The Sheltering Sky

Σκηνοθεσία: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι

Παίζουν: Ντέμπρα Γουίνγκερ, Τζον Μάλκοβιτς, Σκοτ Κάμπελ, Τίμοθι Σπολ, Τζιλ Μπένετ

Διάρκεια: 138’

Η κάμερα περιπλανιέται ταξιδιάρικα στους ουρανούς της Νέας Υόρκης, θαρρείς καμαρώνοντας για την πιο συναρπαστική πόλη στον κόσμο. Τα ασπρόμαυρα πλάνα αιώρησης δημιουργούν μια αίσθηση καρτοποσταλικής νοσταλγίας, όπου η ανάμνηση μπερδεύεται με την ονειροπόληση. Πολύ σύντομα, αυτές οι εικόνες θα μετατραπούν σε μακρινό αντίλαλο μιας αλλοτινής ζωής.

Μια βάρκα, φορτωμένη με ανθρώπους και αποσκευές, προχωρά με κατεύθυνση τη στεριά, σε ένα πολύβουο λιμάνι της Βορείου Αφρικής, λουσμένο στο φως ενός καυτού δειλινού. Από τα σκαλοπάτια της αποβάθρας ξεπροβάλλουν τρεις φιγούρες που αναδύονται από το τίποτα και το πουθενά, σε έναν κόσμο ανοίκειο, στον οποίο είναι καταδικασμένοι να παραμείνουν απροσάρμοστοι και παρείσακτοι.

Τα μπαγκάζια τους είναι αμέτρητα, σαν τα ψυχολογικά βάρη που κουβαλούν, ενώ από την πρώτη κιόλας στιγμή, η κατανομή ρόλων και ισχύος είναι εμφανής. Ο Πορτ (Τζον Μάλκοβιτς), που μιλά άπταιστα αραβικά και δεν είναι πρωτάρης σε αυτά τα μέρη (το φανερώνει και το όνομά του, άλλωστε), είναι ο ταξιδιώτης που απεχθάνεται την ιδέα της επιστροφής.

Ο Πορτ λαχταρά να αφομοιωθεί από την αέναη περιπλάνηση στην οποία έχει ριχτεί, ορμώμενος από κίνητρα ανίας και βαθιάς αυτό-απέχθειας. Βαθιά μέσα του γνωρίζει πολύ καλά πως η μόνη εφικτή αφομοίωση είναι ο αφανισμός. Οι κουβέντες, οι σκέψεις και οι πράξεις του είναι εμποτισμένες από μια βαθιά και αδήριτη επιθυμία χαμού.

Η Κιτ (Ντέμπρα Γουίνγκερ), η όμορφη και αισθησιακή σύζυγος του Πορτ, είναι εγκλωβισμένη στο μεταίχμιο, ανήμπορη να αποφασίσει αν κινείται προς την πλευρά του ταξιδιώτη ή αυτή του τουρίστα. Η Κιτ κοχλάζει από λάγνα ένστικτα, φαντασιώνεται μια ρήξη με τα όποια δεσμά την κρατούν αγκιστρωμένη (ακόμη και η αναφορά της στο δικαίωμα ψήφου που απέκτησαν οι γυναίκες στην Ιταλία είναι μια πρώτη υπόνοια επερχόμενης χειραφέτησης), αδυνατεί όμως να ορίσει με σθένος τη δική της μοίρα, η οποία υπαγορεύεται από την οπτική του Πορτ.

Ο Τάνερ (Κάμπελ Σκοτ), από την άλλη, αυτό-αναγορεύεται σε μπαλαντέρ ενός ερωτικού τριγώνου, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πιόνι. Υπομένει αγόγγυστα τη λεκτική βία του Πορτ, ενώ ακόμη και η Κιτ (με την οποία είναι ερωτευμένος και η οποία κάθε άλλο παρά απορριπτική είναι στα ερωτικά του καλέσματα) τον αντιμετωπίζει ως αδειανό κέλυφος, φιμώνοντάς τον όποτε αποτολμά να ξεστομίσει έστω και δυο λέξεις που να ξεφεύγουν από το προκαθορισμένο του «επίπεδο». Ο Τάνερ είναι ξεκάθαρα ο τουρίστας αυτού του σκαληνού τριγώνου.

