Σκηνοθεσία: Μισέλ Φράνκο
Παίζουν: Τιμ Ροθ (αυτός και μόνο αυτός)
Διάρκεια: 93’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Το χρονικό μιας αθωότητας”
Η μοναδική βεβαιότητα που ορίζει την ανθρώπινη ύπαρξη, από την πρώτη κιόλας στιγμή της, είναι η βεβαιότητα του θανάτου. Όλα τα υπόλοιπα είναι διαπραγματεύσιμα, όλα τα υπόλοιπα υπόκεινται σε περιπτώσεις, διαφοροποιήσεις και εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τους όποιους κανόνες. Και κατά τρόπο παράδοξο αλλά πέρα για πέρα εξηγήσιμο, το μόνο αναπόδραστο στοιχείο της ζωής είναι αυτό που γίνεται δυσκολότερα αποδεκτό από την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.
Ο υπόγειος φόβος θανάτου τρυπώνει παντού, παρίσταται απρόσκλητος και παίζει σαν μαριονέτες τους φόβους και τις ανασφάλειές μας. Σαν να θέλουμε να εξοβελίσουμε την αδιαπραγμάτευτη παρουσία του, πιστεύοντας πως κατ’ αυτό τον τρόπο θα ζήσουμε απρόσκοπτα τον όσο χρόνο διαθέτουμε. Ο αινιγματικός και λακωνικός πρωταγωνιστής της πρώτης αμερικάνικης ταινίας του Μεξικανού Μισέλ Φράνκο, πάντως, δεν δείχνει να συμμερίζεται ολότελα τα παραπάνω αξιώματα.
Από τις πρώτες κιόλας στιγμές, μία απόμακρη (σαν το πλάνο που βλέπουμε επί της οθόνης) αίσθηση αλλόκοτου πλανιέται στον αέρα. Ένας άνδρας φροντίζει μία ανήμπορη γυναίκα με περισσή επιμέλεια και τρυφερότητα. Η οικειότητα που τους δένει είναι αναμφίβολη, αλλά μοιάζει περισσότερο επίκτητη, παρά εγγενής και προϋπάρχουσα. Πράγματι, ο Ντέιβιντ δεν είναι μήτε σύντροφος μήτε συγγενής της. Είναι ένας μοναχικός νοσηλευτής, που περιποιείται, μέχρι την τελευταία τους πνοή, κατάκοιτους ασθενείς που καλπάζουν προς τον θάνατο.
Σαν ένας φτωχός και μόνος καουμπόι της απώλειας, περιπλανιέται σιωπηλά και άοκνα από θανατικό σε θανατικό. Η σχέση που οικοδομεί με τους ασθενείς του φανερώνει χωρίς περιστροφές ένα αμφίδρομο δίπολο απόλυτης εξάρτησης. Παράλληλα, υπερβαίνει τα όποια κοινωνικά εσκαμμένα και φέρνει σε άβολη θέση τον στενό κύκλο των συγγενών, που έχει επαναπαυτεί στο ακριβώς αντίθετο: στην αραίωση των δεσμών και στη χαλάρωση της όποιας επαφής, σε αναμονή του λυτρωτικού προδιαγεγραμμένου τέλους.
Ο λατρεμένος Τιμ Ροθ παραδίδει μία πνιγηρή ερμηνεία, βουβά τυλιγμένη σε ένα προστατευτικό κουκούλι πεισιθάνατης ανακούφισης. Ο Ντέιβιντ δεν αποστρέφεται τον θάνατο. Αντιθέτως μονάχα δίπλα του νιώθει ασφαλής. Μονάχα δίπλα του είναι ικανός να συνεχίσει να ζει. Μονάχα οι ιδιότητες των οσονούπω νεκρών προστατευόμενών του μπορούν να γεμίσουν πρόσκαιρα το δικό του εσωτερικό του κενό. Μέσα σε αυτή τη βαθιά δυσλειτουργικότητα, δεν αργούν διόλου να διαφανούν μία πίκρα και μία σκοτείνια που ξεπερνούν το πρώτο επίπεδο της οδυνηρής απώλειας και αγγίζουν κάποια βαθύτερη χορδή, απορρέουν από κάποια βαθύτερη πληγή.
Ο Φράνκο –κινούμενος, είναι η αλήθεια, στα όρια του υφολογικού μανιερισμού- παραθέτει με απόλυτη κλινική προσήλωση διαδοχικές βινιέτες από μία ζωή κάθε άλλο παρά ζωντανή και συναρπαστική. Απόλυτη οικονομία αφηγηματικών μέσων, προσεκτικές κινήσεις της κάμερας σαν να επρόκειτο για πανάκριβη πορσελάνη, λιγοστά λόγια. Οι δε σκηνές προθανάτιας επιμελούς φροντίδας ισορροπούν ανάμεσα στο συγκινητικό και το υποδόρια νοσηρό, χωρίς να εκτρέπονται προς τη φτηνιάρικη θανατολαγνεία. Ταυτόχρονα, ο Φράνκο αντιπαραβάλει συνεχώς το διαπεραστικό φως του καλιφορνέζικου ήλιου στο έμφυτο έρεβος του θανάτου. Ένα φως που, υπό το βάρος ενός νεκρώσιμου ύφους, μοιάζει ξάφνου βρώμικο και φιλάσθενο. Ένας ήλιος όχι ζωοδότης, αλλά πένθιμος και νεκρόφιλος.
Με ρυθμούς βραδυφλεγείς, οι υπόνοιες θα ξεκαθαρίσουν και το βασικό πορτρέτο θα σκιαγραφηθεί, αφήνοντας την ανάγκη μίας τελικής λύσης, ίσως ακόμη ακόμη και την ελπίδα μίας, έστω ελλειμματικής, κάθαρσης. Ο Φράνκο, όπως και στο Μετά τη Λουτσία, καταφεύγει κάπως ψυχαναγκαστικά στην έκρηξη ενός απότομου φινάλε, η οποία πολλαπλασιάζει τα ντεσιμπέλ της ευρισκόμενη στο τέρμα μίας χαμηλόφωνης διαδρομής. Ενός φινάλε που μπορεί κάλλιστα (και ίσως και δίκαια) να κατηγορηθεί για φτηνό σοκ, καθώς και για θολές φιλοσοφικές/ηθικές αποχρώσεις, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως.
Εκ πρώτης όψεως, διότι σε δεύτερη (και ίσως πιο δυσχερή) ανάγνωση, το φινάλε του Chronic είναι υπό μία έννοια απόλυτα συμβατό με το θέμα του. Ο θάνατος είναι η ατελείωτη μάταιη προεργασία για τον ερχομό του. Ο θάνατος είναι η έλλειψη αποδοχής του. Ο θάνατος είναι η πιο βαρύνουσα έννοια της ζωής, αλλά πάνω απ’ όλα, είναι ένα κλάσμα μετάβασης. Ένα φευγαλέο όριο που σε καλωσορίζει από την ύπαρξη στην ανυπαρξία.