Έπειτα από δυο-τρεις χρονιές ελαφράς ενασχόλησης με το In-edit, φέτος ο γράφων αποφάσισε να δει πιο ζεστά το ζήτημα. Με αναμφισβήτητη την αγάπη, λοιπόν, για το είδος του μουσικού ντοκιμαντέρ, μια που συνδυάζει τις δύο πλέον αγαπημένες και λαϊκές μορφές τέχνης, τη μουσική και τον κινηματογράφο δηλαδή, παρακολούθησε περίπου τα μισά φιλμ, όσα εν πάση περιπτώσει είτε του έκαναν το λεγόμενο “κλικ” είτε προβάλλονταν σε ταιριαστές με τον ελεύθερο χρόνο μέρες και ώρες. Δεν υπάρχει κάτι που να απογοήτευσε, υπάρχουν όμως πράγματα που μένουν πιο έντονα στο νου, που ήταν απολαυστικότερα στο κάτω – κάτω. Μετά από την ενδεκάδα ελληνικών ντοκιμαντέρ του Μαρτίου, σειρά έχει πια η πεντάδα μουσικών ντοκιμαντέρ του Απριλίου. Δηλαδή:
One more time with feeling
Πόσο δύσκολο είναι να φτιαχτεί ένας δίσκος την επαύριο μιας τραγωδίας; Πώς παράγεται ένα καλλιτεχνικό έργο όταν η μοίρα έχει χτυπήσει τόσο άσχημα το δημιουργό του; Γιατί άραγε τα σημαντικότερα άλμπουμ ή τραγούδια γεννήθηκαν μέσα από την έκφραση του πόνου (ή της φτώχειας και δυστυχίας); Ερωτήματα όχι καινούρια. Ξανατίθενται εδώ. Σε ένα υπέροχο φιλμ, σκοτεινό σαν το εσωτερικό μιας… σπηλιάς.
Ο Άρθουρ Κέιβ, το ένα από τα δύο αγόρια του Νικ με τη νυν σύζυγό του, έχασε απρόσμενα τη ζωή του τον Ιούλιο του 2015. Έπεσε από έναν βράχο στην περιοχή του Μπράιτον (θυμάστε αλήθεια τις ταινίες Brighton Rock;), όπου ζει η οικογένεια Κέιβ εδώ και πάνω από 10 χρόνια. Η θλίψη, ασυγκράτητη και επιθετική, έφερε θραύσματα λόγων. Ποιήματα χωρίς τη συνήθη αφηγηματική δομή του ποιητή τους, μακριά από όσα συνηθίζαμε παλιότερα από τον Νικ.
Η συμφορά εμπνέει! Το “Skeleton tree” απέκτησε σάρκα και οστά κάπως έτσι στιχουργικά. Έμενε η μουσική φόρμα που θα το έντυνε, σε μια στουντιακή ηχογράφηση. Αυτή τη διαδικασία αποτυπώνει ο φακός του Άντριου Ντόμινικ, συμπατριώτη (Αυστραλός γαρ) του Κέιβ, γνωστού μας κυρίως από τη “Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ”. Δεν κάνει χρήση (εκτός ελαχίστων πλάνων) χρώματος, καθώς όλα όσα βλέπει ο θεατής είναι σε άσπρο – μαύρο, ουσιαστικά είναι μόνο σε μαύρο. Και η ταινία, όπως ο δίσκος, στερείται εύλογα της λογικής αρχή – μέση – τέλος. Είναι κι ετούτη θραύσματα εικόνων, συνεντεύξεων, τραγουδιών που ηχογραφούνται.
