Reviews Η Αλικη στις πόλεις (Alice in den Städten, 1974)

14 Αυγούστου 2024 |

Η Αλικη στις πόλεις (Alice in den Städten, 1974)

Σκηνοθεσία: Βιμ Βέντερς

Παίζουν: Ρούντιγκερ Φόγκλερ, Γιέλα Ροτλέντερ

Διάρκεια: 110′

Η Αλίκη στις πόλεις (1974) είναι το πρώτο κεφάλαιο στην περίφημη Τριλογία του Δρόμου του Βιμ Βέντερς, η οποία ολοκληρώθηκε με τις ταινίες Λάθος Κίνηση (1975) και Στο πέρασμα του χρόνου (1976). Κι ενώ στα περισσότερα road movies, η έννοια της φυγής βρίσκεται στον πυρήνα της πλοκής, ο Βέντερς αποτολμά να αντιστρέψει το γνώριμο καταστατικό. Ο κεντρικός πρωταγωνιστής, αυτή τη φορά, δεν λαχταρά να αφήσει πίσω του όσα τον προσδιορίζουν ως ταυτότητα και ύπαρξη, να ξαναβρεί τον εαυτό του σε νέους τόπους, να χαθεί στο άγνωστο. Αντιθέτως, παλεύει κακήν κακώς να δραπετεύσει από τη φυγή που έχει προηγηθεί. Μια φυγή που τον άφησε μετέωρο και αμήχανο, μόνο και μπερδεμένο, σε έναν κόσμο ξένο και ανοίκειο.

Ακόμη και αυτή η παλιννόστηση, όμως, μοιάζει καταναγκαστική και ξέπνοη. Δεν κρύβει μέσα της κανέναν νόστο, καμία αναμέτρηση με λάθη και τραύματα του παρελθόντος. Είναι, απλώς, η μόνη πρόσφορη λύση, η μόνη διαθέσιμη επιλογή, σε μια επιστροφή που μάλλον επικυρώνει τη ματαίωση που έχει προηγηθεί. Όσο και να περιπλανηθεί, όπου και να ταξιδέψει, ο Γερμανός συγγραφέας Φίλιπ Βίντερ δεν μπορεί να διασταυρωθεί με οποιοδήποτε νόημα ή σκοπό: το ταξίδι έχει αποδειχτεί μια τρύπα στο νερό.

Ο Βίντερ, όπως μαθαίνουμε ευθύς αμέσως, είχε βρεθεί στις ΗΠΑ με σκοπό (και επαγγελματική αποστολή) να γράψει ένα άρθρο για τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Κουφάρι αδειανό ο ίδιος, προδιατεθειμένος από την πρώτη στιγμή να μισήσει αυτό τον τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο, εγκλωβίζεται σε ένα writer’s block πρωτίστως εσωτερικό και υπαρξιακό. Έχοντας γράψει απειροελάχιστες αράδες, βγάζει μανιωδώς φωτογραφίες polaroid, οι οποίες -όπως διατείνεται ο ίδιος- αποτυπώνουν το κενό μιας κοινωνίας που έχει τα θεμέλιά της στο φαίνεσθαι και στη βιτρίνα. Στην πραγματικότητα, οι φωτογραφίες αυτές είναι μια ύστατη προσπάθεια του Βίντερ να αποδείξει στον εαυτό του πως όντως ζει και υπάρχει. Πως δεν έχει μεταμορφωθεί σε ένα νωθρό φάντασμα που περιφέρεται άσκοπα ανάμεσα στους ζωντανούς.

Προσπαθώντας ανεπιτυχώς -εξαιτίας μιας απεργίας στα γερμανικά αεροδρόμια- να επιστρέψει από τη Νέα Υόρκη στο Μόναχο, ο Βίντερ γνωρίζει μια συμπατριώτισσά του και τη μικρή της κόρη. Διόλου τυχαία, ακριβώς σε αυτή τη μεταιχμιακή συνθήκη μετάβασης, στη νεκρή αναμονή ανάμεσα σε δύο τόπους, ο ήρωας θα βιώσει την κομβική αλλαγή. Μέσα από ένα σεναριακό εύρημα που φαντάζει εξωφρενικό για την εποχή μας (όπου μια μητέρα αφήνει χωρίς προειδοποίηση την κόρη της στη φύλαξη ενός σχεδόν αγνώστου άνδρα), δύο άνθρωποι που έχουν βιώσει την εγκατάλειψη και τη μοναξιά, θα χτίσουν μια πανέμορφη σχέση πατέρα-κόρης, εξερευνώντας για πρώτη φορά ένα υποτυπώδες μαζί.

