεχνικό στήσιμο της ταινίας θα έπαιρνε 11 με άριστα το 10, αλλά αυτό το στοιχείο από μόνο του δεν μας λέει απολύτως τίποτα. Αν δεν συνδυάζεται με κάτι παραπάνω, μας δίνει μία νούλα και τίποτα περισσότερο. Με ό,τι κι αν πολλαπλασιάσεις το μηδέν εξάλλου, μηδέν θα είναι το αποτέλεσμα.

Κεφάλαιο – παρένθεση «Ράιαν Γκόσλινγκ»

Τον Ράιαν τον αγαπήσαμε πολύ πριν γίνει σταρ πρώτου μεγέθους, χάρη στις καταπληκτικές του ερμηνείες στα «Half Nelson» (2006) και «Lars and his Real Girl» (2007).  Ο Καναδός ηθοποιός είναι όμορφος και χαρισματικός και τέλος πάντων εκπέμπει μία αύρα που σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή. Στα προσόντα του συγκαταλέγεται και η πολύ καλή φωνή, την οποία επιδεικνύει ως τραγουδιστής της μπάντας «Dead Man’s Bones». (Το ομότιτλο πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος, το οποίο κυκλοφόρησε το 2009, είναι εξαιρετικό.) Επιπλέον, είναι  μάλλον βέβαιο πως μαγειρεύει πολύ καλά, πως πιάνουν τα χέρια του και φτιάχνει έπιπλα, πως οδηγεί εντυπωσιακά (αυτό όντως ισχύει), πως γράφει ποίηση στον ελεύθερο χρόνο του, πως είναι ταλαντούχος ερασιτέχνης κηπουρός, πως είναι άσσος στο πίνγκ πόνγκ, γενικά μάλλον ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσάφι τα τελευταία χρόνια. Μολαταύτα, οι τρεις τελευταίες ταινίες που έχει πρωταγωνιστήσει μας έχουν αφήσει μία μάλλον περίεργη γεύση. Αρχικά, το ανεκδιήγητο «Gangster Squad». Έπειτα το «The Place Beyond the Pines» που έχει σφυγμό όσο είναι αυτός στην οθόνη και μετά εκτρέπεται στη φαιδρότητα. Τέλος, το «Only God Forgives», για το οποίο τα είπαμε και θα τα πούμε και στην τελευταία παράγραφο. Ίσως όχι τυχαία, στις 20 Μαρτίου 2013 ανακοίνωσε πως θα κάνει ένα σύντομο διάλειμμα από την ηθοποιία, δηλώνοντας πως έχει «χάσει την προοπτική σε αυτό που κάνει». Του ευχόμαστε να επανέλθει δριμύτερος. Πίσω στην ταινία τώρα.

Το «Only God Forgives» αναλώνεται ασκόπως, ανακυκλώνει πάρα πολύ γρήγορα το «περιεχόμενό» του και καταλήγει να αυνανίζεται μανιωδώς. Ο Ρέφν, παρά τις αποδεδειγμένες ικανότητές του, δεν μπορεί να ξεπεράσει δύο μεγάλες ερωτικές εξαρτήσεις. Πρώτον, τον βαθύ ναρκισσισμό που νιώθει για τις εικόνες του και την ομορφιά τους. Δεύτερον, τον κεραυνοβόλο έρωτα που μάλλον τον έχει βαρέσει κατακούτελα με τον πρωταγωνιστή του. Όχι, όσο και να τον αγαπάμε και να τον εκτιμούμε κι εμείς, τα μακρόσυρτα πλάνα που ξεχειλίζουν από Ράιαν Γκόσλινγκ δεν είναι αρκετά για να θεωρήσουμε το «Only God Forgives» καλή ταινία. Το κάθε άλλο θα έλεγα. Ο ίδιος ο Ρέφν δήλωσε πως αυτή η ταινία είναι ένας τρόπος να απελευθερωθεί από ό,τι σκοτεινό κρατά μέσα του και να ακολουθήσει πλέον διαφορετικές σκηνοθετικές κατευθύνσεις. Ας ελπίσουμε πως μαζί με την σκοτεινιά θα έχει αποβάλει και όλη την αυταρέσκειά του.

Το τρέιλερ της ταινίας: 

Και ένα όμορφο τραγούδι από τους Dead Man’s Bones, με τον Ράιαν να τραγουδά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