Under Electric Clouds
Το Under Electric Clouds (Pod Electricheskimi Oblakami) του Αλεξέι Γκερμάν του νεότερου (ο μπαμπάς του είχε το ίδιο ονοματεπώνυμο, έκανε επίσης ταινίες και πέθανε το 2013) είναι μια στιβαρή και συμβολική χαρτογράφηση της σύγχρονης Ρωσίας. Του πνευματικού της σύμπαντος, των αδιεξόδων της, των παλινδρομήσεων και των αγκυλώσεών της. Επτά ιστορίες που διαπλέκονται μεταξύ τους, αλλά το μυαλό σας δεν πρέπει να πάει στα συνηθισμένα κινηματογραφικά μπλεξίματα ιστοριών. Κανένας αυνανισμός της εξωφρενικής σύμπτωσης. Καμία ανάγκη τραβηγμένου ταιριάσματος ενός θρυμματισμένου πάζλ. Οι επτά αλληλοδιαπλεκόμενοι περιφέρονται σε ένα τοπίο σκεπασμένο από το πέπλο του χιονιού και πολιορκημένο από το τσουχτερό κρύο. Ένα τοπίο που αντανακλά τόσο αυτό που σκέφτονται όσο και αυτό που τους περιβάλλει ψυχικά και συναισθηματικά. Οι ήρωες του Γκερμάν Τζούνιορ διερωτώνται, στοχάζονται και συζητούν, αναζητώντας την αλήθεια, ψάχνοντας την ουσία. Στο διάβα τους συναντούν και αλληλεπιδρούν με μισοτελειωμένα κτιριακά συγκροτήματα και ογκόλιθους του παρελθόντος, σε μία πραγματική χιονοστιβάδα συμβολισμών.
Η έννοια της κληρονομιάς, θολή, αλλόκοτη, μη διαχειρίσιμη, προβληματική, πιεστική. Το μέλλον εξίσου ασαφές, φοβισμένο και εκφοβιστικό, ασταθές και μοναχικό. Όλα τα παραπάνω τοποθετημένα σε μία χρονική κλίμακα κοντινού μέλλοντος, αλλά με τον αέρα ενός ακαθόριστου παρελθόντος. Ένα μέλλον και ένα παρελθόν απειλητικά, σε ένα παρόν αβέβαιο. Ο Γκερμάν Τζούνιορ ανοίγει την ταινία του διάπλατα, χωρίς να φοβάται. Εύρος καδραρισμάτων, εύρος τοπίων, εύρος αλληγοριών. Μια ταινία με ανάστημα και εμβαδόν που χορογραφεί τις μπερδεμένες και σύνθετες σκέψεις των ηρώων της. Ισχυρή υποψηφιότητα για κάποιο σημαντικό βραβείο. Οι ευχές μας μαζί της.
Everything Will Be Fine
Σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση, υποστηρίζει ένα σοφό ρητό, το οποίο μοιάζει να βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στον μορφονιό Τζέιμς Φράνκο, τουλάχιστον στη φετινή Μπερλινάλε. Διότι πόσο τυχαίο να θεωρηθεί το γεγονός ότι ο Τζέιμς πρωταγωνιστεί σε μία ακόμη αποτρόπαιη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος, μετά το Queen of the Desert; Ο Τζέιμς λοιπόν, περιφέρει για μία ακόμη ταινία το δυσκοίλιο βλέμμα του λες και έφαγε κάτι που τον έχει πειράξει στο στομάχι, ενώ μιλάει με ένα τόνο φωνής που κυμαίνεται μεταξύ του αγουροξυπνημένου (στην καλύτερη) και του διανοητικά καθυστερημένου (στη χειρότερη). Η νωθρή και στραβοχυμένη πάντως ερμηνεία (λέμε τώρα…) του Φράνκο μοιάζει ολότελα ταιριαστή με την ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί, καθώς στο Everything Will be Fine του Βιμ Βέντερς τίποτα δεν πηγαίνει καλά, σε αντίθεση με τον τίτλο του.
Η δραματουργική εξέλιξη της ταινίας σέρνεται χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό, χωρίς ενδιαφέρον, χωρίς εμπνεύσεις, οι ερμηνείες είναι τόσο αμήχανες που σχεδόν λαχταράς να εξαφανιστούν οι ηθοποιοί από την οθόνη, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν συνιστά το σοβαρότερο πρόβλημα. Η αληθινή κόλαση εντοπίζεται στον αέρα του απόκοσμου και του ελαφρά μεταφυσικού που θέλει να εκπέμψει η ταινία. Κι όσο μας φορτώνεται στον σβέρκο αυτή η αίσθηση του «κάτι συμβαίνει εδώ πέρα», τόσο περισσότερο θέλουμε να φωνάξουμε πως «δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα εδώ πέρα». Τέλος πάντων, από σεβασμό προς ένα πάλαι ποτέ μεγάλο δημιουργό, δεν θα πούμε περισσότερα και θα προσπαθούμε να ξεχάσουμε μια ταινία που θα συνιστούσε επαρκή λόγο ματαίωσης της τιμητικής βράβευσης του Βέντερς.