Πόσες πρόβες απαιτούνται για να γραφτεί εντέλει ένα κομμάτι; Άλλη μια φορά, με συναίσθημα, είναι αρκετή. Συναίσθημα που πλημμυρίζει όποιον δει το φιλμ, αρκεί να αντέξει τη μη συμβατική διάρθρωσή του. Αρκεί, επίσης, να μην αναρωτηθεί τι γυρεύει τελικά η κάμερα, γιατί ο Κέιβ έδωσε άδεια ή και πρότεινε να γυριστεί το ντοκιμαντέρ. Όσοι είδατε το ελληνικό “Village Potemkin” έχετε ήδη την απάντηση. Μερικές -αρκετές στην πραγματικότητα- φορές, η κάμερα είναι ο καλύτερος γιατρός. Ακόμα και για μια απώλεια που ποτέ δεν θα καταφέρει να γίνει “συνήθειά μας”!
The Beatles: Eight Days a Week — The Touring Years
Από το 1962 ως και το 1966, τέσσερα γεμάτα χρόνια, ο κόσμος βίωσε τη Beatlemania. Ένας 19άρης (Τζορτζ), ένας 20άρης (Πολ) και δύο 22άρηδες (Τζον και Ρίνγκο) κυριάρχησαν στον πλανήτη Γη, τον κατέλαβαν απ’ άκρου σ’ άκρο. Όχι με πόλεμο, αλλά με νότες. Από το Ηνωμένο Βασίλειο ως τις Η.Π.Α. και από την Αυστραλία ως και την Ιαπωνία καμιά χώρα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην εισβολή. Τι έκαναν τότε οι fabulous four; Μα ασταμάτητες περιοδείες, βγάζοντας ενδιάμεσα δίσκους σε ρυθμό πολυβόλου, με ελάχιστο χρόνο να ξοδεύεται στα στούντιο ηχογραφήσεων. Περιόδευαν “Eight days a week”, οχτώ μέρες τη βδομάδα, όπως εύστοχα επισημαίνει “τσιμπώντας” τον τίτλο ενός από τα χιτ τους ο Χάουαρντ και τοποθετώντας τον στο δικό του φιλμ.
Από την ανωνυμία του The Cavern, στο Αμβούργο και ξανά πίσω στο Λίβερπουλ. Ο Λένον και ο Μακάρτνεϊ, που αγαπούσαν τη μουσική παραπάνω από το ποδόσφαιρο, και αυτό τους έδεσε από το ξεκίνημα. Μετά ήρθε ο Χάρισον. Και αφού αποχώρησαν δύο άλλα από τα αρχικά μέλη τους, εμφανίστηκε στα ντραμς ο Σταρ, ώστε “να δέσει το γλυκό”. Ο λιγότερο προβεβλημένος ήταν υπεραπαραίτητος, όπως εξομολογούνται σε αρχειακές συνεντεύξεις τους οι υπόλοιποι.
Ο Τζορτζ Μάρτιν και ο Μπράιαν Επστάιν, ο παραγωγός κι ο μάνατζέρ τους αντίστοιχα, αποτέλεσαν τους δύο άλλους κρίκους στην αλυσίδα. Από το “Please please me” και κατόπιν η τρέλα γι’ αυτούς τους νεαρούς τύπους δεν θα είχε προηγούμενο -ούτε κι επόμενο, όπως θα αντιληφθείτε, βλέποντας τι συνέβαινε στις τουρνέ τους. Με εφόδιο τις τσιρίδες των απανταχού κοριτσόπουλων, τραγουδώντας μόνο ερωτιάρικα μπιτάτα άσματα στα πρώτα χρόνια, έκαναν ντου και στην Αμερική. Αποθεώθηκαν, έγιναν “δημοφιλέστεροι και από τον Χριστό”. Μόνο που η διατύπωση τούτης της ύβρεως από τον Τζον, έφερε άλλα.