Το Τσάι στη Σαχάρα (1990) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι αποτελεί μεταφορά του μυθιστορήματος The Sheltering Sky (όπως είναι και ο αγγλικός τίτλος της ταινίας) του Αμερικάνου συγγραφέα (και συνθέτη) Πολ Μπόουλς, ο οποίος έζησε 52 χρόνια της ζωής του στο Μαρόκο, και πιο συγκεκριμένα στην Ταγγέρη. Το μυθιστόρημα του Μπόουλς είναι βαθύτατα επηρεασμένο από το ρεύμα του Υπαρξισμού, καθώς οι ήρωές του είναι βυθισμένοι σε ένα καθεστώς βασανιστικού κενού, αναζητώντας απεγνωσμένα μια απατηλή διέξοδο από μια ζωή (και μια κοσμοθεωρία) που απορρίπτουν ως χρεοκοπημένη, ξοφλημένη, μάταιη και επιπόλαιη.

Το σκηνικό της δράσης τοποθετείται στην επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποπνέοντας μια αίσθηση ματαιότητας και σιωπηρής απόγνωσης για τις νωπές φρικαλεότητες που έχουν προηγηθεί. Ο Πορτ και η Κιτ, διόλου τυχαία, δεν βρίσκουν πλέον αποκούμπι ούτε στην τέχνη, η οποία μέχρι τότε όριζε τις ζωές τους (επιτυχημένος συνθέτης ο Πορτ, αποτυχημένη θεατρική συγγραφέας η Κιτ).

Η τέχνη, η ομορφιά και η λογική μετρήθηκαν και βρέθηκαν λειψές και ανεπαρκείς. Το όνειρο που διηγείται ο Πορτ λίγο μετά την άφιξή της παράταιρης τριάδας, παραισθησιογόνο και δυσοίωνο, είναι μια στερνή κραυγή αγωνίας και προειδοποίησης. Ένα ύστατο πρελούδιο πριν την κυρίως πράξη μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας συντριβής.

Στην ίδια ακριβώς σεκάνς, που εκτυλίσσεται σε ένα καφέ που λειτουργεί ως μεταβατικό πέρασμα ανάμεσα στο νεκρωμένο παρελθόν και στο πεισιθάνατο μέλλον, ο Μπερτολούτσι έχει ήδη σκιαγραφήσει το πνευματικό σύμπαν της ταινίας του. Το απωθητικό και εκφυλισμένο ζεύγος μητέρας και γιου από την Αγγλία υπενθυμίζει τον ηθικό και αισθητικό ξεπεσμό του παλαιού κόσμου στην ολότητά του (πέρα δηλαδή από το τέρας του ναζισμού), ο οποίος κυνηγά τους δυο ταξιδιώτες ακόμη και στα πέρατα της Γης.

Η κ. Λάιλ (Τζιλ Μπένετ), σαν μια βαλσαμωμένη μούμια που παραδόξως αναπνέει, παρέα με τον γλοιώδη γιο της Έρικ (Τίμοθι Σπολ) τον οποίο εξευτελίζει διαρκώς, διασχίζει την Αφρική γράφοντας ταξιδιωτικά ημερολόγια, παρότι σιχαίνεται πατόκορφα κάθε άλλη ράτσα (μαύρους, Άραβες, Εβραίους) πέρα από τη δική της

Η αποικιοκρατία, λοιπόν, ετοιμάζεται να αποκτήσει νέο πρόσωπο και μορφή: η στρατιωτική μπότα των Γάλλων από αυτό τον βασανισμένο τόπο μπορεί σύντομα να πάρει πόδι, αλλά η εκμετάλλευση και ο ρατσισμός έχουν ρίζες πολύ πιο ανθεκτικές και επίμονες.

Παράλληλα, σε μια σπάνια επίδειξη σεβασμού στις λογοτεχνικές ρίζες μιας ταινίας, ο Μπερτολούτσι μας συστήνει τον Μπόουλς, στον οποίο προσφέρει τον ρόλο ενός παντόπτη και παντογνώστη θεού: το voice over του Μπόουλς, μειλίχιο και πράο, είναι η μόνη υπόνοια παρηγοριάς και κατανόησης απέναντι σε δύο ήρωες που δεν κατανοούν ούτε καν οι ίδιοι τα δικά τους πεπραγμένα.

