Σκηνοθεσία: Σεμπαστιάν Λέλιο
Παίζουν: Ντανιέλα Βέγκα
Διάρκεια: 104′
Ο Χιλιανός σκηνοθέτης Σεμπαστιάν Λέλιο είχε αποδείξει ήδη από το Gloria (2013) -που είχε κάνει την πρεμιέρα του και πάλι στην Μπερλινάλε, με την πρωταγωνίστρια Παουλίνα Γκαρσία να κερδίζει την Άρκτο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας- πως έχει την ικανότητα να φιλοτεχνεί διορατικά και ενδοσκοπικά γυναικεία πορτρέτα. Ηρωίδα του, για μία ακόμη φορά, μία γυναίκα που βρίσκεται στριμωγμένη στα σχοινιά και παλεύει να βρει χώρο, ανάσα και πατήματα. Στο Gloria, η πρωταγωνίστριά μας είναι βουτηγμένη σε μια «κανονικότητα» ρόλου, θέσης και συνθήκης που την καταπνίγει. Είναι παγιδευμένη σε ένα καθεστώς ατολμίας, από το οποίο οφείλει να απαλλαγεί με παρρησία, τσαμπουκά και πυγμή.
Στο Una Mujer Fantástica («Μία φανταστική γυναίκα», ελληνιστί), ο τελικός προορισμός της αυτοεκτίμησης και της αυτάρκειας παραμένει απαράλλακτος, αλλά η φορά, τρόπον τινά, είναι αντιστραμμένη. Στη θέση της μεσήλικης και διαζευγμένης Gloria συναντούμε τη Marina, που έχει ήδη πραγματοποιήσει το βασικό βήμα αυτοπροσδιορισμού. Έχει αποτινάξει το αρσενικό παρελθόν του Daniel και βρίσκεται ένα κλικ πριν από την ολοκλήρωση της επαναγέννησης, για την οποία, όμως, δεν αρκεί μονάχα μία αλλαγή δέρματος ή κελύφους. Το τελευταίο βήμα μπορεί να μην είναι η πιο μεγάλη δρασκελιά, αλλά είναι το πλέον δύσκολο. Γιατί είναι θέμα τρόπου και όχι απόστασης, είναι ζήτημα χειρισμών και όχι συνειδητοποίησης.
Όπως πολύ συχνά συμβαίνει στη ζωή, ουδέν κακόν αμιγές, και η δυσβάσταχτη αναπάντεχη απώλεια του συντρόφου της Marina θα λειτουργήσει ως εφαλτήριο οικοδόμησης. H Marina, σε αντίθεση με την Gloria, θα πρέπει να ανακαλύψει τον εαυτό της και να ορθώσει ανάστημα σε όλα τα επιμέρους ζητήματα, πέρα από την πλέον δύσκολη πίστα, την οποία έχει ήδη τερματίσει. Η Marina έχει ήδη χτίσει τον βασικό σκελετό της προσωπικότητάς της, αλλά πρέπει να φροντίσει κι όλα τα επιμέρους μερεμέτια που θα μετατρέψουν τη σκαλωσιά σε κανονικό κτίσμα. Η Marina είναι πέραν πάσης αμφιβολίας μία φανταστική γυναίκα, ακριβώς επειδή δίνει σάρκα και οστά, καρδιά και υπόσταση, σε μία ύπαρξη που οι υπόλοιποι αντιμετωπίζουν ως αποκύημα παρεκκλίνουσας κι ελαττωματικής φαντασίας.
Φυσικά, πρέπει να προηγηθεί πόνος, κλάμα, εξευτελισμοί και σκληρές κατατραπακιές, με το πίσω φόντο να λειτουργεί συχνά ως απειλή (τα ογκώδη κτίρια και οι δρόμοι του Σαντιάγκο, μέσα από μία κινηματογράφηση αγχώδη και ασφυκτική) ή ως περιπαικτική κοροϊδία (το λούνα παρκ). Με όλες αυτές τις δυσκολίες, πάντως, να μην συνιστούν απλώς ένα άθροισμα γενικών κι αόριστων δεινών, αλλά να αποπνέουν μία συνεχή αίσθηση παραλόγου. Η θλίψη νικέται κατά κράτος από τυπικότητες. Ο πανικός της απώλειας βαφτίζεται λογικοφανής καχυποψία. Το φαινομενικά γνήσιο ενδιαφέρον ασκεί ασφυκτικές πιέσεις και οδηγεί σε διαπομπεύσεις, πάντα στο όνομα των καλών προθέσεων.
Ο Λέλιο παρακολουθεί από απόσταση αναπνοής μία διαδρομή γεμάτη λακούβες και ασχήμιες, την οποία, ευτυχώς, δεν εκτρέπει σε καμία στιγμή σε καρικατούρα δυστυχίας και ηρωισμού. Με απαλό τέμπο και χωρίς υπερβολές ή ξεσπάσματα (ο Λέλιο αγαπά και κατανοεί την ηρωίδα του σε βαθμό που να την απαλλάσσει από οποιαδήποτε ανάγκη υστερικών εκρήξεων δικαίωσης, που θα ακούγονταν ψεύτικες και στερεοτυπικές), φτιάχνει μία ταινία που είναι ευθύς εξαρχής ομιλητικότατη, χωρίς να χρειάζεται να πει πολλά, μία ταινία που διατηρεί ακέραιη τη στιβαρότητά της, ακόμη κι όταν καταφεύγει σε κάποια τεχνάσματα ολίγον προφανή.
Και μας χαρίζει μία πανέμορφη υπνωτιστική σκηνή, λίγο πριν το τέλος, λουσμένη σε υπόγειους και διαπεραστικούς τονισμούς, όπου οι διαχωρισμοί εξατμίζονται σχεδόν κυριολεκτικά. Ένα σουλάτσο σε δύο κόσμους, μίά ιδρωμένη βόλτα σε καθεστώς μεταιχμιακό. Με την ελπίδα της ουρανοκατέβατης διαφυγής να βυθίζεται σε ένα ευεργετικό κατάμαυρο κενό. Δεν υπάρχει καμία διέξοδος που θα πέσει στα χέρια μας σαν μάννα εξ ουρανού. Υπάρχει το εδώ και το τώρα και το τι φύλλο θα κατεβάσουμε με τα χαρτιά που μας έλαχαν.