Οι Beatles τόλμησαν στις Η.Π.Α. να επιβάλλουν τα μικτά συναυλιακά ακροατήρια, την ώρα που μαινόταν ο φυλετικός πόλεμος των sixties. Με τη Γούπι Γκόλντμπεργκ να το πιστοποιεί, αλλά και τη Σούζαν Σαράντον να διακρίνεται σχεδόν παιδούλα μέσα στο κοινό, άγγιξαν τους πάντες. Αργότερα είδαν φανατικούς πιστούς να μαζεύουν και να καίνε τους δίσκους τους. Έπαιξαν σε φιλμ του Ρίτσαρντ Λέστερ, μπλέχτηκαν σε ναρκωτικά, μεγάλωσαν. Κατανόησαν τότε ότι δεν πάει άλλο. Έτσι, τελείωσαν πρόωρα τα touring years του τίτλου. Και ακολούθησαν, αμέσως μετά το όμορφο Rubber Soul και το πρωτοπόρο Revolver, τα άλμπουμ που σημάδεψαν ανεξίτηλα το ροκ. Όταν οι συναυλίες έδωσαν τη θέση τους στην αναζήτηση στίχων, ήχων, ιδεών. Ο Ρον Χάουαρντ ουδέποτε πειραματίστηκε σκηνοθετικά. Όντας ένας από τους πιο προσεκτικούς επαγγελματίες του Χόλιγουντ, ακολούθησε την αποκαλούμενη ακαδημαϊκή γραφή κι εδώ, με παράθεση πλούσιου αρχειακού υλικού, που μέσα από το εύρυθμο μοντάζ και την αιώνια δυναμική του γκρουπ-αντικειμένου του, οδηγούν σε ένα αξιόλογο φιλμικό αποτέλεσμα. Let it be!
Danny says
Απολαυστικό. Αυτός είναι ο πρέπων χαρακτηρισμός για το ντοκιμαντέρ με θέμα τον Ντάνι Φιλντς, που γεννήθηκε ως Ντάνιελ Χένρι Φάινμπεργκ. Λέγεται διαχρονικά ότι οι Εβραίοι έχουν μια τρομερή ικανότητα στο εμπόριο. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση του Ντάνι, που έπαιρνε αυτό που υπό άλλες συνθήκες θα θεωρείτο περιθωριακό, underground ως άκουσμα, για να το φέρει κοντά σε πολύ μεγαλύτερο κοινό. Μάλιστα, σχεδόν όλες οι προτάσεις του, όσα έλεγε (“Danny says”) εισακούονταν από ένα σημείο και μετά ευλαβικά από τις δισκογραφικές.
Velvet Underground (και η Nico), Stooges (ο Ίγκι Ποπ μιλά, με όλη τη γνήσια τρέλα του, συνεχώς για τα κατορθώματά του), Ramones και πάμπολλοι άλλοι εγκωμιάζουν το ένστικτο ενός τύπου, που έκανε το χόμπι του δουλειά, έχοντας διατελέσει από επιφυλλιδογράφος ως και μουσικοκριτικός, αλλά και ανιχνευτής ταλέντων και μάνατζερ συγκροτημάτων. Πλάνα αρχείου και φωτογραφίες μας δείχνουν τι ήταν το Factory, η έδρα του Άντι Γουόρχολ. Ο Ντάνι μάς λέει ότι κυριολεκτικά έσωσε μια κοπέλα από το να πέσει από ένα παράθυρο, προκαλώντας τη δυσφορία του περίγυρου, μια που η πτώση της θα έδινε ένα έξτρα ενδιαφέρον! Παρόμοιες κυνικές, αλλά και χιουμοριστικές, αφηγήσεις διαδέχονται η μία την άλλη, ενώ κάπου το φιλμ συνδέεται με εκείνο για… τους Beatles!
Πράγματι, ο “ήρωάς” μας αποκαλύπτει ότι δεν πολυγούσταρε τα Σκαθάρια. Αυτό όμως είναι το λιγότερο. Ήταν εκείνος που έκανε την τρίχα τριχιά, όταν “δημοσιογραφώντας” σε ένα εντυπάκι, διάλεξε από μια τεράστια συνέντευξη του Λένον -σε άλλο μέσο- τη φράση “δημοφιλέστεροι από τον Χριστό” για να τραβήξει τα βλέμματα, με συνέπεια να ξεσπάσει τελικά όλη εκείνη η παρανοϊκή φάση με το κάψιμο των άλμπουμ τους και τους αφορισμούς από τοπικούς σταθμούς. Πώς το λέει σήμερα; Όχι ακριβώς μετανιωμένος, είναι η αλήθεια!