Κάπως έτσι, μια επιστροφή που περισσότερo έφερνε σε οριστική συνθηκολόγηση θα μεταμορφωθεί μέσα από το πιο θαυματουργό, ανόθευτο και αθώο φίλτρο. Το παιδικό βλέμμα της Αλίκης θα μετατρέψει την παραίτηση σε προσμονή για τη ζωή, θα χαρίσει στο ταξίδι έναν ατέρμονο προορισμό. Ούτως ή άλλως, η σεκάνς του αεροπλάνου μάς τα έχει πει όλα, χωρίς να αναλωθεί σε περιττές φλυαρίες. Η φωτογραφία του ουρανού είναι πανέμορφη ακριβώς γιατί καθρεφτίζει την αλλαγή που βιώνει σταδιακά ο Βίντερ: από εδώ και στο εξής, το κάδρο της ζωής του δεν θα είναι άδειο, αλλά γεμάτο με ανεξερεύνητες δυνατότητες. Πολύ σύντομα, εξάλλου, θα σταματήσει να φωτογραφίζει το καθετί που συναντά και του τραβά την προσοχή. Πλέον, είναι και ο ίδιος εκεί, σε παρόντα χρόνο, και όχι η θολή ανάμνηση μιας στιγμής που δεν βιώθηκε ποτέ.

Όπως αναφέραμε και νωρίτερα, μια βασική έννοια που διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της ταινίας είναι το συνεχές μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στον Παλαιό (Ευρώπη) και τον Νέο (ΗΠΑ) κόσμο, μια σταθερά που κυριαρχεί στην πρώιμη περίοδο του Βέντερς. Γη της Επαγγελίας και ναός της αλλοτρίωσης την ίδια στιγμή, η Αμερική στις πρώτες ταινίες του Βέντερς απεικονίζεται ως ένας πολιτισμικός αποικιοκράτης που επιστρατεύει τη -λαμπερή, αλλά συγχρόνως φτηνιάρικη- γοητεία του για να τρυπώσει στο ευρωπαϊκό θυμικό. Στον αντίποδα, η Ευρώπη, αποκαμωμένη από τις πρόσφατες φρίκες, δείχνει αποπροσανατολισμένη, στερημένη από ταυτότητα και ελπίδα. Ένας κόσμος κουρασμένος και καταπιεστικός, φορτωμένος με λάθη και ενοχές, απέναντι σε έναν κόσμο απατηλό και επεκτατικό, με τη μόνη ελπίδα σύγκλισης και επικοινωνίας να καθρεφτίζεται και πάλι στο πρόσωπο της Αλίκης.

Μέσα από τα υπνωτιστικά ασπρόμαυρα κάδρα του Ρόμπι Μίλερ και τις ταξιδιάρικες ροκ μελωδίες (η σκηνή στο καφέ, με το Οn the Road Again των Canned Heat και τις αντανακλάσεις των διερχόμενων τρένων είναι μνημείο αφηγηματικής [προ]οικονομίας), ο Βέντερς μιλά για το φορτίο και το καταφύγιο της καταγωγής, το οδυνηρό πέρασμα του χρόνου, το ξέφτισμα των ονείρων που δεν λένε όμως να πεθάνουν οριστικά, την περιπέτεια (πραγματική και φαντασιακή) που κρύβεται σε κάθε γωνιά και περιμένει να την ξετρυπώσουμε. Και προτού μας αποχαιρετήσει, με μία απογείωση της κάμερας παραμυθένια και ονειρική, προλαβαίνει να αποδώσει στο σινεμά διαστάσεις κοσμογονικές. Χάρη σε ένα πανέμορφο τράβελινγκ, το point of view της Αλίκης αντικαθίσταται ανεπαίσθητα από το βλέμμα της ίδιας της ταινίας, που μας κοιτά επίμονα και στοργικά. Η Χώρα των Θαυμάτων είναι μια σκοτεινή αίθουσα με μεγάλη οθόνη.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