Festivals Berlinale 2017: Django

10 Φεβρουαρίου 2017 |

Berlinale 2017: Django

Σκηνοθεσία: Ετιέν Κομάρ

Παίζουν: Ρέντα Κατέμπ, Σεσίλ ντε Φρανς

Διάρκεια: 117′

Η μουσική είναι μία Σειρήνα. Που είναι ικανή να απαλύνει τον πόνο. Που βρίσκει ενίοτε τον τρόπο να ρίχνει ένα πέπλο πάνω από τα βάσανα. Που γλυκαίνει την πίκρα και παρηγορεί το κουρασμένο μυαλό. Που έχει τη δύναμη να αναπαύει και επιταχύνει την ούτως ή άλλως ασταμάτητη ροή του χρόνου. Που κατορθώνει,  έστω και φευγαλέα ή ακόμη και απατηλά, να εξανθρωπίζει το κτήνος που αποδεσμεύει κάθε λίγο και λιγάκι ο άνθρωπος. Η Τέχνη, με το «τ» κεφαλαίο, καθώς και όλες οι επιμέρους τέχνες, είθισται να χαρακτηρίζονται εξ ορισμού φορείς μίας δύναμης σαρωτικής, ριζοσπαστικής, απελευθερωτικής, επαναστατικής. Θαρρείς και υπόκεινται σε βιολογικά χαρακτηριστικά και νομοτελειακές επιδράσεις, που δεν γνωρίζουν παραλλαγές και αποκλίσεις.

Django 6

Η μουσική, όμως, όπως προείπαμε, συνήθως είναι σειρήνα, παρά πέλεκυς δικαιοσύνης. Είναι περισσότερο πλανεύτρα μάγισσα, παρά στεντόρεια φωνή συνείδησης. Και οι προικισμένοι φορείς αυτού του θείου ταλέντου είναι εύλογο, πολλές φορές, να κατοικούν και να συχνάζουν σε ένα κόσμο παράλληλο με τον δικό μας. Αυτά, περίπου, τα όμορφα είχε κατά νου και το Django, που έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα της 67ης Μπερλινάλε, όπως πιστοποίησαν και τα λεγόμενα του σκηνοθέτη του, στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε τη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας.

Germany Berlin Film Festival 2017

Ο Ετιέν Κομάρ, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, καταφεύγει σε μία συνηθισμένη, τα τελευταία χρόνια, τρίπλα των biopic movies. Αποφεύγει να ανατρέξει στο εκ των πραγμάτων πελώριο εύρος ολόκληρης της ζωής και του συνολικού έργου του τιμώμενου προσώπου. Αντιθέτως, κόβει μία λεπτή φέτα του βίου του, επιλέγοντας ένα κομμάτι ζουμερό από γοητεία και στεγνό από επιβεβαιωμένες πληροφορίες.

Ένα κομμάτι, επομένως, με άφθονο χώρο για βιογραφική μυθοπλασία και για μυθογραφημένη πραγματικότητα, ικανό να προσδώσει την βαρύτιμη ταμπέλα της αντισυμβατικής ή, τέλος πάντων, της μη τυπικής βιογραφίας. Πρόθεση που καταλήγει να φαίνεται σχεδόν αστεία, όταν καταλαγιάσει η πέρα για πέρα νερόβραστη γεύση μίας ταινίας που ξεδιπλώνει τις συγκρούσεις της, σαν να επρόκειτο για παρουσίαση PowerPoint. Ας πιάσουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Django 3

Ο Κομάρ επικεντρώνεται στην ελάχιστα γνωστή και προβεβλημένη περίοδο 1943-1945, στη ζωή του βιρτουόζου κιθαρίστα της τζαζ, του διαμονιώδους τσιγγάνου Τζάνγκο Ράινχαρντ (βλέπε φώτο αμέσως μετά). Αρχικά, ο Κομάρ μας συστήνει τον Τζάνγκο ως ένα σταρ, σε καθεστώς πλήρους αποδοχής του  status quo, στο κατεχόμενο Παρίσι, όπου ζει άνετα και σχετικά ξέγνοιαστα ως διασκεδαστής των ναζιστικών στρατευμάτων που έχουν εγκατασταθεί εκεί. Τυλιγμένος σε μία σχεδόν αποχαυνωμένη απάθεια ως προς τη φρικωδία που τον περιβάλλει και εξασκώντας την τέχνη του σε συνθήκες αυτόματου πιλότου, ο Τζάνγκο αρκείται στη δικαιολογία ότι «αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός του».

