Άνοιξη του 1965, περιοδεία του Μπομπ Ντίλαν στην Αγγλία, με συνολική διάρκεια 11 ημέρες και με 8 live εμφανίσεις στο πρόγραμμα. Ο ηγέτης των πιστών της folk δεν έχει ακόμη προδώσει το ιερό όραμα. Δεν έχει μετατραπεί από Μεσσίας της παράδοσης σε Ιούδας που ενέδωσε στον διαβολικό πειρασμό της ηλεκτρικής κιθάρας. Κάτι μέσα του, όμως, ήδη κοχλάζει. Κάτι είναι έτοιμο να σπάσει, να εκραγεί, να ξεχειλίσει σαν πυρακτωμένο καζάνι που έχει προ πολλού περάσει το σημείο βρασμού.
Ο D.A. Pennebaker καταγράφει από απόσταση αναπνοής την κάθε κίνηση του Ντίλαν, τον κάθε σπασμό του προσώπου του, την κάθε του ατάκα και αντίδραση. Ο οποίος έχει, φανερά και αδιάκοπα, πλήρη συναίσθηση πως η κάμερα είναι ανοιχτή. Πως θα καταπιεί με βουλιμία κάθε ίχνος δικής του αδυναμίας, αστοχίας και παραξενιάς. Και θαρρείς, αυτό τον κάνει να απελευθερώσει κάθε ικμάδα μικροπρέπειας που φωλιάζει στην καρδιά του κάθε μαζικού ειδώλου. Σαν να θέλει να επωμιστεί την ύβρι της αποθέωσης όλων των ινδαλμάτων, σαν να θέλει να ξορκίσει την παντός τύπου θεοποίηση, τον οποιοδήποτε άκριτο μηρυκασμό κατάθεσης δέους.
Ο Ντίλαν απελευθερώνει γενναίες ποσότητες μικροπρέπειας, φτιαγμένης όχι από εκείνη την πάστα νοθευμένης αστερόσκονης που ενισχύει, αντί να καταρρίπτει, τον θρύλο, αλλά από αληθινή πρώτη ύλη ζοχάδας και εγωισμού. Το Don’t Look Back δεν είναι ένα οδοιπορικό σε μία αθέατη πτυχή καταχρήσεων, γκλαμουριάς, καταραμένης μίξης ταλέντου και αυτοκαταστροφής. Δεν είναι κάποιος παραμορφωτικός φακός τεθλασμένου μεγαλείου, που έχει υποστεί φθορές και τσακίσματα στις άκρες, ίσα ίσα για να φανεί πανέμορφο μέσα στο ελεγχόμενο τσαλάκωμά του. Είναι ένας υπόγειος πνιγμός ενός καλλιτέχνη που δεν έχει πρόβλημα να προσβάλλει, να υπονομεύσει, να υστεριάσει κατινίστικα μπροστά στο πιο αδιάκριτο βλέμμα από καταβολής κόσμου, αυτό του κινηματογραφικού φακού. Το πλήρωμα του χρόνου κοντοζυγώνει. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, στο Newport Folk Festival, η προδοσία είναι σκληρή και γλυκιά συγχρόνως, η κιθάρα είναι πλέον ηλεκτρική.
Ο Ρόμπερτ Άλεν Ζίμερμαν ήταν το σύμβολο της κάθε είδους κουλτούρας, με τρόπο σχεδόν μαγικό. Της μαζικής και της ακατάταχτης. Της συμβιβασμένης και της επαναστατικής. Της οικουμενικά πανανθρώπινης και της βαθιά μοναχικής. Ήταν άφθαρτος στα κλάσματα του χρόνου και παντελώς εξαϋλώσιμος στη δίνη του. Όλα αυτά, χωρίς να υπάρξει ακριβώς σύμβολο ποτέ.
Ο Ντίλαν ήταν αναγκαίο να αφομοιωθεί και να καταποθεί, να ξεβραστεί και να ανασυσταθεί από τα λείψανά του, να μισηθεί και να λατρευτεί σε βαθμό έκστασης και μανίας. Ο κόσμος έχει διαχρονική ανάγκη από φάρους και σημαδούρες, θα αντιτάξει κανείς. Μπα, ο κόσμος είχε απλώς ανάγκη να εκλογικεύσει τον Ντίλαν σε διαχειρίσιμες συνιστώσες και αυτός είχε την πρόνοια, αλλά και τη διαστροφή, να τις κινηθεί ανάμεσά τους σαν να επρόκειτο για στάσα και οκτάβες.