Τοποθετώντας παρένθετα και κάποια κομμάτια animation, που λειτουργούν θετικά στη ροή του φιλμ, ο σκηνοθέτης Μπρένταν Τόλερ παραδίδει μια καλοφτιαγμένη δουλειά, που δεν διστάζει παράλληλα με το να εγκωμιάζει, άλλο τόσο να σαρκάζει την περσόνα του Ντάνι και να σε βάζει να αναρωτηθείς τι κοκκαλάκι νυχτερίδας κουβαλούσε…
Eat That Question: Frank Zappa in His Own Words
Το να αποκαλέσουμε τον Φρανκ Ζάπα αντικομφορμιστή, είναι σαν να κομίζουμε γλαύκα εις Αθήνας. Το ότι η στάση του απέναντι στη μουσική, απέναντι στα media, απέναντι και στο ίδιο το κοινό τον έκανε εντέλει ιδιότροπα λαοφιλή, ώστε να φτάσουν να κυκλοφορούν στα πάλαι ποτέ εφηβικά μας χρόνια ακόμα και μπλουζάκια με το ονοματεπώνυμό του, που πωλούνταν δίπλα σ’ εκείνα του Μάικλ Τζάκσον (!), είναι άθλος του.
Προσωπικά, ήρθα σε επαφή με το έργο του Ζάπα, χάρη στις ανεπανάληπτες εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη στο Α΄πρόγραμμα της Δημόσιας Ραδιοφωνίας. Αν και δεν ήταν ο αγαπημένος μου δίσκος, το We are only in it for the money, υπήρξε ένα αρκούντως παιγμένο βινύλιο. Στην αντιπαράθεση, μάλιστα, του Φρανκ με το φιλαράκι του, τον Captain Beefheart, η παρέα των Mothers of Invention κέρδιζε εκείνη της His Magic Band.
Ο σκηνοθέτης του καταπληκτικού “Eat that question”, Θόρστεν Σούτε, πετυχαίνει υψηλή επίδοση, χάρη κυρίως στην επιλογή του να μην δώσει σε κανέναν τρίτο το λόγο για να μας μιλήσει για το ποιον του δημιουργού, αλλά αφήνοντάς μας να σχηματίσουμε την πλήρη (τολμώ να πω) εικόνα του μέσα από τις δικές του αποκλειστικά τηλεοπτικές συνεντεύξεις, παρουσίες, εμφανίσεις. Ένας Μπόρατ της εποχής του (με την καλή έννοια, μην τρομοκρατείστε, δείτε και την εμφάνιση!), ο Ζάπα -που αντιπαθούσε στην πραγματικότητα το να εκτίθεται στο γυαλί- μπορεί να αγαπηθεί εύκολα από όποιον δει τούτο το φιλμ.
Πώς κατόρθωνε να ανταπεξέρχεται στις πλέον ανόητες ερωτήσεις, πώς εξευτέλισε την Επιτροπή μοντέρνας λογοκρισίας που έστησαν οι Ρεπουμπλικανοί στα eighties, επί Ρέιγκαν δηλαδή, αλλά και πώς ένα φρικιό (κατά δική του δήλωση) σαν τον Ζάπα συνέθεσε κάποια στιγμή κλασική μουσική, που μπήκε σε “σοβαρούς” χώρους; Όλες οι απαντήσεις παρέχονται εδώ, όπως και η απίθανη σκηνή της αποθέωσής του στην Τσεχία, όπου θα αντιληφθεί πόσο δημοφιλής είναι στην Ευρώπη και θα συναντηθεί με τον Πρόεδρο Βάτσλαβ Χάβελ, που δηλώνει ότι (εκτός της Μιμής Ντενίση) ήταν φαν του Ζάπα!
