Σκηνοθεσία: Βιμ Βέντερς
Παίζουν: Μπρούνο Γκαντς, Σολβέγκ Ντονμαρτέν, Ότο Ζάντερ, Πίτερ Φολκ
Διάρκεια: 127′
Δεν είναι φύλακες-άγγελοι, ούτε έχουν κατέβει στη Γη ως τιμωροί. Σιωπηλά και αόρατα, περιπλανιούνται στους γκρίζους δρόμους, στα χαμόσπιτα, στις λεωφόρους, στους τόπους ενοχής και μαρτυρίου, στα γκρέμια και στις λασπουριές του διχοτομημένου Βερολίνου. Στέκονται δίπλα μας σε απόσταση αναπνοής, κρυφογελάνε με τις μύχιες σκέψεις μας -όχι με ειρωνεία, αλλά με τρυφερότητα-, εξερευνούν και μαντεύουν τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
Βρίσκονται εδώ από την Εποχή των Παγετώνων και νωρίτερα, υπήρχαν πριν γεννηθεί ο κόσμος και θα συνεχίσουν να υπάρχουν αφότου καταστραφεί. Ακόμη και τώρα όμως, μέχρι σήμερα, συνεχίζουν να παρατηρούν με λαιμαργία. Πασχίζουν να καταλάβουν. Τις παράξενες μικρές απολαύσεις, τους ανίκητους φόβους και τα αγιάτρευτα πάθη μας, την πεπερασμένη χωρητικότητα και την ύπουλη επιλεκτικότητα της ανθρώπινης μνήμης.
Πάνω απ’ όλα, όμως, αυτό που λαχταρούν να μάθουν είναι ο έρωτας και ο θάνατος: οι δύο ιδιότητες για τις οποίες κάθε θεός, από καταβολής κόσμου, ζήλευε τον άνθρωπο. Οι άγγελοι αυτοί δεν έχουν τη δύναμη να παρέμβουν, ούτε μπορούν να αποτρέψουν το μοιραίο. Διαθέτοντας, όμως, το θείο δώρο της διαίσθησης, σκύβουν πάνω από την αγωνία μας, προσφέροντας τη φευγαλέα υπόνοια ότι ίσως και να μην είμαστε τελείως μόνοι σε αυτόν τον κόσμο της σιωπής.
Όταν δεν ακούνε τις σκέψεις μας (το κάνουν με τόση ευγένεια που είναι άδικο να πει κανείς ότι κρυφακούνε), βολεύονται στις πιο απόκρημνες κορυφές: στον ώμο κάποιου αγάλματος, στην αετοφωλιά ενός πύργου, στην κουπαστή μιας γέφυρας, στις σκαλωσιές ενός πύργου. Στο σύμπαν του Βιμ Βέντερς και του (νομπελίστα) σεναριογράφου Πέτερ Χάντκε, οι άγγελοι εκφράζουν την ασήκωτη μοναξιά του θεού.
Καταδικασμένος σε έναν αιώνιο θρόνο, ο θεός περιπλανιέται στον χρόνο, κουβαλώντας τη μοναδικότητά του σαν κατάρα. Οι άγγελοι είναι τα μάτια της λύπης ενός δημιουργού που είναι μεν πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, αλλά την ίδια στιγμή νιώθει αφόρητα μόνος. Μπορεί να έπλασε τον κόσμο, αλλά μια αιωνιότητα μετά ακόμη προσπαθεί να τον κατανοήσει, μιας και τα δημιουργήματά του, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, έχουν αποδειχτεί πιο πολύπλοκα ακόμη και από εκείνον που τα έφτιαξε.
Τα δύο επουράνια πλάσματα, ο Damiel και ο Cassiel, αναρωτιούνται και βασανίζονται. Πώς είναι άραγε να είσαι εφήμερος σε αυτόν τον πλανήτη; Πώς είναι να βιώνεις τραγωδίες και θριάμβους σε μια σύντομη ζωή, πώς κυλά άραγε ο χρόνος όταν στο βάθος του δρόμου υπάρχει μόνο το σκοτάδι; Τι κάνει χαρούμενες αυτές τις περίεργες υπάρξεις, πότε νιώθουν δυστυχείς; Τρίβουν και φυσάνε τα χέρια τους όταν κάνει κρύο και μοιάζουν ικανοποιημένοι. Μια γουλιά καφέ και μια τζούρα τσιγάρο τούς γεμίζουν ευτυχία. Μυστήρια και γοητευτικά πλάσματα αυτοί οι άνθρωποι, τελικά.
Παρεμπιπτόντως, το εύρημα με τον υπέροχο Πίτερ Φολκ να υποδύεται έναν χαρακτήρα που παραπέμπει τόσο στην αληθινή όσο και την καλλιτεχνική του περσόνα (τον ντετέκτιβ Κολόμπο) είναι αληθινά συναρπαστικό, καθώς του προσδίδει δισυπόστατη ύπαρξη, ακριβώς όπως οι -ανθρωπόμορφοι και αλλόκοσμοι- άγγελοι της ταινίας. Το ερώτημα που βασανίζει αληθινά τον Damiel, πάντως, είναι ένα και σαφές: πώς και γιατί βρίσκουν οι άνθρωποι τη δύναμη να ερωτεύονται τόσο παθιασμένα και παράφορα; Ιδίως όταν γνωρίζουν πως ο χρόνος τους είναι μετρημένος, πως το τέλος όχι μόνο είναι αναπόφευκτο, αλλά θα διαλύσει νομοτελειακά ό,τι έχει προηγηθεί. Κι όμως, εκεί ακριβώς βρίσκεται η απάντηση. Οι άνθρωποι ζούνε και ερωτεύονται ακριβώς επειδή (ξέρουν ότι) κάποτε θα πεθάνουν. Το ένα δεν μπορεί να νοηθεί πέρα από το άλλο.
Ο Μπρούνο Γκαντς υποδύεται έναν εκκούσιο έκπτωτο άγγελο, με την απόκοσμη ηρεμία του εκλεκτού που έχει δει και ακούσει τα πάντα. Και καθώς αναρωτιέται και αναζητά, θα αποτολμήσει το πιο επώδυνο άλμα πίστης. Εγκαταλείποντας τον Ουρανό πάνω απ’ το Βερολίνο (ο πρωτότυπος γερμανικός τίτλος), ανταλάσσει την αθανασία του με Τα φτερά του έρωτα (προσέξτε τη σκηνή-ανθολογίας στο ροκ κλαμπ, εκεί όπου αλυχτά ο Νικ Κέιβ και ο έρωτας ακινητοποιεί κυριολεκτικά τον χρόνο, μετατρέποντας τη βοή του κόσμου σε απλό διάκοσμο). Η γυναίκα που ερωτεύεται, μάλιστα, είναι τρόπον τινά συνάδελφος. Μια ακροβάτις που αιωρείται πάνω από το κενό, που αντικρίζει κι αυτή τον κόσμο από ψηλά. Με μόνη διαφορά ότι διαθέτει ένα εφόδιο που απογειώνει το δικό της χάρισμα: τον φόβο και την πιθανότητα ότι θα πέσει.