Body
Το Body της Πολωνής Μαλγκορζάτα Σουμόφσκα είναι μια ταινία γεμάτη σώμα, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος της, αλλά με το βλέμμα στραμμένο στην αναζήτηση της ψυχής. Οι τρεις κεντρικοί της χαρακτήρες είναι μπλεγμένοι κάπου στη μέση αυτού του δίπολου και δεν ξέρουν πώς να το μεταμορφώσουν. Να το κάνουν δηλαδή ενοποιητικό, αντί για αντιθετικό. Ο πατέρας, αποστασιοποιημένος, στα όρια του αναίσθητου, υπέρ το δέον εξοικειωμένος με τη φρίκη της ζωής και των ανθρώπων, μέσα από τα όσα αντικρίζει στην εργασιακή του καθημερινότητα ως ιατροδικαστής. Κυνικός, απογοητευμένος, αδύναμος να χειριστεί τον διπλό θρήνο, αυτού και της κόρης του, για τη χαμένη του σύζυγο. Ταλαιπωρεί το σώμα του με καυτερά φαγητά και συνεχή κατάποση βότκας. Η κόρη, αμήχανη, μπερδεμένη, έχοντας χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Μισεί τον πατέρα της όχι τόσο γιατί το αξίζει, αλλά γιατί μοιάζει ο μόνος τρόπος να εγκαθιδρύσει μια οποιαδήποτε είδους σχέση μαζί του. Μισεί όμως και τον εαυτό της για την αδυναμία της, για το πόσο λειψή και μόνη νιώθει. Είναι ένα κοκαλιάρικο φοβισμένο πλάσμα που αφήνει μια κραυγή για βοήθεια. Η ψυχοθεραπεύτρια. Η τρομακτική απώλεια που βίωσε την έχει πείσει για το ότι οι νεκροί επικοινωνούν με όσους άφησαν πίσω. Είναι ένας τρόπος να καμουφλάρει τη θλίψη της. Για αυτή, ισχύει το αντίθετο. Τα πάντα είναι ψυχή και ελάχιστο σώμα, τουλάχιστον φαινομενικά. Γιατί η ανάγκη για επαφή, ζεστασιά και σάρκα δεν μπορεί να κρυφτεί. Φανερώνεται στο stalking του φασώματος δύο εφήβων, αποτυπώνεται στις εκτονωτικές αγκαλιές με τον τεράστιο σκύλο της.
Κι ενώ η ταινία μοιάζει να ανακυκλώνει κάπως επαναλαμβανόμενα τα νοήματά της (αυτό ισχύει πέρα για πέρα) και να μην μπορεί να αγγίξει κάποια κλιμάκωση, η επιθυμητή λύση έρχεται εκ του αντιστρόφου. Με τη χαλάρωση και την ανακούφιση του χιούμορ, σε μία τελική σκηνή που κατορθώνει να συγκινήσει με τρόπο γλυκό κι ανθρώπινο. Όχι μια μεγάλη ταινία, αλλά μια μικρότερη με τρυφερές αρετές.
Ned Rifle
Το είχαμε δει τη δεύτερη κιόλας μέρα της φετινής Μπερλινάλε και αποτελεί μέγιστη παράλειψή μας το ότι δεν του παρείχαμε τον χώρο που του αναλογεί. Το Ned Rifle κλείνει την άτυπη τριλογία του Χαλ Χάρτλι, που είχε ανοίξει με το Henry Fool και είχε συνεχιστεί με το Fay Grim. Από τον πατέρα, στη μητέρα και με τελικό σταθμό τον γιο, σε μία ταινία που είναι αυτάρκης και βλέπεται ανετότατα, χωρίς να έχει ανάγκη από τις προηγούμενες δύο. Όσο για την ταινία, το βασικό της ατού είναι πως είναι μια ταινία του Χαλ Χάρτλι. Τι σημαίνει η παραπάνω ταυτολογία;
Ότι πρόκειται για μια ταινία του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά που όντως plays by the indie rules, ξεφεύγοντας από τον πρόσφατο σωρό ταινιών που βαφτίζονται ανεξάρτητες αλλά καταλήγουν συγκεκαλυμμένα mainstream. Εξωφρενικοί χαρακτήρες, υπέροχο χιούμορ, απολαυστική ειρωνεία, αυθεντικά κουλ ύφος και στιλάκι, φιλοσοφημένοι διάλογοι που ξεπετιούνται στη μέση του πουθενά. To Ned Rifle είναι γοητευτικά περίεργο, αποφεύγοντας τις δύο πιο επικίνδυνες παγίδες. Ούτε ντρέπεται γι’ αυτό, προσπαθώντας να το συγκαλύψει, ούτε καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι, προσπαθώντας να το υπενθυμίσει συνεχώς. Είναι όπως είναι κι σε όποιον αρέσει. Κι αν κάπου η ταινία σαστίζει σαν να μην ξέρει πώς ακριβώς να προχωρήσει και να «κλείσει», της το συγχωρούμε άνετα. Γιατί το αξίζει κι αυτή και κυρίως, ο φοβερός Χαλ.
