Σκηνοθεσία: Ζαν-Πιερ Μελβίλ
Παίζουν: Ζαν-Πολ Μπελμοντό, Εμανουέλ Ριβά
Μεταφρασμένος τίτλος: “Ο εφημέριος”
Ένα χρόνο νωρίτερα, τον είχαμε δει να προσπαθεί να εξηγήσει στην Τζιν Σίμπεργκ τι σημαίνει dégeulasse (Με κομμένη την ανάσα). Διέσχιζε τους παρισινούς δρόμους θαρρείς κόβοντας τον αέρα στα δύο με ψαλίδι, φορώντας εκείνο το σαρκαστικό μειδίαμα στο πρόσωπο κι εκείνη την αναιδή γοητεία στη φωνή που έκαναν κάθε νέο της εποχής να πασχίζει απεγνωσμένα να τον μιμηθεί. Δυο χρόνια νωρίτερα, την είχαμε δει να κουβαλά στους ώμους της το φορτίο της θλίψης και της απώλειας (Χιροσίμα, αγάπη μου). Έφερε το άδικο στίγμα της προδοσίας, αφέθηκε να ψαχουλεύει στα σκοτεινά κιτάπια της μνήμης, καταδικασμένη να μην μπορεί να αγγίξει το όνειρο της λήθης.
Ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό και η Εμανουέλ Ριβά, άγουροι σταρ, ακριβώς πάνω στο ολόγιομο άνθισμά τους, μπλέκουν σε ένα μετωπικό κι ανελέητο μπρα-ντε-φερ υφέρπουσας λαγνείας, ανομολόγητου και συγκεκαλυμμένου πάθους. Αγγίζοντας ένα σημείο ασταθούς ισορροπίας, εκεί ακριβώς που η επιθυμία, η απαγόρευση, το καθήκον, ο θυμός, ο εγωισμός και η Ιστορία με το γιώτα κεφαλαίο παγιδεύουν τον άνθρωπο σε μια σπιθαμή χώρου. Αφήνοντάς τον να αγκομαχά επί ματαίω, να σπρώχνει το κενό, να βλαστημά μια ακαθόριστη και πάντα απροσπέλαστη μοίρα.
Ο Ζαν-Πιερ Μελβίλ διαφοροποιείται, τουλάχιστον ως προς το αμιγώς εξωτερικό περίβλημα (εν τέλει, το στιλιστικό του αποτύπωμα είναι ολόιδιο, όπως και ο εσωτερικός παλμός που διέπει κάθε ταινία του), από τα ειωθότα της φιλμογραφίας του, ξαποσταίνει από τα γκάνγκστερ μονοπάτια και τέμνει βιτριολικά και περιπαικτικά την επιθυμία, την πολιτική και τη θρησκεία, για να καταλήξει στο μόνο προφανές συμπέρασμα: η αιωνίως ημιτελής φύση του ανθρώπου συγκρούεται με φόρα και μανία με τις συνθήκες που τον ξεπερνούν, τον συνθλίβουν, τον συνταράσσουν και τον αφήνουν λειψό και λαβωμένο. Η πρότερη ημιτέλεια ξάφνου φαντάζει χαμένη πολυτέλεια.
Ο Μελβίλ παιχνιδίζει, όπως πάντα, με τον ορίζοντα προσδοκιών του θεατή και χαρίζει στιγμές ανυπέρβλητου μεγαλείου, με την όλη την αλήθεια να φανερώνεται στα χασομέρια των σκηνών (στον φαινομενικό τους επίλογο, δηλαδή), στις παρυφές ή το υπερχείλισμα των κάδρων, στις διαλογικές αναμετρήσεις που κεντράρουν ακριβώς στον πυρήνα, ενώ δείχνουν απροσανατόλιστες και αφηρημένες. Μια εξομολόγηση που ξεκινά όχι με τη συνηθισμένη ομολογία αμαρτίας και την επακόλουθη ικεσία για συγχώρεση, αλλά με ένα ευθύ κατηγορώ, με μια φανατισμένη εναντίωση, θα δώσει τον αρχικό. Κι ως εκ του θαύματος, όταν δεν θα αντιμετωπιστεί με εχθρότητα ή δογματική δυσκαμψία, αλλά θα συναντήσει ένα ευήκοον ους, ο αρχικός τόνος έχει πλέον γίνει υπόγειος κρότος.
Σε ένα κόσμο ακρωτηριασμένο και σακατεμένο, οιονεί κατοικούμενο από φαντάσματα (έξοχη, σχεδόν μαγική, η σκηνή επιστροφής των μαχητών της Γαλλικής Αντίστασης για τη βάφτιση των παιδιών τους, προτού χαθούν εκ νέου σε ένα τοπίο που τους καταπίνει γαλήνια, σχεδόν νανουριστικά, αφήνοντας ένα σαρκικό κενό που πρέπει κάπως να πληρωθεί (μέγας και αιώνιος υπονομευτής κάθε ορίουύβρεως ο Μελβίλ), η ηρωίδα που υποδύεται η Εμανουέλ Ριβά πάλλεται υπογείως, ολοζώντανη και διψασμένη για απαντήσεις, για ηδονή, για ζωή. Μια οργισμένη άθεη που πασχίζει να κατανοήσει την έννοια της πίστης. Ο ιερέας που ερμηνεύει ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό, δοσμένος στην αποστολή του, αλλά φτιαγμένος εξίσου από χώμα και από κόκαλα. Αντλώντας μια επιταγή αυθεντίας και άνωθεν διαπιστευτηρίων, έχει το δικαίωμα να υπερβεί τις γραμμές χωρίς καν να τις πλησιάσει, να αγγίξει χωρίς ακριβώς να ακουμπά.
Ο Μελβίλ καταβροχθίζει αλόγιστα μέσα από το μάτι του φακού τα παιχνίδια βλεμμάτων που δεσπόζουν στον χώρο, ψηλαφεί την ιλιγγιώδη απόσταση ανάμεσα στο θέλω και το πρέπει και την έκρηξη που γεννά ασταμάτητα αυτή η συνεχής ματαίωση. Μάλιστα, δεν διστάζει να τεμαχίσει τη δράση σε επεισόδια που σβήνουν σε ολόμαυρη οθόνη. Σε ένα κόσμο διαλυμένο, η αίσθηση οποιαδήποτε συνέχειας έχει διαρραγεί. Ανεπανόρθωτα και ολικά.