Σκηνοθεσία: Ζόι Κράβιτς
Παίζουν: Ναόμι Ακι, Τσάνινγκ Τέιτουμ, Άντρια Αρχόνα, Κρίστιαν Σλέιτερ, Κάιλ ΜακΛάχλαν, Τζίνα Ντέιβις, Άλια Σόκατ
Διάρκεια: 102′
Ελληνικός τίτλος: “Κώδικας Κινδύνου”
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Ζόι Κράβιτς μοιάζει εξαρχής να κινείται σε γνώριμο τερέν. Το σκηνικό της ζάμπλουτης απομόνωσης από τον κόσμο, χωρίς γέφυρες επικοινωνίας, που χρησιμεύει στις σατιρικές διαθέσεις της απέναντι στον καταναλωτικό κόσμο της αφθονίας παραείναι οικείο τελευταία (The Menu, Knives Out: Glass Onion, White Lotus, Triangle of Sadness), ενώ η επιρροή του Get Out είναι σχεδόν αδύνατο να παραγνωριστεί. Από τη θέση της κάμερας, τα απόκοσμα, αργόσυρτα ζουμ, τις λεπτομέρειες που μαρτυρούν ότι κάτι δεν πάει καλά σε αυτόν τον διεστραμμένο κήπο της Εδέμ, η Κράβιτς μοιάζει σαν να μελέτησε το έργο του Τζόρνταν Πιλ και να δοκίμασε να το φέρει στα μέτρα της, προσαρμόζοντας το ανοίκειο κλίμα του στις δικές της σύγχρονες φεμινιστικές ανησυχίες.
Ωστόσο, δοκιμασμένη συνταγή δε σημαίνει αναγκαστικά και έλλειψη δημιουργικότητας. Το Blink Twice (με τον ακατανόητο με βάση το ύφος του αρχικό τίτλο Pussy Island) εμφορείται από ωραίες ιδέες που μαρτυρούν υψηλή κινηματογραφική αντίληψη. Όσο η Φρίντα αφήνεται στις πλουσιοπάροχες απολαύσεις που της παρέχει ο γοητευτικός μεγιστάνας Σλέιτερ Κινγκ και η παρέα του, μαζί με τις υπόλοιπες φιλοξενούμενες στο νησί, τόσο η ταινία μετέρχεται επιτυχώς διάφορα εκφραστικά μέσα που προετοιμάζουν και προοικονομούν μια βίαιη ανατροπή. Το νευρικό μοντάζ (σε κάποια κατάχρηση ομολογουμένως) υπερτονίζει την αίσθηση αποπροσανατολισμού καταργώντας τον χρόνο στο νησί, ενώ ο ηχητικός σχεδιασμός επιμένει στις υψηλές εντάσεις φαινομενικά αθώων στιγμών, όπως τα παγάκια που μπαίνουν στα ποτήρια που γεμίζουν αδιαλείπτως σαμπάνια. Η ενδυματολογία χαρακτηρίζεται από κατάλευκα κοστούμια που κάνουν τους πάντες, εκόντες άκοντες, να μοιάζουν με μέλη κάποιας αίρεσης σε ολόφωτη ομερτά. Οι άνδρες ρωτούν συνεχώς τις γυναίκες αν περνούν καλά, και αυτή η ερώτηση φαντάζει ολοένα και πιο τρομακτική, λες και η καταφατική απάντηση είναι μονόδρομος, αν δε θέλουν να προκαλέσουν την τύχη τους.