Την παθητική αυτή αποδοχή των πραγμάτων διαδέχεται μία φύγη (η οποία, σε κανένα μα κανένα σημείο, δεν δικαιολογείται επαρκώς), γεμάτη αμφιβολίες και δεύτερες σκέψεις, ενόψει μίας τουρνέ στη Γερμανία που μοιάζει με τυράκι στη φάκα. Πράξη τρίτη και τελευταία, όπου, μετά το σκοτάδι της αδράνειας και το ημίφως της φυγής, καταφθάνει η αυγή της συνειδητοποίησης – θείας επιφοίτησης. Η οποία επιφοίτηση έχει, φυσικά, προαναγγελθεί επί της ουσίας από την πρώτη κιόλας στιγμή και μεταδίδει την ίδια άνοστη γεύση με τις πράξεις που προηγήθηκαν. Σαν ένα προτηγανισμένο πιάτο σε τουριστικό εστιατόριο με κράχτες, δίπλα ακριβώς σε ένα must see αξιοθέατο.

Django 2

Είναι, πράγματι, άξιο απορίας το πώς ο Κομάρ (που έχει υπογράψει το σενάριο τόσο του, ιλιγγιώδους από άποψη ηθικών διλημμάτων, Ενώπιον θεών και ανθρώπων [2010] όσο και του, βουτηγμένου στην πίκρα της ζωής, Ο βασιλιάς μου [2015]) κατόρθωσε να εγκλωβίσει όλες τις έννοιες που εμφιλοχωρούν στην ταινία του σε τόσο ρηχά νερά, σαν να θέλει απλώς να πλατσουρίσουν με ασφάλεια υπό την εποπτεία γονέων.

Η υποτιθέμενη ηθική μάχη του κεντρικού ήρωα μοιάζει πιο χλιαρή κι από έναν απλό προβληματισμό, η κρισιμότητα της ιστορικής περιόδου είναι σαν περνά ξόφαλτσα, το ναζιστικό καθεστώς στη δραματουργική πλοκή είναι σαν μία κακή συγκυρία, σαν μία καταστροφική μπόρα που αργά ή γρήγορα θα περάσει, ενώ το ηθικό επιμύθιο επαναλαμβάνεται μηχανιστικά, μπας και ακουστεί επείγον.

Django 5

To Django, πέρα από όλα τα υπόλοιπα, δεν κατορθώνει να μεταδώσει την οποιαδήποτε αίσθηση μεγαλείου για τον κεντρικό του ήρωα, παρά το γεγονός ότι διαλαλεί ακατάπαυστα ακριβώς αυτό. O Κομάρ προστρέχει ασταμάτητα σε μουσικές παρεμβολές και σε κατασκευασμένες επιβεβαιώσεις δέους και θαυμασμού, χωρίς να είναι σε θέση να μεταδώσει μία βαθιά και διαπεραστική αίσθηση δέους.

Στο ίδιο μήκος κύματος αμηχανίας και ο πρωταγωνιστής (και πολύ αξιόλογος, γενικότερα μιλώντας) Ρεντά Κατέμπ, ο οποίος πλάθει έναν ήρωα που ακούει τόσο συχνά ότι είναι θεσπέσιος, που καταλήγει να αναρωτιέται μήπως τελικά είναι, χωρίς όμως να το πολυπιστεύει κιόλας. Ιδανικός για να ενσαρκώσει ένα ανθρώπο παγιδευμένο σε οριακές καταστάσεις που τον ξεπερνούν (Ένας προφήτης, 2009), ιδανικός για να υποδυθεί μία εκ των προτέρων χαμένη ψυχή σε ένα κόσμο αναπόδραστου και άδικου παραλόγου (Μακριά από τους ανθρώπους, 2014), αλλά ολότελα γήινος και χειροπιαστός για μία φιγούρα μυθική και αιθέρια.

Django 7
Και φυσικά, μέσα σε όλα αυτά, εξατμίζεται και η αληθινά ενδιαφέρουσα υπόνοια της ταινίας, που απλώς διατυπώνεται ψιθυριστά. Το ότι η μουσική μπορεί να καταστεί επικίνδυνη, οριακή και ακατανίκητη, μέσα από τα ίδια της τα καταστατικά σπλάχνα. Τις οκτάβες, τα ακόρντα, το τέμπο και τα σόλο.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