Eisenstein in Guanajuato
Η θρυλική ταινία Οκτώβρης του εξίσου θρυλικού Σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν μεταφέρθηκε στα αγγλικά με τον τίτλο Οι δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο. Αυτό που ενδιαφέρει πάντως τον Πίτερ Γκρίναγουεϊ, σε ένα από τους πιο ιδιότυπους κινηματογραφικούς φόρους τιμής που έχουμε δει ποτέ, είναι ένα άλλο δεκαήμερο. Αυτό που συγκλόνισε τον ίδιο τον Αϊζενστάιν, κατά την επίσκεψή του στο Μεξικό, με σκοπό να γυρίσει την ταινία ¡Que viva México!, η οποία έμελλε να εξελιχθεί σε μία συνεχιζόμενη ταλαιπωρία και τραγωδία για τον ίδιο. Κι αν τυχόν δικαίως φοβάστε την υπέρμετρη ωραιοποίηση και απόδοση τιμών σε τέτοιου είδους ταινίες, στο Eisenstein in Guanajuato μπορείτε να κοιμάστε ήσυχοι πως αυτός ο σκόπελος θα αποφευχθεί.
Διότι ο Αϊζενστάιν είναι ένας πλαδαρός, ατσούμπαλος, ευαίσθητος δημιουργός με μάτια πρησμένα από την κούραση γιατί «δεν μπορεί να σταματήσει να κοιτάζει». Είναι ένα βερμπαλιστικό πολυβόλο και ένα μικρό τρομαγμένο παιδί που αντιμετωπίζει την κοιμώμενη σεξουαλικότητά του σαν μία ανίατη ασθένεια. Ο Γκρίναγουεϊ με κέφι, ζωντάνια και σπιρτάδα μας καλωσορίζει σε μία ντελιριακή διαδικασία προσωπικής απελευθέρωσης, σε μία σεξουαλική και προσωπική επανάσταση. Εξυπακούεται πως ο Γκρίναγουεϊ δεν αποχωρίζεται τις αγαπημένες του τσαχπινιές στην κινηματογράφηση. Ευφάνταστα split screens, αλλαγές φόντου, περιστροφικές κινήσεις πλήρους κύκλου της κάμερας, αρχειακές εικόνες που καρφιτσώνονται στο κάδρο. Παρόλα αυτά, συγκρατείται και δεν παρεκτρέπεται στα, γοητευτικά μεν, ολίγο αυτοαναφορικά δε, επίπεδα των τελευταίων του ταινιών που φέρνουν περισσότερο σε νεωτερικούς εικαστικούς πειραματισμούς.
Φυσικά, όσο ευφάνταστη και διασκεδαστική κι αν είναι η διαδρομή, νιώθει κανείς πως κάποια πράγματα λείπουν, ενώ κάποια άλλα πλεονάζουν. Σαν να θέλεις μια στιγμή ένα διάλειμμα από το χιούμορ και την εξτραβαγκάντζα αυτής της καλοστημένης αισθητικής φάρσας (με την καλή έννοια του όρου) και ολίγη πιο ευθύγραμμη διεισδυτικότητα. Η παραπάνω ένσταση δεν σημαίνει ότι η ταινία είναι ασεβής, το κάθε άλλο. Είναι μια γλυκύτατη και ολόφρεσκη απόδοση ευαίσθητων τιμών. Σε ένα άνθρωπο που συνιστούσε μία περίπτωση πολύ ξεχωριστή. Καταπιεσμένος στην ΕΣΣΔ από το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και απορριφθείς από το Χόλιγουντ, μακροημέρευσε στη μοναξιά και την απομόνωση. Και δεν πρόλαβε να μας καταπλήξει πολλές φορές ακόμη, τρέχοντας χιλιόμετρα μπροστά από την εποχή του.