Supersonic
Last but not least! Η σειρά παράθεσης που ακολουθήσαμε δεν είναι ιεραρχική. Άλλωστε, το ντοκιμαντέρ του Ματ Γουάιτκρος για τους Oasis είναι μια σπουδαία κι έντιμη απεικόνιση στην οθόνη της πορείας του συγκροτήματος από το Μάντσεστερ προς την απόλυτη κορυφή, προς ένα συναυλιακό κοινό 250.000 ατόμων. Ο Γουάιτκρος κάνει κάτι παρόμοιο με τον Ρον Χάουαρντ στο φιλμ για τους Beatles. Μένει στα 3-4 πρώτα χρόνια του γκρουπ. Για τους Λένον, Μακάρτνεϊ, Χάρισον και Ρίνγκο Σταρ, τα έτη 1962-66 αποτελούν την πρώτη περίοδο, απλά επειδή στην ισόποση δεύτερη (1966-70) εγκατέλειψαν τις ζωντανές εμφανίσεις, βγάζοντας ωστόσο τα κορυφαία μουσικά έργα τους. Για τους Oasis, όμως, που κυριάρχησαν το 1993-96, 30 χρόνια ακριβώς μετά, η πρώτη περίοδος είναι ξεκάθαρα η άνοδός τους στην κορυφή. Ό,τι ακολουθεί δεν θα το δούμε ποτέ στο ντοκιμαντέρ, η πτώση δεν παρουσιάζεται ευθέως από τον Γουάιτκρος. Άλλωστε, δεν υπήρχε ανάγκη. Ότι θα ερχόταν αυτή η πτώση και θα ήταν κάθετη, γίνεται αντιληπτό από την καλή τους εποχή! Τα δύο αδέρφια Γκάλαχερ, που ποτέ δεν έκρυψαν τον κωλοπαιδισμό τους, ήταν νάρκισσοι του ήχου τους από το ξεκίνημα (υπερηχητικοί: supersonic, είναι η σούπερ επιτυχία τους το 1994). Επίσης, όντες Μαντσεστεράκηδες, λάτρευαν τους Λιβερπούλειους Beatles, μισούσαν τη Γιουνάιτεντ και ήταν οπαδοί της Σίτι, άρα συμπαθούντες και τη Λίβερπουλ (η σκηνή που εν χορώ φωνάζουν το όνομα του Νταλγκλίς είναι cult)…
Σε παραγωγή του Οσκαρικού Ασίφ Καπάντια (“Amy”), το Supersonic λειτουργεί κυκλικά. Αρχίζει και τελειώνει με την ίδια συναυλία, στο Νέμπγουορθ, στο ζενίθ τους. Ενδιάμεσα, προηγήθηκε μια πορεία… καρδιογραφήματος! Με πολλά ups και λιγότερα downs, αλλά ανισόρροπη σαν τους πολύ ταλαντούχους, αλλά άμυαλους, πρωταγωνιστές της ιστορίας μας. Για κάθε θρίαμβο τύπου Definitely Maybe, υπήρχε μια σύλληψη, σαν εκείνη στο ferry για την Ολλανδία, μαζί με λοιπούς χούλιγκανς οπαδούς της Γουέστ Χαμ! Όταν επιτέλους τους καλεί η Αμερική να την καταλάβουν ωσάν νέοι Beatles, εκείνοι πλακώνονται πάνω στο σανίδι και φτάνουν ένα κλικ από τη διάλυση. Τρέλα, sex and drugs and rock’n’roll…
Κι όμως, μέσα στην “καφρίλα” τους, ίσως κι εξαιτίας του ότι την παραδέχονται και μας τη μοστράρουν στο Supersonic, ετούτοι οι αντιπαθείς τραγουδοποιοί γίνονται κατά βάθος συμπαθείς, ως ένα παράδειγμα προς αποφυγή, που οι ίδιοι απήλαυσαν να είναι!