Η Φρίντα, την οποία υποδύεται πειστικά και σθεναρά η Ναόμι Άκι δικαιώνοντας τη σωρεία των extreme close-ups στο πρόσωπό της, είναι μία σταχτοπούτα σε εφιάλτη, όπως μας τονίζει και μια χαρακτηριστική σεκάνς στην αρχή. Ο πρίγκιπάς της, όμως, έχει σκιώδεις προθέσεις, και το παρελθόν του καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Κάποιο αδιευκρίνιστο παράπτωμα τον εξανάγκασε σε δημόσια απολογία, σε μια δέσμευση ότι θα είναι καλύτερος, ότι από τη θέση εξουσίας που αταλάντευτα κατέχει θα φροντίσει για έναν δικαιότερο κόσμο. Είναι περιποιητικός απέναντί της, της δείχνει τη δέουσα προσοχή και όταν της απευθύνει την πρόσκληση για το νησί, μοιάζει να της ανοίγει το παράθυρο σε έναν κόσμο ηδονών από τον οποίο ήταν αποκομμένη δια παντός.
Το φιλμ της Κράβιτς επιχειρεί να παιχνιδίσει με τα έμφυλα στερεότυπα. Μία αντίζηλος της Φρίντα, που εκτοξεύει φθονερά βλέμματα εναντίον της, θα γίνει η σύμμαχος της στην αποκάλυψη της συνομωσίας. Πάσχει, όμως, από τονική ανισορροπία, η οποία αντανακλάται και στη θεματολογική σύγχυση. Η σατιρική αποδόμηση δε γίνεται ποτέ πρωτεύουσα στο κλίμα της ταινίας, με αποτέλεσμα οι κωμικές στιγμές να δείχνουν ξεκούρδιστες. Αντίστοιχα, από τη μεγάλη ποικιλομορφία των θεμάτων που σταδιακά έρχεται στο προσκήνιο, μεταξύ των οποίων το τραύμα, οι ταξικές σχέσεις και ο μισογυνισμός, ελάχιστα διερευνώνται με επάρκεια και τα περισσότερα μοιάζουν με πυροτεχνήματα ενός ανοιχτού και επίκαιρου διαλόγου.
Η πιο ουσιώδης θεματική πτυχή της αφήγησης είναι η μνήμη της βίας και η επιτελεστική διαιώνιση των θέσεων εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο της ανατροπής, αν μπορεί να ιδωθεί ως τέτοια, καθώς η Κράβιτς εύστοχα δεν ποντάρει τόσο στο ξάφνιασμα, όσο στη διαρκή απεικόνιση μίας νοσηρής συνθήκης που σταδιακά εμβαθύνει. Αυτή η εξέγερση εναντίον της σίγασης της γυναικείας φωνής και αντίληψης, της καταδίκης τη γυναίκας σε ρόλο κοσμήματος, η οποία θα καταφτάσει νομοτελειακά με βάση τους όρους του έργου και θα αγγίξει τα όρια της εύλογης εκδίκησης, αποτελεί ικανότατο θεμέλιο για όλο το νοηματικό οικοδόμημα του φιλμ. Θα έπρεπε, λοιπόν, να επαρκεί στη δημιουργό και στον έτερο σεναριογράφο της ταινίας ως κινητήρια δύναμη, παρότι αφήνει ορισμένα κενά στην πλοκή που οι κακεντρεχείς θα τρέξουν να επισημάνουν.
Δυστυχώς, όμως, το Blink Twice πάσχει από ένα φινάλε που ναυαγεί σε πολλαπλά επίπεδα. Εντείνει, αντί να καλύψει, τις αβλεψίες του σεναρίου, ενώ κάθε άλλο παρά δραματουργική απόληξη της ιστορίας συνιστά. Η βασική ένστασή επ’ αυτού, όμως, αφορά τη σχέση του με ο, τι προηγήθηκε. Με μια σεκάνς παιχνιδιάρικης σύλληψης και πρόχειρης εκτέλεσης, η Κράβιτς θολώνει τα όρια θύτη και θύματος, σαν σε ασυνείδητη επίδειξη κραυγαλέου κυνισμού. Ως ευρηματικό revenge horror που αρθρώνει λόγο ενάντια στη θεσμοποιημένη βία και ανισότητα ήταν μάλλον προτιμητέο.