Σκηνοθεσία: Φερνάντο Λεόν Ντε Αρανόα
Παίζουν: Μαγκάλι Σολιέρ, Θέλσο Μπουγκάγιο, Φάνι Ντε Κάστρο
Διάρκεια: 112΄
Μεταφρασμένος τίτλος: «Η ζωή που θα έρθει»
Η Μαρσέλα είναι μια στωική λατινοαμερικάνα που ζει σ’ ένα φτωχικό προάστιο της Μαδρίτης με το σύζυγό της ο οποίος βγάζει το ψωμί του κλέβοντας λουλούδια από αποθήκες και πουλώντας τα μετά στους δρόμους. Η Μαρσέλα θέλει να παρατήσει τον σύντροφό της, αλλά μένει έγκυος και προκειμένου να μαζέψει λεφτά για μια καλύτερη ζωή, αρχίζει να φροντίζει έναν ηλικιωμένο άντρα, τον Αμαδόρ. Ο Αμαδόρ έχει ως κάθε ηλικιωμένος τη σοφία και τις μικρές παραξενιές του και δέχεται κάθε Πέμπτη την ίδια ώρα μια μεγάλη σε ηλικία ιερόδουλο για την προσωπική του ικανοποίηση. Κάπως έτσι φτάνουμε στο ένα τρίτο της ταινίας, όπου συμβαίνει ένα αναπάντεχο γεγονός το οποίο η Μαρσέλα θα αντιμετωπίσει με αναπάντεχο τρόπο οδηγώντας τη ζωή της σε αναπάντεχες εξελίξεις, αλλά καλύτερα να μην σας δώσω περισσότερες πληροφορίες, διότι θα χαθεί το στοιχείο της έκπληξης και του αιφνιδιασμού.
Ο ισπανικός κινηματογράφος έχει κάποια χαρακτηριστικά που εμένα προσωπικά με ενοχλούν μερικές φορές, όπως το στοιχείο της υπερβολικής σύμπτωσης. Για παράδειγμα η Μαρσέλα φεύγει από το σπίτι έχοντας μάλιστα αφήσει γράμμα αποχαιρετισμού, αλλά, ω, σύμπτωση, μόλις ξεμυτίζει από την πόρτα αντιλαμβάνεται ότι είναι έγκυος και γυρίζει πίσω. Ευτυχώς οι συμπτώσεις σταματάνε νωρίς κι αντικαθίστανται από ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ισπανικού κινηματογράφου: το σουρεαλιστικό χιούμορ. Οι εμβόλιμες συζητήσεις μεταξύ της Μαρσέλα και της αφελούς, συμπονετικής ιερόδουλου είναι αφοπλιστικές και ξεκαρδιστικές σπάζοντας έτσι λίγο την γλυκά μελαγχολική και στενάχωρη αύρα της ταινίας.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν δυο ακόμα ενδιαφέροντα στοιχεία. Το πρώτο, αν και κλισέ, αγγίζει σχεδόν ολόκληρο τον γυναικείο πληθυσμό, αφού η Μαρσέλα βιώνει αυτό που δισεκατομμύρια γυναίκες έχουν ζήσει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους: εγκλωβισμό σε μια σχέση που δεν οδηγεί πουθενά και συμβιβασμό σε μια καθημερινότητα δίχως συναισθήματα που δεν τη γεμίζει. Αυτό, βέβαια, που αλλάζει σε κάθε περίπτωση είναι η απόφαση. Κάνω υπομονή ελπίζοντας πως κάτι θα αλλάξει βάζοντας τον εαυτό μου στο μονοπάτι του συμβιβασμού και της δυστυχίας ή μαζεύω όλο το κουράγιο μου, χωρίζω και μεγαλώνω μόνη το παιδί μου;
Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η τρυφερότητα που αποπνέουν οι ηλικιωμένοι στον κινηματογράφο, μια προβολή του δικού μας μέλλοντος. Και σε αυτό το μοναχικό ταξίδι του θανάτου, ο Αμαδόρ έχει για συντροφιά μια μετανάστρια. Διότι οι μετανάστες εκτός από αποδιοπομπαίος τράγος για όλα τα προβλήματα μας, είναι κι αυτοί που μας καθαρίζουν, μας πηγαίνουν τουαλέτα και μας βοηθάνε να πεθάνουμε. Πολύ ιδιαίτερη ταινία, λίγο μακάβρια είναι αλήθεια, αλλά και με μπόλικο χιούμορ, λυρισμό και τρυφεράδα. Κλείνοντας να σας πω μονάχα πως ο ίδιος σκηνοθέτης, ο Φερνάντο Λεόν Ντε Αρανόα, είναι ο δημιουργός μιας από τις καλύτερες ισπανικές ταινίες της τελευταίας δεκαετίας: «Δευτέρες με λιακάδα».
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τύπος της Θεσσαλονίκης”.