What's On Richard Jewell

25 Ιανουαρίου 2020 |

0

Richard Jewell

Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ

Παίζουν: Πολ Γουόλτερ Χάουζερ, Σαμ Ρόκγουελ, Κάθι Μπέιτς, Τζον Χαμ

Διάρκεια: 131′

Ο πεισματάρηδες και εμμονικοί υπερασπιστές ενός καθήκοντος –πρωτίστως εσωτερικής φύσης- κατέχουν, σταθερά και αταλάντευτα, περίοπτη θέση στη φιλμογραφία του Κλιντ Ίστγουντ. Τα τελευταία χρόνια, o Kλιντ παραλλάσσει το βασικό μοτίβο, χωρίς να το διαφοροποιεί εμφατικά, αντλώντας συχνά έμπνευση από αληθινά περιστατικά. Απώτερος σκοπός του να γραπώσει τη μεγαλειώδη εκείνη στιγμή όπου ένας απλός άνθρωπος ξεπερνά τον προσωπικό και κοινωνικό πήχη προσδοκιών, αγγίζοντας το μεγαλείο του ηρωισμού. Επί της ουσίας, αυτό που απασχολεί τον Κλιντ δεν είναι ούτε οι κατασκευασμένοι ήρωες ούτε η κάπως τεχνητή έννοια του ηρωισμού, με την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά όλες εκείνες οι αθέατες εσωτερικές διεργασίες που δρομολογούν αυτό το άλμα υπέρβασης.

Στον όψιμο Ίστγουντ, το βασικό αξίωμα έγκειται στην απλή διαπίστωση πως τα ανθρώπινα θαύματα είναι ακριβώς αυτό που υπονοεί το επίθετο μπροστά από το ουσιαστικό: καμωμένα από ανθρώπους, χτισμένα λιθαράκι προς λιθαράκι, δομημένα τόσο στο πρακτικό τους σκέλος (εκπαίδευση, ικανότητες, γνώσεις) όσο και στο πνευματικό τους περίβλημα. Το οποίο αποκρυσταλλώνεται στο σημείο τομής του πατροπαράδοτου αμερικανικού ιδεαλισμού του “get the job done” και σε μια φλεγόμενη υποκειμενική ανάγκη αποκατάστασης της ηθικής τάξης: εν ολίγοις, μια ευτυχής σύμπτωση εξωτερικών συνθηκών και εσωτερικής βούλησης.

Στην περίπτωση του Richard Jewell, του οποίου η ιστορία μοιάζει περισσότερο με αμερικάνικο χαϊκού παρά με μπαλάντα, ο κεντρικός χαρακτήρας απέχει έτη φωτός από την πατενταρισμένη εικόνα του ήρωα. Και υπό μία έννοια, το στοιχείο αυτό του προσδίδει αδιανόητα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ο Ρίτσαρντ Τζούελ δεν έχει τη στόφα του πεπειραμένου επαγγελματία, δεν έχει την αύρα του χαρισματικού ταλέντου, δεν είναι ο άνθρωπος στον οποίο θα προστρέξει ο οποιοσδήποτε σε μια ώρα ανάγκης. Δεν έχει καμία σχέση με τον πιλότο Τσέλσι Σάλενμπεργκερ που υποδύεται ο Τομ Χανκς στο Sully, για να θέσουμε τη σύγκριση σε ένα κοινό «ιστγουντικό» άξονα.

Ο Ρίτσαρντ Τζουέλ είναι ο άνθρωπος που θα παλεύει να σε προστατέψει ακόμη κι όταν δεν υπάρχει καμία ανάγκη προστασίας. Είναι ο φορτικός πολυλογάς που επιδεικνύει υπερβάλλοντα ζήλο και διυλίζει τον κώνωπα, που ξέρει απ’ έξω και ανακατωτά όλη τη Βίβλο των κανονισμών, που δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει το ουσιώδες από το επουσιώδες.