Φυσικά, πέρα από οτιδήποτε άλλο, το Τσάι στη Σαχάρα είναι ένα λυπημένο ρέκβιεμ για τη φθορά του έρωτα, την εγγενή αδυναμία επικοινωνίας, την εξουσιαστική δύναμη του κορμιού, τις αντιφάσεις και τα παράλογα του έγγαμου βίου, την ασφυξία που κυοφορεί σχεδόν αντανακλαστικά κάθε στενή επαφή.

Και κατορθώνει να αφήσει ένα υπόκωφο σπαραγμό, ακριβώς επειδή δεν αρνείται στους ήρωές τους το προνόμιο της αγάπης. Ο Πορτ και η Κιτ, εγκλωβισμένοι σε ένα μεταίχμιο απόστασης και εγγύτητας, δεν εξέπεσαν στο αμοιβαίο μίσος. Εξακολουθούν να περιστρέφονται ο ένας γύρω από τον πυρήνα του άλλου, αδύναμοι να ενώσουν τροχιές, αλλά και ανήμποροι να τραβήξουν δρόμους χωριστούς.

Ο Πορτ κοχλάζει από σωματοποιημένη ζήλια και φροντίζει όπως κάθε αρσενικό που βλέπει τον εγωισμό του να θίγεται να νιώσει προδομένος πριν την ώρα του, ως μια επιβεβαίωση της ηθικής του υπεροχής. Η Κιτ, στον αντίποδα, αδυνατεί να συγχωρέσει την αυτάρκεια του Πορτ και την αφόρητη ευθύτητά του.

Οι δυο τους στέκονται σε τρεμάμενο έδαφος και βαδίζουν σε απαγορευμένες περιοχές, όπως αποτυπώνεται και στην έξοχη σκηνή του νεκροταφείου. Απελπισμένοι εραστές, σύντροφοι, μοίχοι και συνοδοιπόροι, ξεθωριασμένα φαντάσματα που χάνονται όλο και πιο βαθιά σε μια ερημική μοναξιά, ο Πορτ και η Κιτ βιάζονται να εξαϋλωθούν, προσπαθώντας να νικήσουν τον ανίκητο χρόνο στο δικό του παιχνίδι.

Καθοδόν, γίνεται πλέον φανερό πως πρόκειται για ένα ταξίδι δίχως επιστροφή, αλλά και χωρίς προορισμό. Η Κιτ, φορώντας συμβολικά το σακάκι του Πορτ, θα ολοκληρώσει το δικό του όραμα, θα επωμιστεί το δικό του ριζικό, το οποίο είχε ήδη αρχίσει να υλοποιείται με την απώλεια του διαβατηρίου. Ο Πορτ ξεφορτώθηκε μεν την επίσημη ταυτότητά του, αλλά δεν πρόλαβε να αγγίξει το όνειρο της ολικής απέκδυσης. Η Κιτ μεταμφιέζεται σε άνδρα, αφήνεται να παρασυρθεί σαν φτερό στον άνεμο από τη νομαδική ζωή, γίνεται πρόθυμη και ένθερμη ερωτική σκλάβα ενός όμορφου βεδουίνου

Στην υπέροχη σκηνή εκδίωξης-ανάστασης, σαν βιβλική μορφή που βγαίνει από το προστατευτικά σκοτάδια ενός αλληγορικού τάφου, η Κιτ αναγκάζεται από τις συζύγους του αφέντη της να ξαναβγεί στην αρένα του φωτός της ζωής. Μόνο που πλέον δεν υπάρχει καμία παλιννόστηση, ακόμη κι αν τα σαλεμένα της λογικά αποκτήσουν και πάλι παλμό. Η επιστροφή είναι πλέον αδύνατη. Σε ένα κλειστό λαβύρινθο πάντα υπάρχει μια έξοδος. Σε μια έρημο ανυπαρξίας, δεν υπάρχει καμία διαδρομή και κανένα τέρμα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