Reviews Everything Will Be Fine

18 Αυγούστου 2015 |

Everything Will Be Fine

Σκηνοθεσία: Βιμ Βέντερς

Παίζουν: Τζέιμς Φράνκο, Σαρλότ Γκενσμπούρ, Ρέιτσελ ΜακΆνταμς

Διάρκεια: 118’

Το βασικό είναι να οργανωθούμε. Να αρθρώσουμε λόγο συλλογικά, να απαιτήσουμε όλοι μαζί το δίκαιο και το σωστό. Εν προκειμένω, να πείσουμε τον Βιμ Βέντερς να στραφεί αποκλειστικά στο ντοκιμαντέρ και να εγκαταλείψει δια παντός τις ταινίες μυθοπλασίας. Η σύγκριση των δύο τελευταίων του πονημάτων στους αντίστοιχους τομείς είναι ενδεικτική. Αφενός, το εξαίρετο Αλάτι της Γης, για τη ζωή, το έργο και τη συνολική περσόνα του Βραζιλιανού φωτογράφου Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, το οποίο συμπυκνώνει στα πλάνα του θαρρείς όλη την πεμπτουσία της ύπαρξης από καταβολής κόσμου. Αφετέρου, το αποκαρδιωτικό από κάθε δυνατή άποψη Όλα θα πάνε καλά, του οποίου ο τίτλος λειτουργεί σχεδόν ειρωνικά. Διότι τίποτα μα τίποτα δεν πηγαίνει καλά σε μία ταινία που στερείται νοήματος, επιδιώξεων, δομής, συναισθήματος, ρυθμού και εν ολίγοις, δεν διαθέτει τίποτα που να μπορεί να κρατήσει έστω και υποτυπωδώς το ενδιαφέρον μας. Τουναντίον, κάνει ό,τι περνά από το χέρι της προκειμένου να μας εκνευρίσει ακόμη περισσότερο, εκεί ακριβώς που έχουμε λουφάξει και περιμένουμε το λυτρωτικό πέρασμα της ώρας.

Κι όσο κι αν δεν το συνηθίζουμε, αυτή τη φορά οφείλουμε να σταθούμε πρωτίστως στις ερμηνείες και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, στη ερμηνεία του πρωταγωνιστή και μαϊντανού παγκοσμίων διαστάσεων, Τζέιμς Φράνκο. Ο μορφονιός και συμπαθής Τζέιμς σημείωσε στην Μπερλινάλε του περασμένου Φεβρουαρίου μία επίδοση που δύσκολα βρίσκει προηγούμενο στα φεστιβαλικά χρονικά. Διότι κατόρθωσε να παραδώσει δύο φαιδρές πρωταγωνιστικές ερμηνείες, σε δύο αποτρόπαιες ταινίες (την υποφαινόμενη και το Queen of the Desert του Βέρνερ Χέρτσογκ), σκηνοθετημένες από δύο πάλαι ποτέ μεγάλους δημιουργούς που μας έχουν χαρίσει στο παρελθόν πολλά αριστουργήματα. Ο Τζέιμς υποδύεται (τρόπος του λέγειν) λοιπόν ένα μπερδεμένο ψυχολογικά και στάσιμο δημιουργικά συγγραφέα, ο οποίος εμπλέκεται σε ένα φρικτό ατύχημα, το οποίο αλλάζει τη ζωή του μια για πάντα. Από τη μια, τον βυθίζει σε ένα κυκεώνα μαύρων σκέψεων και τύψεων. Από την άλλη του παρέχει την κατάλληλη έμπνευση ώστε να ξαναπάρει μπρος συγγραφικά. Σε αυτή την πορεία επαναπροσδιορισμού και αναμόχλευσης της ζωής του, στέκεται συνοδοιπόρος, με τρόπο ολίγον υπερβατικό, η Σαρλότ Γκενσμπούρ, η οποία βίωσε μία τρομακτική απώλεια στο ίδιο ατύχημα και για την οποία ευθύνεται ο συντετριμμένος Τζέιμς.

Ακριβώς σε αυτό το σημείο, ξεδιπλώνεται και η μεγαλύτερη ενόχληση από όλες τις ενοχλήσεις που προσφέρει αφειδώς η ταινία. Πέρα δηλαδή από τις αμήχανες και στημένες ερμηνείες (αυτή του Φράνκο είναι εκτός συναγωνισμού, καθώς ο Τζέιμς φορά σε όλη την ταινία ένα βλέμμα και μία φωνή που απλώς παραπέμπουν σε δυσπεψία ή/και σε νοητική υστέρηση) που στην ουσία εξαφανίζουν κάθε υπόνοια χαρακτηρολογίας. Πέρα από μία δραματουργική εξέλιξη που σέρνεται άσκοπα, σε ένα υποτιθέμενα χαμηλόφωνο και υποδόριο τέμπο, το οποίο ρέπει προς την απόλυτη αδιαφορία και πλήξη. Πέρα από μία σκοτεινή και μουντή κινηματογράφηση που στέκει άχαρη και ανέμπνευστη και μία πινελιά θρίλερ προς το φινάλε που προκαλεί μόνο θυμηδία. Πέρα από την ολότελα και εξωφρενικά ακατανόητη επιλογή του 3D, που δεν προσδίδει τίποτα άλλο στην ταινία παρά ένα εξτρά καρύκευμα εκνευρισμού.

Πέρα λοιπόν όλων αυτών, η αληθινή κόλαση της ταινίας έγκειται σε αυτή τη μόνιμη αύρα του ελαφρά απόκοσμου και μεταφυσικού, που την διατρέχει από την αρχή ως το τέλος. Η οποία, όσο σου κάθεται στον σβέρκο ψιθυρίζοντας ότι «κάτι συμβαίνει εδώ πέρα…», τόσο θέλεις να ουρλιάξεις πως «όχι, εδώ δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα!» Αυτά τα ολίγα για μία ταινία από τον άνθρωπο που γύρισε το ίσως ομορφότερο road movie που έχω δει (Η Αλίκη στις πόλεις) και μία από τις, κατ’ εμέ, ομορφότερες κινηματογραφικές ωδές στην ανθρώπινη μοναξιά (Ένας Αμερικάνος φίλος). Τελικά, το γήρας όντως ου γαρ έρχεται μόνον. Φέρνει και όλα τα δεινά μαζί του, όπως την απώλεια της φλόγας και της έμπνευσης. Ας θυμόμαστε από τον αξιολάτρευτο Βιμ μόνο τις φοβερές μυθοπλαστικές στιγμές του παρελθόντος κι ας προσμένουμε το επόμενο μαγευτικό του ντοκιμαντέρ.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