Η δογματική αίσθηση καθήκοντος που φωλιάζει στην ψυχή του Ρίτσαρντ Τζούελ απορρέει ως επί το πλείστον από δικές του ελλείψεις, από προσωπικά αγιάτρευτα κενά, από την τόσο ανθρώπινη και τόσο αναγνωρίσιμη λυσσαλέα ανάγκη για εύρεση ταυτότητας και ρόλου σε αυτή τη ρημάδα τη ζωή. Η οποία, ελλείψει αυτών των συντεταγμένων, στο μυαλό πολλών ανθρώπων καταλήγει να μοιάζει απλώς με άσκοπες μέρες που διαδέχονται η μία την άλλη.

Αυτή λοιπόν η ψυχαναγκαστική αγκίστρωση του Τζούελ στο γράμμα των διαδικασιών, αυτή η ιδεοληπτική και παθογενής του ανάγκη να αυτοπροσδιορίζεται ως «όργανο επιβολής του νόμου και προστασίας των πολιτών» είναι που θα τον οδηγήσει στο παλκοσένικο του ηρωισμού, στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα (καλοκαίρι του 1996), όταν και απέτρεψε μια εκατόμβη νεκρών από βομβιστική επίθεση.

Αντί όμως να βιώσει την πολυπόθητη αίσθηση εκπλήρωσης μιας ιερής αποστολής που είχε αναθέσει ο ίδιος στον εαυτό του, ο Τζουέλ βλέπει την κορυφή να μετατρέπεται σε γκρεμό. Ο Ίστγουντ, ξεδιπλώνοντας ένα “typical American mess-up”, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο ίδιος, χτίζει την ταινία του σε ένα μπαράζ ειρωνικών αντιθέσεων, οι οποίες όχι μόνο δεν εξιδανικεύουν την Αμερική, αλλά την στηλιτεύουν αλύπητα για όλα όσα υποτίθεται πως πρεσβεύει, αλλά δεν έχει κατορθώσει ποτέ να υλοποιήσει.

Η Αμερική του Richard Jewell είναι ένοχη για αθέτηση των καταστατικών της αξιών, για προδοσία απέναντι σε όσους διατρανώνουν την πίστη τους σε ιδανικά που έχουν εκφραστεί με ευγλωττία αλλά λησμονιούνται με ευκολία. Στο σύμπαν του Κλιντ, η επαγωγική διαδικασία οφείλει να είναι αδιαπραγμάτευτη: η τήρηση του κώδικα συνεπάγεται αυτοδίκαιη απόδοση τιμών και απαγορεύει οποιαδήποτε απόπειρα αποδόμησης και αναποδογυρίσματος του θετικού πρόσημου. Εύλογα, οποιαδήποτε απομάκρυνση από αυτή την αιτιώδη συνάφεια που συνδέει τις πράξεις του ατόμου και τις αντιδράσεις της κοινωνίας, συνιστά παραβίαση ενός απαράβατου ηθικού πρωτόκολλου.

Επιστρέφοντας στις περιπαικτικές αντιφάσεις-αντιθέσεις που κυοφορούνται στην ταινία, το αληθινά όμορφο είναι ότι ξεπροβάλλουν χωρίς ποτέ να διαφημιστούν. Μια χώρα που είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να καταναλώσει περισσότερο ηρωισμό από αυτόν που παράγει, που περιμένει αρματωμένη στη γωνία για να μετατρέψει σε θέαμα κάθε πράξη συνείδησης, η στροφή 180 μοιρών είναι πολύ πιο κοντά απ’ όσο δείχνει, μοιάζει να μας λέει ο Κλιντ.

