Σκηνοθεσία: Λουκίνο Βισκόντι
Παίζουν: Ντερκ Μπόγκαρντ, Μπγιορν Άντρεσεν, Σιλβάνα Μανγκάνο
Διάρκεια: 130′
Ο Γερμανός συνθέτης Άσενμπαχ (Ντερκ Μπόγκαρντ) καταφθάνει στη Βενετία, ορμώμενος από λόγους υγείας. Η αδύναμη καρδιά του έχει ανάγκη από ηρεμία και ξεκούραση, από ένα εύκρατο και φιλόξενο κλίμα. Στο ξενοδοχείο όπου διαμένει, στο Λίντο, το βλέμμα του θα υποστεί μια μοιραία μετωπική σύγκρουση. Όταν αντικρίσει την αγγελική φιγούρα του Τάτζιο (Μπγιορν Άντρεσεν), ενός Πολωνού εφήβου που έχει έρθει στη Βενετία για διακοπές με τους γονείς του, o Άσενμπαχ θα κυριευτεί από έναν πόθο εξ ορισμού αγιάτρευτο.
Ο πόθος του είναι αθεράπευτος όχι τόσο επειδή το αντικείμενό του είναι ανέφικτο ή απρόσιτο, αλλά επειδή η λαχτάρα του είναι πολύ πιο βαθιά από μια απλή επιθυμία ή παρόρμηση. Η απόκοσμη, σχεδόν γεωμετρικά αψεγάδιαστη, ομορφιά του Τάτζιο είναι θαρρείς βγαλμένη από πίνακα του Μποτιτσέλι, περίπου σαν την αρσενική εκδοχή της περίφημης Αφροδίτης. Το εφηβικό του κάλλος, άσπιλο και πρωτόλειο, αντιπροσωπεύει τη σωματοποιημένη εκδοχή της ομορφιάς που αναζητούσε ο Άσενμπαχ μια ολόκληρη ζωή. Είναι η τέλεια μελωδία που δεν τρύπωσε ποτέ σε καμία παρτιτούρα, είναι τα νιάτα που σώθηκαν, στέρεψαν και ζάρωσαν. Είναι μια φευγαλέα επιστροφή του χρόνου που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί και θα συνεχίσει να χάνεται δια παντός, κάθε φορά πιο βίαια και αδυσώπητα.
Ο Βισκόντι προσδίδει στο βλέμμα του Άσενμπαχ, δηλαδή στο κινηματογραφικό βλέμμα, το δυσβάσταχτο προνόμιο της επικύρωσης ενός επώδυνου και επονείδιστου τέλους. Το Morte a Venezia, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά η ταφόπλακα σε μια ολόκληρη εποχή αλλοτινού μεγαλείου και τωρινή παρακμής, που επιζητεί και επισπεύδει την κατάρρευσή της. Ο Άσενμπαχ δεν πρόκειται ποτέ να αγγίξει και να νιώσει την πλατωνική Ιδέα που κυνηγά με τόσο πάθος. Αυτό, εξάλλου, είναι και το διαχρονικό αμάρτημα της παρακαταθήκης που κουβαλά ο ίδιος ως φορέας και σύμβολο μιας θνήσκουσας εποχής. Υπό μια έννοια, ολόκληρη η κληρονομιά του Γερμανικού (και του ευρωπαϊκού) Ρομαντισμού συντρίβεται και αποσυντίθεται στα λίγα εκατοστά που χωρίζουν -και θα χωρίζουν για πάντα- το βλέμμα του Άσενμπαχ από το πρόσωπο του Τάτζιο.
Ευθύς εξαρχής, η Βενετία μεταμορφώνεται από locus amoenus σε μια βυθισμένη πολιτεία, σε ένα νεκροταφείο όπου έχουν ταφεί και συληθεί όλες οι υψηλές ιδέες, κατακτήσεις και ψευδαισθήσεις. Κινηματογραφημένη σαν ένα ατελείωτο λυκαυγές, η Βενετία (που θα επανέλθει λίγο αργότερα, σε πορφυρές αποχρώσεις, ως τόπος κοίμησης των ζωντανών και φανέρωσης των νεκρών, στο Don’t Look Now του Νίκολας Ρεγκ) γινεται συνώνυμη του θανάτου και της παρακμής.
Ενόσω η πανούκλα κοντοζυγώνει (το τέλος μιας εποχής δεν είναι ποτέ αναίμακτο) σε ένα εκτυφλωτικό λευκό καμβά, ακριβώς τη στιγμή που πασχίζει να αγγίξει τον ήλιο (και συγχρόνως τον Τάτζιο), ο Άσενμπαχ σβήνει και χάνεται. Αδιάφορα, παρατημένα, χωρίς οδύνη ή θρήνο. Λίγο νωρίτερα, σε μια αληθινά σπαραξικάρδια σκηνή, έχει μακιγιαριστεί πένθιμα και μακάβρια, έτοιμος για το γκραν φινάλε. Είναι πλέον, και επίσημα, ένα ζωντανό φάντασμα που περιφέρει το πένθος του για μια τελευταία γυροβολιά.