Ο ήρωας καταλήγει συγγενής πρώτου βαθμού με τον αποδιοπομπαίο τράγο, η άκριτη αποθέωση φτιάχνει ιδανικό ταίρι με την ακατάσχετη δαιμονοποίηση. Σε μια εποχή που πάσχει από φαταουλισμό πληροφοριών, που καταβροχθίζει λαίμαργα γεγονότα, στοιχεία και μαρτυρίες, δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για επιβεβαίωση, ταυτοποίηση, έλεγχο. Σε αυτό τον κόσμο, τα πάντα είναι εμπορεύσιμα προϊόντα και ένας ήρωας που αποδείχτηκε δαίμονας είναι ακόμη πιο πολύτιμο asset από έναν απλό και σκέτο ήρωα.

Φυσικά, και σε πλήρη αντίθεση με τα όσα του καταλογίζονται συχνά-πυκνά περί άκρατου ατομικισμού, ο Κλιντ δεν παραλείπει να οικοδομήσει μια θαυμαστά ετερόκλητη κοινότητα από περιθωριακούς που παλεύουν να διασώσουν την τιμή ενός κόσμου που είτε τον απεχθάνονται (ο leftist δικηγόρος, απόλυτα ταιριαστό το casting του Σαμ Ρόκγουελ και η μετανάστρια γυναίκα του) είτε τον εξιδανικεύουν χωρίς όρια και κριτική σκέψη (ο Ρίτσαρντ Τζούελ και η μητέρα του, όπου συναντούμε την Κάθι Μπέιτς σε έναν ρόλο φαινομενικά μικρό σε δραματουργικό μέγεθος, αλλά ογκωδέστατο στο βεληνεκές αξιοπρέπειας που αποπνέει). Στο σινεμά του Ίστγουντ, τα άτομα ορίζουν μεν τη μοίρα τους με βάση μια προσωποκεντρική ηθική και έναν απαρέγκλιτα κώδικα αξιών, αλλά αυτό που αναζητούν κατά βάθος είναι το μοίρασμα και η επαφή. Πολύ συχνά, μάλιστα, είναι ακριβώς η αποτυχία εύρεσης αυτών των αγαθών είναι που πυροδοτεί τελικά τον τελικό χαμό.

Σε αυτό τον μοναχικό δρόμο ατελούς δικαίωσης –διότι ο Τζουέλ ναι μεν βλέπει την τιμή του να αποκαθίσταται, αλλά η απόδοση του δέοντος σεβασμού για το ανδραγάθημά του είναι πλέον old news που δεν ενδιαφέρουν κανένα- οι αληθινές στιγμές μεγαλείου έρχονται στις πιο ανύποπτες στιγμές. Και σε γραπώνουν σχεδόν απροειδοποίητα από τον γιακά, σε καθηλώνουν σε ένα καθεστώς αμήχανης συγκίνησης, το οποίο δεν μπορείς να αποκωδικοποίησεις πλήρως ακριβώς γιατί φαντάζει απροσμέτρητα οικείο, γεγονός που πιστώνεται στην αρχοντική απλότητα του πρωταγωνιστή Πολ Γουόλτερ Χάουζερ.

Αρχικά, εκεί που όλα μοιάζουν με Συμπληγάδες που καταπίνουν τον αέρα, ένα πρωτόλειο ξέσπασμα για το δίκαιο και σαρωτικό ξέσπασμα που οφείλει να έρθει, αλλά δεν έρχεται ποτέ. Συγχρόνως, μια σπαρακτική απολογία για τη σχεδόν βλακώδη καλοσύνη, για την αδυναμία αποκόλλησης από τις αθεράπευτες εμμονές χρηστής συμπεριφοράς. Και λίγο πριν τα φινάλε, ένα ενσταντανέ φιλίας παλιό όσο κι ο κόσμος: ακανόνιστα δάκρυα κι ένα χέρι στον ώμο. Ο κόσμος θα πηγαίνει πάντα κατά διαβόλου, αλλά όχι τώρα, όχι τούτη τη φορά. Πού και πού, κάποιος πατά ένα μικρό φρένο στην κατηφόρα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